ΔΥΟ ΣΥΝΑΣΚΗΤΕΣ ζούσαν στην ίδια έρημο, σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Κι οι δύο αγωνίζονταν για την σωτηρία τους. Ο ένας όμως μελετούσε διαρκώς τον θάνατο, κι αυτό του έφερνε κατάνυξη στην καρδιά και το δάκρυ δεν έλειπε ποτέ από τα μάτια του. Ο άλλος είχε έναν μικρό κήπο και τον φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια.
Μια μέρα ο κηπουρός έπρεπε να κατεβεί στην πόλη. Πήγε στον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να προσέχει τον κήπο του, ώσπου να γυρίσει.Εκείνος υποσχέθηκε κι ο κηπουρός έφυγε ήσυχος. Τότε ο αδελφός είπε στον εαυτό του:
-Όσο έχεις καιρό, ταπεινέ, φρόντιζε τον κήπο.
Λέγοντας αυτά παραδόθηκε σε κατανυκτική προσευχή κι έχυσε πολλά δάκρυα για την ψυχή του την νύχτα εκείνη κι ολόκληρη την άλλη μέρα, χωρίς διακοπή.
Το άλλο βράδυ γύρισε από την πόλη ο κηπουρός και βρήκε τον κήπο του κατεστραμμένο από σκαντζόχοιρους. Στενοχωρημένος πήγε να βρει τον γείτονά του:
- Τώρα που καταστράφηκε όλος περιμένεις καρπούς;
Όταν ήταν ανομβρία, ο κηπουρός, που δεν έπαυε ν' ανησυχεί για τον κήπο του, έλεγε στον συνασκητή του:
- Αν δεν μας λυπηθεί ο Θεός να βρέξει, είμαστε χαμένοι. Κι εκείνος, που μόνο τα δάκρυα είχε στον νου του, με τα οποία ποτίζεται η καρδιά για να καρποφορήσει αρετές, του απαντούσε:
- Αλίμονο, αδελφέ μου, αν ξεραθούν οι πηγές, δεν θα βρούμε σωτηρία.
Ο Χριστός κάλεσε γρήγορα κοντά Του τον επίγειο άγγελο.Όταν κατάλαβε πώς έφτασε πια το τέλος του, φώναξε τον συνασκητή του και τον όρισε να του κάνει την χάρη που θα του ζητούσε.
-Όταν θα εχω πια ξεψυχήσει, του είπε, θέλω να σύρεις το σώμα μου μακριά και να τ' αφήσεις να φαγωθεί από τα όρνια, γιατί έχει αμαρτήσει και δεν είναι άξιο να ταφεί.
Εκείνος ταράχτηκε.
- Αδύνατο να κάνω τέτοιο πράγμα, αδελφέ. Δεν το στέργει η ψυχή μου.
- Αν υπακούσεις, αποκρίθηκε ο ετοιμοθάνατος, και μου κάνεις αυτή την χάρη, σου υπόσχομαι να σε βοηθήσω από κεί που πηγαίνω.
Με πολύ πόνο στην ψυχή ο αδελφός ξεπλήρωσε την υπόσχεσή του. Έσυρε γυμνό το σώμα του νεκρού και το έριξε σε μια βαθιά χαράδρα. Την τρίτη μέρα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο νεκρός και του είπε:
-Ο Θεός να σ' ελεήσει, αδελφέ, όπως εσύ ελέησες εμένα. Μεγάλη χάρη βρήκε η ψυχή μου, γιατί καταφρονέθηκε το σώμα μου. Παρακάλεσα πολύ για σένα που τόσο μ' ευεργέτησες. Άφησε πια την φροντίδα του κήπου και μερίμνησε για την ψυχή σου. Το τέλος σου πλησιάζει. Πένθησε και κλάψε. Τα κατανυκτικά δάκρυα έχουν την δύναμη να σβήσουν την φλόγα της κολάσεως.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριαστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.214-215).