Αναφέρει ακόμα ο π. Επιφάνιος:
"Επισκέφθηκα προ ετών μεγάλη γυναικεία Μονή.
Μεταξύ των μοναζουσών, τις οποίες γνώριζα, ήταν και μία σχεδόν αιωνόβια. Ύπαρξη ολιγογράμματη, αλλά αγιασμένη. Λόγω του γήρατος δεν σηκωνόταν πλέον απ' το κρεβάτι. Καθόταν μόνο πάνω σ' αυτό.
Πήγα στο κελλί της. Κλαίγοντας μου είπε το... παράπονό της:
"Αχ, αυτή η γερόντισσα! Την παρακαλώ να μου δίνει δουλειά να κάνω εδώ πάνω στο κρεβάτι, αφού δεν μπορώ να σηκωθώ αν δεν με κρατούν, και αυτή δεν μου δίνει. Μπορώ να τυλίγω κουβάρια. Δεν με αφήνει όμως. Μου λέει ότι δούλεψα ογδόντα χρόνια στο Μοναστήρι. (Είχε μεταβεί εκεί σε ηλικία 16 ετών.) Αλλά έτσι εγώ τρώω δωρεάν το ψωμί μου. Δουλεύουν άλλες και ταϊζουν εμένα.
Τί να κάνω, όμως; Η Γερόντισσα δεν υποχωρεί. Στεναχωρήθηκα τόσο που δεν ήθελα να τρώω.
Αλλά μετά σκέφθηκα κάτι και αναπαύθηκα.
Σκέφθηκα να κάνω συνέχεια προσευχή για όλους. Έτσι μου φαίνεται σα να δουλεύω κι εγώ. Βλέπεις αυτό το κομποσχοίνι;
(Μου έδειξε ένα κομποσχοίνι που είχε πολύ μεγάλους κόμπους.)
Δεν το αφήνω καθόλου απ' τα χέρια μου μέρα-νύκτα, εκτός από δύο-τρεις ώρες κατά τις οποίες κοιμάμαι.
Κάνω συνέχεια προσευχή για τη Γερόντισσα και για τις Καλόγριες που δουλεύουν για να τρώω εγώ.
Αλλά κάνω και για άλλους. Για το Δεσπότη μας και για τους άλλους Αρχιερείς, για τους Ιερείς, για τους Κήρυκες, για τους Άρχοντες, για τους Δικαστές, για το Στρατό, για τους Χωροφύλακες, για τους Δασκάλους, για τους Μαθητές, για τις χήρες, για τα ορφανά, για όλους όσους θυμηθώ.
Έτσι αισθάνομαι λιγότερο βάρος στη ψυχή μου που τρώω δίχως να δουλεύω...". Δακρύζω όσες φορές φέρνω στη μνήμη μου τη σκηνή αυτή. Έκτοτε δεν ξαναείδα την οσία εκείνη Μοναχή.
Μετά από λίγους μήνες απήλθε σε άλλους κόσμους, για να συνεχίζει εκεί τις "εκ βαθεων" προσευχές της "για όλους όσους θυμηθεί" (ελπίζω και για μένα...), αν και πλέον χωρίς το χονδρό κομποσχοίνι της, το οποίο τάφηκε μαζί με το ιερό σκήνος της...
(π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Άρθρα και Μελέτες, στο βιβλίο Το χαμόγελο του Θεού, αρχιμ Ιωάννου Κωστώφ)