Στην Αθήνα – διηγείται ο π. Ιωάννης Νιργιανάκης – ζούσε μία οικογένεια Ελληνοαμερικανών, του κ. Κωνσταντίνου Βουδούρη και της κ. Δέσποινας με τέσσερα χαριτωμένα παιδιά (δύο αγόρια και δύο κορίτσια), τα οποία εξομολογούντο τακτικά με την μητέρα τους, η οποία ήταν αγία. Ο πατέρας ευρίσκετο στην Αμερική, γιατί εκεί ήταν η δουλειά του. Όταν τα παιδιά τελείωσαν εδώ τις πρώτες σπουδές τους, μετεκόμισαν στην Αμερική για να συνεχίσουν τις σπουδές τους.
Τελειώνοντας το Λύκειο η κόρη μου Νεκταρία, μας παρεκάλεσαν η αγία αυτή η οικογένεια να την στείλωμε στην Αμερική, για να κάνη σπουδές που δεν μπορούσε να κάνη εδώ. Η Νεκταρία το ήθελε αυτό κι εγώ λόγω εγωισμού ενθουσιάσθηκα, η πρεσβυτέρα όμως ήταν απόλυτα αρνητική. Δεν πήγαμε να πάρη την ευχή του αγίου Γέροντος και η Νεκταρία έφυγε για την Αμερική (στο Πογκαιλάντ, προάστιο της Νέας Υόρκης)· ενεγράφη σ’ ένα από τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια των Η.Π.Α, με αντικείμενο σπουδών “Κλινική Ψυχολογία”.
Επικοινωνούσαμε με το τηλέφωνο τακτικά και η Νεκταρία χωρίς πολύ ενθουσιασμό, μας ανάπαυε τον λογισμό μας ότι όλα θα πάνε καλά.
Όταν είχαν περάσει επτά μήνες, πήγα στον Γέροντα (όλους αυτούς τους μήνες δεν είχα πάει), με δέχθηκε όπως πάντοτε με μεγάλη χαρά και άρχισε να με ανακρίνη λεπτομερώς. «Τι κάνει η Νεκταρία, πάτερ Ιωάννη, τι κάνει η πρεσβυτέρα» και ρωτούσε ονομαστικά για το κάθε παιδί. Και ενώ κάθε φορά με ρωτούσε για τον Μιχάλη που περνούσε έντονα την εφηβεία, εκείνη την στιγμή με ξαναρώτησε λίγο έντονα, «η Νεκταρία τι κάνει, πάτερ Ιωάννη;». Του απαντώ:
– Γέροντα, η Νεκταρία βρίσκεται στην Αμερική.
Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια τον είδα λίγο θυμωμένο, λέγοντάς μου:
– Τι κάνει στην Αμερική;
– Γέροντα, την πήρε εκεί μία πνευματική οικογένεια για να σπουδάση.
– Δεν μου λες, πάτερ Ιωάννη: Την Νεκταρία την έστειλες μόνη της στην Ομόνοια ποτέ;
– Όχι, Γέροντα.
– Να πας αμέσως να την πάρης, γιατί η Νεκταρία θα τρελλαθή. Ακούς τι σου λέγω;
Έφυγα, κάνοντας έναν απαίσιο λογισμό: «Σήμερα ο Γέροντας δεν ήταν πνευματοφόρος».
Έρχομαι στην Αθήνα, πρώτη ερώτηση της πρεσβυτέρας, «τι σου είπε ο Γέροντας για την Νεκταρία;». Εγώ όπως πάντοτε “εξυπνάκιας”, απάντησα με απρεπή τρόπο.
– Ο Γέροντας σήμερα δεν είχε φόρμα.
– Θα δούμε, λέει η πρεσβυτέρα, ποιος θα δικαιωθή τελικά. Ο Γέροντας, απ’ ό,τι μου είπες, είναι ήδη αντίθετος.
Μετά από ένα μήνα κτυπάει το τηλέφωνο στις 12 η ώρα τα μεσάνυχτα. Ακούω την Νεκταρία που έκλαιγε γοερώς χωρίς διακοπή, να μου λέγη: «Μπαμπά, είμαι η Νεκταρία, σε παρακαλώ να έλθης να με πάρης, γιατί θα τρελλαθώ». Ήταν ακριβώς τα ίδια λόγια που μου είπε ο άγιος Γέροντας.
Η πρεσβυτέρα ξύπνησε πανικόβλητη, διότι κάτι κατάλαβε, με ρώτησε τι ακριβώς συμβαίνει, της είπα όλη την αλήθεια και με πολλά δάκρυα μου είπε: «Αύριο το πρωί να φύγης στην Αμερική να φέρης το κορίτσι, και δεν μου χρειάζονται σπουδές».
Πήγα, έφερα το κορίτσι σχεδόν πεθαμένο, και έκανε δύο χρόνια να συνέλθη. Ο παππούλης προσευχόταν συνέχεια, και με την ευλογία του αγίου Νεκταρίου, έγινε καλά και άρχισε να κοινωνικοποιήται εν Χριστώ. Επιθυμούσε να δημιουργήση οικογένεια και να αποκτήση παιδιά, τα οποία υπεραγαπούσε.
Παντρεύτηκε με έναν καλόν άνθρωπο, καθηγητή Θεολογίας, αλλά και άριστο αγιογράφο.
Η Νεκταρία μετά τον γάμο της καθυστέρησε να τεκνοποιήση, ο Γέροντας είχε πλέον κοιμηθή, και η Νεκταρία άρχισε να αγχώνεται. Της είπα λοιπόν, να πάη στον τάφο του παππούλη, να τον παρακαλέση καρδιακά κι εκείνος θα ενεργήση τα δέοντα, τώρα μάλιστα που βλέπει από κοντά τον Χριστό.
Έτσι και έγινε· πήγε στον τάφο του παππούλη και τον επόμενο μήνα έμεινε έγκυος. Έχει τώρα έξι παιδιά, του Θεού, τρία αγόρια και τρία κορίτσια πολύ χαριτωμένα.
("Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”, Γ’, Μαρτυρίες, σ. 167, Έκδοση "Ενωμένη Ρωμηοσύνη" 2016)