ΑΝΕΒΑΣΑΝ κάποτε στην σκήτη των Πατέρων έναν δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους.Εκείνοι όμως από ταπείνωση απέφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος Γέροντας τον λυπήθηκε, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό που είχε στην ζώνη του κι έδιωξε το πονηρό πνεύμα.Εκείνο τότε είπε:
-Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, θα μπω μέσα σου.
-Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο Γέροντας.
Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο και τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ο Όσιος υπέμενε με καρτερία τον πόλεμο, αλλά αντιπολεμούσε κι εκείνος τον εχθρό με υπεράνθρωπη νηστεία και ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του τροφή, μασούσε μόνο λίγα κουκούτσια από φοίνικες κάθε βράδυ και κατάπινε τον χυμό τους.
Νικημένο τέλος το δαιμόνιο από τον ακατάπαυστο αγώνα του Γέροντα, τον ελευθέρωσε.
-Γιατί φεύγεις; το ρώτησε εκείνος. Κανένας δεν σε διώχνει.
-Με άφανισε η νηστεία σου, αποκρίθηκε εκείνο κι έγινε άφαντο.
(Γεροντικό,Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.222-223)