Εἶπα στὸν γέροντα ἀσκητὴ ὀγδοντάρη :
«Πές μου πατέρα μου
Γιατί σὲ τούτη δῶ τὴ σφαῖρα
Ἀχώριστα περιπατοῦν ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα;
Γιατί σὰν νὰ ‘σὰν δίδυμα φυτρώνουνε ἀντάμα
Τ ’ἀγκάθι καὶ τὸ λούλουδο, τὸ γέλιο καὶ τὸ κλάμα;
Γιατί στὴν πιὸ ἑλκυστική τοῦ δάσους πρασινάδα
Σκορπιοὶ φωλιάζουν κι’ ὄχεντρες καὶ κρύα
φαρμακάδα;
Γιατί προτοῦ τὸ τρυφερὸ μπουμπούκι ξεπροβάλλει
Καὶ ξεδιπλώσει μπρὸς στὸ φῶς τ’ ἀμύριστά του κάλλη
Μαῦρο σκουλήκι ἔρχεται μιὰ μαχαιριὰ τοῦ δίνει
Κι ἕνα κουρέλι ἄψυχο στὴν κούνια του τὸ ἀφήνει;
Τέλος γιατί εἰς τοῦ παντὸς τὴν τόση ἁρμονία
Νὰ χώνεται ἡ σύγχυσις κι ἡ ἀκαταστασία;
Ἀπήντησεν ὁ ἀσκητὴς μὲ τὴ βαρειὰ φωνή του
Πρὸς οὐρανοὺς ὑψώνοντας τὸ χέρι τὸ δεξί του
«Ὀπίσω ἀπὸ τὰ χρυσὰ ἐκεῖ ἐπάνω νέφη
Κεντᾶ ὁ Μεγαλόχαρος ἀτίμητο γκεργκέρφι*
Κι ἐφόσον εἰς τὰ χαμηλὰ ἐμεῖς περιπατοῦμεν
Τὴν ὄψη τὴ ξανάστροφη παιδί μου θεωροῦμεν
Καὶ εἶναι ἄρα φυσικὸν λάθη ὁ νοῦς νὰ βλέπει
Ἐκεῖ ποὺ νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει πρέπει.
Περίμενε σὰν Χριστιανὸς νὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα
Ποὺ ἡ ψυχή σου φτερωτὴ θὰ σχίσει τὸν αἰθέρα
Καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ κέντημα ἀπ’ τὴν καλὴ κοιτάξεις
Καὶ τότε… ὅλα σύστημα θὰ σοῦ φανοῦν καὶ τάξις».
*γκεργκέφι = κέντημα
Καλλίνικος Κωνσταντῖνος (Πρωτοπρεσβύτερος (+)