ΑΝΕΒΑΣΑΝ κάποτε στην σκήτη των Πατέρων έναν δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους. Εκείνοι όμως από ταπείνωση απέφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος Γέροντας τον λυπήθηκε, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό που είχε στην ζώνη του κι έδιωξε το πονηρό πνεύμα.Εκείνο τότε είπε:
-Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, θα μπω μέσα σου.
-Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο Γέροντας.
Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο και τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ο Όσιος υπέμενε με καρτερία τον πόλεμο, αλλά αντιπολεμούσε κι εκείνος τον εχθρό με υπεράνθρωπη νηστεία και ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του τροφή, μασούσε μόνο λίγα κουκούτσια από φοίνικες κάθε βράδυ και κατάπινε τον χυμό τους.
Νικημένο τέλος το δαιμόνιο από τον ακατάπαυστο αγώνα του Γέροντα, τον ελευθέρωσε.
-Γιατί φευγεις; το ρώτησε εκείνος. Κανένας δεν σε διώχνει.
-Με αφάνισε η νηστεία σου, αποκρίθηκε εκείνο κι έγινε άφαντο.
ΟΤΑΝ μοίραζαν το σιτάρι της χρονιάς στους Πατέρες της σκήτης, στον Όσιο Αρσένιο έδιναν το ένα τέταρτο από ό,τι έδιναν στους άλλους, γιατί πάντα του περίσσευε. Κι απ’ αυτό το ελάχιστο, βεβαίωνε ο μαθητής του Αββάς Δανιήλ, συντηρούνταν ο Όσιος και φιλοξενούσε τους επισκέπτες του. Τόσο νηστευτής ήταν ο ευλογημένος!
Οπωρικά επίσης δεν έτρωγε παρά μία φορά από κάθε είδος, στο τέλος της εποχής τους, για να ευχαριστήσει τον Θεό και να διώξει τον δαίμονα της κενοδοξίας, να μην τον πολεμά ότι τάχα είναι εγκρατής.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.222-223)