ΈΝΑΣ νέος καλόγερος είχε αφήσει στον κόσμο πολύ φτωχή την μητέρα του. Κάποτε έπεσε πείνα σ’ εκείνα τα μέρη κι ο καλόγερος, ανήσυχος για την μητέρα του, έβαλε στο ταγάρι του λίγα ψωμιά και ξεκίνησε να της τα πάει στο χωριό. Στον δρόμο άκουσε φωνή να του λέει:
- Εσύ έχεις την φροντίδα της γυναίκας ή εγώ;
Ο ευλαβής νέος κατάλαβε το σφάλμα του. Έπεσε στα γόνατα και ζήτησε από τον Θεό να τον συγχωρέσει.
- Κύριε, έλεγε με δάκρυα, Εσύ έχεις πάντοτε φροντίδα για τα πλάσματά Σου.
Ύστερα γύρισε στο κελλί του ήσυχος. Μετά από τρεις ημέρες πήγε η μητέρα του να τον δει φορτωμένη μ' ένα βαρύ ταγάρι.
- Ένας ξένος καλόγερος πέρασε προχτές από το σπίτι, του είπε, και μου άφησε τούτο το σταράκι. Σου το έφερα να φτιάξεις λίγα ψωμιά και για τους δυο μας.
Ο αδελφός ευχαρίστησε με δάκρυα ευγνωμοσύνης το Θεό. Από τότε εμπιστεύθηκε την μητέρα του στην ακοίμητη φροντίδα Του.
(Γεροντικό, "Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία", Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδ. Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σ. 231)