ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποτε τον Αββά Λογγίνο ποιά αρετή θεωρεί σπουδαιότερη απ' όλες. Ο σοφός Γέροντας αποκρίθηκε:
— Καθώς η υπερηφάνεια είναι το πιο μεγάλο από όλα τα κακά, αφού κατώρθωσε να ρίξη τους Αγγέλους από τον Ουρανό στην άβυσσο, έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η πιο μεγάλη απ' όλες τις αρετές. Αυτή έχει τη δύναμι κι από την άβυσσο ακόμη ν' ανεβάση στον Ουρανό τον αμαρτωλό. Για το λόγο αυτό ο Κύριος μακαρίζει πριν απ' όλους τους πτωχούς τω πνεύματι.
* * *
ΠΡΟΤΙΜΩ πτώσι με ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη με υπερηφάνεια, λέγει άλλος Πατήρ.
* * *
ΚΑΙ Ο ΑΒΒΑΣ Σαρματιας:
— Προτιμώ άνθρωπο αμαρτωλό, που αναγνωρίζει το σφάλμα του και ταπεινώνεται, παρά ενάρετο με αυταρέσκεια.
* * *
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, πότε αποκτά ο άνθρωπος ταπείνωσι.
— Όταν θυμάμαι τις αμαρτίες του συνεχώς; αποκρίθηκε.
* * *
ΑΛΗΘΙΝΗ ταπείνωσι έχει εκείνος που βάζει πρώτος μετάνοια, ενώ του φταίει ο άλλος, λέγει άλλος Πατήρ.
* * *
ΡΩΤΗΣΑΝ κάποιον από τους Πατέρας, ποιά νομίζει πως είναι η αληθινή πρόοδος του ανθρώπου.
— Η ταπεινοφροσύνη, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό. Όσο πιο πολύ κατεβαίνει ή ψυχή σε βάθος ταπεινοφροσύνης, τοσο αναβαίνει σ' όλες τις άλλες αρετές.
* * *
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ κάποιας επαρχίας έπεσε μια φορά σε μεγάλη αμαρτία. Την άλλη μέρα ήταν γιορτή κι επρόκειτο να λειτουργήση σε μιαν εκκλησία, που πανηγύριζε και που πήγαινε συνήθως ολόκληρη η πόλις. Μόλις μπήκε στην εκκλησία ο Επίσκοπος, ανέβηκε στον άμβωνα, φανέρωσε μπροστά στο πλήθος την αμαρτία του, έβγαλε το ωμοφόριό του, το έδωσε στο Διάκονό του, και είπε με πολλή συντριβή δυνατά για ν' ακουστή απ' όλους:
— Ύστερα από τέτοια αμαρτία, δεν μπορώ να είμαι πια Επίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιον άξιο.
Έκανε να φύγη, ο κόσμος όμως, που τον αγαπούσε, τον εμπόδισε.
— Μείνε στη θέσι σου κι ας είναι επάνω μας η αμαρτία σου, φώναξαν όλοι με μια φωνή.
Συγκινημένος ο Επίσκοπος από την αγάπη του λαού, ανέβηκε πάλι στον άμβωνα και φώναξε:
— Αν θέλετε να μείνω στη θέσι, που ανάξια κατέχω, θα κάνετε ό,τι σας ειπώ.
Πρόσταξε να κλειστούν άμεσως οι πόρτες της εκκλησίας και να μείνη μόνο μια μικρή έξοδος. Έπεσε κατάχαμα μπροστά σ' αυτή και είπε δυνατά στο εκκλησίασμα για να τον ακούσουν όλοι:
— Δεν θα έχη μέρος με τον Θεό όποιος δεν με πατήση, προτού βγή από εδώ.
Οι χριστιανοί, για να μη χάσουν τον Επίσκοπο τους, υπήκουσαν. Ένας-ένας, που έβγαινε, πατούσε από πάνω του. Όταν πέρασε και ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να λέγη:
— Για τη μεγάλη του ταπείνωσι, συγχωρήθηκε η αμαρτία του.
* * *
ΕΙΔΑ κάποτε, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, απλωμένες στη γη όλες τις παγίδες του διαβόλου και τρόμαξα.
— Ποιός τάχα μπορεί να τις ξεφύγη; έλεγα στενάζοντας. Άκουσα τότε μυστηριώδη φωνή να μου αποκρίνεται:
— Ο ταπεινόφρων.
* * *
ΝΕΟΣ Μοναχός ακόμη ο Αββάς Ποιμήν, ζήτησε να μάθη από τον Μέγα Αντώνιο τι έπρεπε να κάνη για να βρη τη σωτηρία του:
— Να παραδέχεσαι τα σφάλματά σου με συντριμμένη καρδιά, του αποκρίθηκε ο Πατήρ των Πατέρων, και να ταπεινώνεσαι μπροστά στον Θεό. Να υπομένης επίσης καρτερικά τους Πειρασμούς, που σου συμβαίνουν, και να είσαι βέβαιος πως θα σωθής.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)