Κάποιος χωρικός από την Τούλα ήταν αλκοολικός. Πολλές φορές προσπάθησε να κόψει το κρασί, αλλά δεν τα κατάφερε. Όσο αγωνιζόταν να λυτρωθεί από το πάθος του, τόσο υποδουλωνόταν σ’ αυτό. Σαν ένα φοβερό αόρατο χταπόδι τον έπιανε με τα πλοκάμια του και τον έκανε κουρέλι. Ήταν για κλάματα. Τελικά τον κυρίεψε τέτοια απόγνωση, που σκεφτόταν ν’ αυτοκτονήσει. Μια μέρα, όμως, ο Θεός τον φώτισε και ξεκίνησε για την Όπτινα. Είχε ακούσει πολλά και θαυμαστά για τον μεγάλο στάρετς που βρισκόταν εκεί, τον όσιο Αμβρόσιο. Θέλησε να του μιλήσει για το θανάσιμο πάθος του. Όταν, όμως, βρέθηκε μπροστά του, δεν μπορούσε ν’ ανοίξει το στόμα του. Τον κοίταζε σαν μουγγός, ώσπου εκείνος αναπάντεχα του είπε:
– Αδελφέ μου, ξέρεις γιατί υποδουλώθηκες στο πιοτό; Τι έκανες, όταν ήσουνα μικρός; Έκλεβες χρήματα από τον παππού σου, που ήταν επίτροπος της εκκλησίας, και αγόραζες κρασί. Από ‘κει ξεκίνησε το κακό. Μη φοβάσαι, όμως! Στον Θεό όλα είναι δυνατά. Με τη δύναμή Του θ’ απαλλαγείς από το πάθος που σε βασανίζει.
Τον ευλόγησε, του έδωσε κάτι βότανα και τον άφησε να φύγει.
Σε λίγο καιρό ο άνθρωπος εκείνος «αναστήθηκε». Όλοι οι συγχωριανοί του έτριβαν τα μάτια τους, βλέποντάς τον πάντοτε νηφάλιο, γεμάτον υγεία, ζωντάνια και αυτοκυριαρχία.
Ο Αλέξιος Μαγκιόρωφ από την Αγία Πετρούπολη ήταν μανιώδης καπνιστής. Ακόμα και όταν ήταν άρρωστος στο κρεβάτι, θα κάπνιζε όχι λιγότερα από εβδομήντα πέντε τσιγάρα την ημέρα! Όλοι οι συγγενείς του και όλοι οι φίλοι του είχαν πέσει πάνω του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το πάθος είχε ριζώσει βαθιά μέσα του.
Μόνο όταν η υγεία του άρχισε να κλονίζεται επικίνδυνα, πήρε την απόφαση να κόψει το κάπνισμα. Δύο ολόκληρα χρόνια πάλεψε, αλλά δεν τα κατάφερε. Τότε του είπαν να ζητήσει τη βοήθεια του οσίου Αμβροσίου της Όπτινα. Στην επιστολή που του έστειλε, διεκτραγωδώντας την κατάστασή του, ο όσιος απάντησε αμέσως. Υποδεικνύοντάς του διάφορους τρόπους για την κατανίκηση του πάθους, του συνιστούσε να χρησιμοποιήσει κυρίως πνευματικά μέσα: Εξομολόγηση, θεία Κοινωνία, ψυχωφελείς μελέτες κλπ.
Ο Αλέξιος πρόθυμα ακολούθησε τις υποδείξεις του οσίου. Η συνήθεια, όμως, ήταν πολύ ισχυρή. Στο πρώτο τσιγάρο που κάπνισε μετά τη λήψη της επιστολής, αισθάνθηκε έναν δυνατό πόνο στο κεφάλι και μιαν αηδία για το κάπνισμα. Αλλά και στη συνέχεια, μόλις άναβε τσιγάρο, ο πονοκέφαλος γινόταν φοβερός. Έτσι, σε λίγον καιρό λυτρώθηκε από το πάθος του καπνίσματος. Μόνο ο πονοκέφαλος του έμεινε.
Όταν πήγε στην Όπτινα για να ευχαριστήσει τον όσιο Αμβρόσιο, δοκίμασε και δεύτερη ευχάριστη έκπληξη: Ο στάρετς ακούμπησε το ραβδί του στο κεφάλι του Αλεξίου. Την ίδια στιγμή ο πονοκέφαλος εξαφανίστηκε.
("Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας", Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 56, 273)