Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
Ο αγιώτατος Πέτρος, ο από Σχολαρίων, επειδή ήτο γνωστικός και σοφός ανήρ, εστάλη υπό του Βασιλέως της Κωνσταντινουπόλεως με στρατεύματα εις τον πόλεμον, εις τα μέρη της Συρίας όμως εξ επιθυμίας του Θεού ενίκησαν οι βάρβαροι και ο Πέτρος ο Αθωνίτης ηχμαλωτίσθη και ερρίφθη εις βρωμεράν φυλακήν.
Τότε εγένετο μόνος του εξεταστής εις τον εαυτόν του και έλεγε: «Δικαίως έπαθα ταύτην την συμφοράν, διότι πολλάς φοράς έταξα να γίνω Καλόγηρος και δεν εξετέλεσα ότι υπεσχέθην εις τον Θεόν». Μετά παρέλευσιν καιρού, ενεθυμήθη τον Άγιον Νικόλαον και ήρχισε μετά δακρύων να λέγη: «Άγιε Νικόλαε, αν και είμαι ανάξιος να τύχω παρά του Θεού συγχωρήσεως και ελευθερίας, διότι υποσχέθην να γίνω Καλόγηρος και δεν έγινα, δια τούτο και δε τολμώ να τον παρακαλέσω δια να μη οργισθή περισσότερον, δέομαί σοι, πανάγιε Νικόλαε, και βάζω εσένα μεσίτην και εγγυητήν μου εις τον Θεόν, εάν ελευθερωθώ, ουδέ εις την πατρίδα μου την Κωνσταντινούπολιν να επιστρέψω, αλλά κατ’ ευθείαν να υπάγω εις την Ρώμην και εις την εκκλησίαν του Αποστόλου Πέτρου να γίνω Καλόγηρος».
Και ιδού ο Άγιος Νικόλαος επεφάνη εις αυτόν και λέγει: «Αδελφέ Πέτρε, την παράκλησίν σου ήκουσα και την θλίψιν σου γιγνώσκω και υπέρ σου εδεήθην, αλλ’ επειδή σύ ήργησας να εκπληρώσης την υπόσχεσίν σου δια τούτο δεν θέλει να σε ελευθερώση όμως επειδή ιδική του είναι η εντολή, η οποία λέγει «αιτείτε και δοθήσετε υμίν», δια τούτο ας συνεχίσωμεν παρακαλούντες την φιλανθρωπίαν Του και ας πάρωμεν και συμβοηθόν μας, ίνα μεσιτεύση,και τον Θεοδόχον Συμεών, διότι αυτός παραστέκεται εις τον Θρόνον τον Δεσπατικόν μετά του Προδρόμου και της Θεοτόκου. Και πρόσεχε να μη φανώμεν ψεύσται εις εκείνα που τάζομεν και ετάξαμεν».
Τότε ο Όσιος Πέτρος ήρχισε θερμότερον τας παρακλήσεις και ιδού ο Άγιος Νικόλαος λέγει εις αυτόν: «Έχε θάρρος, αδελφέ Πέτρε, ότι εισηκούσθη η δέησις» ο δε Όσιος Πέτρος εκύταξε και είδε τον μέγαν Συμεών φοβερόν εις το είδος του.
Ούτος εφόρει ιερατικήν στολήν και εκράτει εις την χείραν του χρυσήν ράβδον. Λέγει δε προς τον Όσιον Πέτρον: «Εσύ είσαι που πειράζεις τον αδελφόν μας Νικόλαον, που έβαλες και ημάς μεσίτας δια την παράκλησίν σου προς τον Δεσπότην μας Ιησούν Χριστόν να σε ελευθερώση από την καταδίκην ταύτην;».
Ο δε Όσιος Πέτρος μετά βίας είπε: «Ναι, άγιε του Θεού, εγώ είμαι ο ταλαίπωρος». Και πάλιν λέγει ο Άγιος Συμεών: «Και επειδή έτσι μας έβαλες εγγυητάς σου εις τον Θεόν, θα φυλάσσης από τώρα και εις το εξής αυτά που τάζεις, ότι δηλαδή θα γίνεις καλόγηρος και θα περάσης την ζωήν σου ασκητικά;».
Και προθύμως απεκρίθη και λέγει ο Όσιος εν αληθεία αξιοπίστους μάρτυρας σας θέτω έμπροσθεν του Θεού, ότι θα κάμω, ο δούλος σας και πάλιν λέγει ο δίκαιος Συμεών: «εφ’ όσον ούτως ωμολογήσας, έβγα από την φυλακήν ταύτην ανεμποδίστως».
Τότε άπλωσε το χέρι του με το ραβδί και ήγγισε τα σίδηρα με τα οποία ήσαν καρφωμένα τα πόδια εις το ξύλον και παρ’ ευθύς διελύθησαν όπως το κερί εις την φωτιάν και έγιναν άφαντα ο δε Άγιος Νικόλαος του έδειχνε τον δρόμον, τον ωδήγησεν έως τα σύνορα της παλαιάς Ρώμης και ανεχώρησεν αφού του είπε τούτο μόνον «Αδελφέ Πέτρε, καιρός είναι να εκπληρώσης γρήγορα την υπόσχεσιν που έταξες τω Θεώ διότι εάν αργήσης και πάλιν γνώριζε μετά βεβαιόητος, ότι θέλουν σε υπάγει δεμένον εκ νέου εις του Σαμαρά την φυλακήν».
Τότε ο Άγιος Νικόλαος επεφάνη εις τον ύπνον του Πάπα κρατών τον Όσιον Πέτρον εκ της χειρός και του διηγήθη καταλεπτώς όσα έπαθε και του είπε να μην αργήση να τον κουρεύση καλόγηρον ο δε Πάπας μόλις εξύπνησε και επειδή ήτο Κυριακή, επήγεν εις την εκκλησίαν και έμπροσθεν εις όλον το πλήθος του λαού τον έκαμε καλόγηρον και τον αφιέρωσε τω Θεώ.
Όθεν και μετ’ ολίγον καιρόν, με την ευχήν και ευλογίαν του Πάπα, ανεχώρησε και μετ’ ολίγας ημέρας έφθασε με πλοίον εις ένα ήσυχον καλόν λιμένα και ήραξαν εκεί ο δε Όσιος Πέτρος αποκοιμηθείς ολίγον βλέπει την υπεραγίαν Θεοτόκον με πολλήν δόξαν και τιμήν και λαμπρότητα και πλησίον της ιστάμενον τον Άγιον Νικόλαον με πολύν φόβον και ευλάβειαν, να την παρακαλή και να λέγη: "Ω Δέσποινα Θεοτόκε και Κυρία του κόσμου, επειδή τούτον τον δούλον σου ηλευθέρωσας από την πικράν εκείνην αιχμαλωσίαν με τον πανάγιον θέλημα του Σου Υιού και Θεού ημών, δείξε και τόπον ήσυχον δια να κάμη του Θεού το θέλημα εις όλην του την ζωήν, καθώς και μόνος του το έταξεν".
Η δε Κυρία Θεοτόκος εστράφη και είπεν εις τον Άγιον Νικόλαον: «Η κατοίκησις και η ανάπαυσις αυτού αλλού δεν είναι παρά μόνον εις το του Άθωνος όρος, το οποίον έλαβα από τον Υιόν μου και Θεόν εις κληρονομίαν ιδικήν μου, ίνα όσοι θέλουν να αναχωρήσουν από τας κοσμικάς φροντίδας και συγχύσεις του κόσμου, έρχωνται να δουλεύουν τω Θεώ απερισπάστως και χωρίς σύγχυσιν, και από του νυν λέγεται «Άγιον Όρος», και περιβόλιον ιδικόν μου, και πολλά αγαπώ και βοηθώ εκείνους, οι οποίοι έρχονται εις αυτό να δουλεύουν ολοψύχως τω Θεώ, και θέλει έλθει καιρός να πληρωθή από άκρου εις άκρον με πλήθος Μοναχών. Δια τούτο χαίρεται και αγαλλιάται το Πνεύμα μου εις αυτούς, διότι δια παντός αινούν και δοξολογούν το όνομα του εμού Υιού και Θεού, δεν θέλω δε χωρισθή από αυτούς, αληθώς, εάν κάμουν και αυτοί τας εντολάς Αυτού, και θα μεγαλύνω αυτό εις Ανατολήν και Δύσιν, Νότον και Βορράν, και ακουστόν ποιήσω το όνομα αυτού εις όλον τον κόσμον και τους υπομένοντας εις αυτό θλίψιν και στενοχωρίαν, μεγάλων χαρισμάτων αξιώσω εν τη μεγάλην βοήθειαν με το να ελαφρύνω τους πόνους και κόπους αυτών και να εκδιώκω τους νοητούς και αισθητούς πειρασμούς των εχθρών αυτών».
(από τον βίο του οσίου Πέτρου τού Αθωνίτου, γραφέντα υπό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά)