Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που αγαπά τη σιωπή κι αποφεύγει τις πολλές κουβέντες, έλεγε ο Αββάς Μωϋσής, μοιάζει με ώριμο σταφύλι, γεμάτο γλυκό χυμό· ο πολυλογάς με αγουρίδα.
* * *
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, που με τα χείλη σωπαίνουν και με το νού φλυαρούν, λέγει άλλος Πατήρ. Άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε απ' αυτά που λένε δεν είναι περιττό κι ανώφελο.
* * *
ΑΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ την αρετή της σιωπής, λέγει κάποιος Αββάς, μη καυχηθής πως κατώρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλλίτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς.
* * *
ΈΝΑΣ από τους Γέροντας σε κάποια σκήτη είχε διορατικό χάρισμα. Όταν γινόταν σύναξι και συζητούσαν ζητήματα πνευματικά οι Πατέρες, ο Γέροντας έβλεπε γύρω του Αγγέλους να τους χειροκροτούν. Όταν η συζήτησι γύριζε στα γήινα, οι Άγγελοι απομακρύνονταν λυπημένοι.
* * *
— ΠΟΣΟ δυσκολεύομαι να συγκρατώ τη γλώσσα μου! έλεγε μια μέρα ένας νέος Μοναχός στον Αββά Νισθερώ πολύ στενοχωρημένος.
— Όταν κουβεντιάζης, βρίσκεις ξεκούρασι;
— Ποτέ.
— Τότε για ποιό λόγο κουβεντιάζεις; Μάθε να σωπαίνης. Προτίμα καλλίτερα ν' ακούς τους άλλους να μιλούν, όταν πρόκειται για κάτι ωφέλιμο, τον συμβούλεψε ο σοφός Γέροντας.
* * *
ΛΕΝΕ πως τρία χρόνια κρατούσε συνεχώς στο στόμα του ένα βότσαλο ο Αββάς Αγάθων για να συνηθίση τη γλώσσα του στην τελεία σιωπή
* * *
ΤΡΕΙΣ ΕΥΣΕΒΕΙΣ νέοι, φίλοι μεταξύ τους, ακολούθησαν τρεις διαφορετικούς δρόμους για την αγάπη του Χριστού.
Ο ένας αποφάσισε ν' αφιερώση τη ζωή του στο να συμφιλιώνη μεταξύ τους τους εχθρούς και αντιπάλους. Τον συγκινούσε βαθειά το έργον του ειρηνοποιού.
Ο άλλος, δοσμένος ολόψυχα στην αγάπη του πλησίον, πήγαινε βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχισμένους.
Ο τρίτος, φλογερός εραστής της ησυχίας, πήγε στην έρημο να ζήση ξένος κι άγνωστος ανάμεσα στους ασκητάς και ερημίτας.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Ο πρώτος, αηδιασμένος από τις δολοπλοκίες, τις αντιθέσεις, τις διαμάχες των ανθρώπων, που δεν είχαν ποτέ σταματημό, πήγε να βρη το σύντροφο του να ιδή μήπως εκείνος είχε πιο επιτυχία στο έργο του. Αλλά κι εκείνος ήταν απογοητευμένος. Η δυστυχία κι η κακομοιριά των συνανθρώπων του ήταν τόσο μεγάλη που δεν έφθανε να την ανακουφίση, καθώς ήθελε. Κι οι δυο μαζί τότε ξεκίνησαν να συναντήσουν τον παλιό τους φίλο, να ιδούν τι κέρδος είχε εκείνος από την ξενιτεία του. Τον βρήκαν στο ερημητήριό του κι αφού του διηγήθηκαν τα βάσανα τους, τον ρώτησαν τι απόκτησε ζώντας τόσα χρόνια αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Εκείνος αντί να τους αποκριθή με λόγια, έκανε τούτο το παράξενο: Πήρε ένα δοχείο, το γέμισε νερό κι είπε στους φίλους του να κυττάξουν μέσα.
— Βλέπετε τίποτε; τους ρώτησε.
— Νερό ταραγμένο.
Ύστερα από λίγο, όταν το νερό είχε ηρεμήσει πια, τους είπε να ξανακυττάξουν μέσα.
— Τι βλέπετε;
— Τα πρόσωπά μας, αποκρίθηκαν εκείνοι.
— Να, λοιπόν, τι απόκτησα στην ηρεμία της ερήμου, είπε τότε ο ησυχαστής. Βλέπω κάθε μέρα και γνωρίζω καλλίτερα τον εαυτό μου, τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μου. Αγωνίζομαι να διορθωθώ και ποτέ δεν ένοιωσα κόπο κι απογοήτευσι.
Οι άλλοι δυο συμφώνησαν πως ο ερημίτης είχε δίκαιο.
* * *
ΈΝΑΣ αρχάριος Μοναχός συμβουλεύθηκε κάποιον διακριτικό Γέροντα:
— Αν η συμπεριφορά του Αδελφού μου με σκανδαλίζει, Αββά, πρέπει εγώ να του ζητήσω συγγνώμη;
— Ζήτησέ του συγγνώμη, αποκρίθηκε ο Γέροντας, αλλά πάψε να τον συναναστρέφεσαι. Δεν ακούς τον Μέγα Αρσένιο τι συμβουλεύει; με όλους έχε αγάπη, αλλ' από όλους άπεχε.'
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)