ΒΡΗΚΑΝ κάποτε τον Όσιο Αρσένιο μεγάλοι πειρασμοί. Μια μέρα τον άκουσαν οι Αδελφοί να προσεύχεται μ' αυτά τα λόγια:
— Θεέ μου, τολμώ ο ανάξιος να σε παρακαλέσω να μη μ' αφήσης μόνο σε τόση θλίψι. Αναγνωρίζω πως δεν έχω κάνει στη ζωή μου τίποτε που να σε έχει ευχαριστήσει, αλλά η άπειρη ευσπλαγχνία Σου μπορεί να με βοηθήση να βάλω αρχή.
* * *
ΞΕΚΙΝΗΣΕ κάποτε να πάη να επισκεφθή τους ασκητάς της Νιτρίας ο Πατριάρχης της Αλεξανδρείας Θεόφιλος. Στο δρόμο του συνάντησε ένα γέροντα Ασκητή.
— Τι κέρδισες, Αββά, ζώντας σ' αυτή τη μοναξιά; ρώτησε ο Πατριάρχης.
— Γνώρισα καλά τον εαυτό μου, αποκρίθηκε ο Γέροντας, κι έμαθα να τον μέμφωμαι.
Μεγαλύτερο κέρδος απ' αυτό είναι αδύνατο ν' αποκτήση στη ζωή του ο άνθρωπος, παραδέχτηκε ο Πατριάρχης.
Σαν έφθασε στη σκήτη, βγήκαν οι Πατέρες να τον υποδεχτούν κι ο καθένας έβρισκε κάποιο καλό λόγο να του ειπή. Μόνο ο Όσιος Παμβώ στεκόταν παράμερα αμίλητος.
— Δε θα πης κι εσύ τίποτε στον Πατριάρχη για να τον ωφελήσης; Τον ρώτησαν οι Γέροντες.
— Αν δεν ωφεληθή από τη σιωπή μου, Αδελφοί, ούτε ο λόγος μου πρόκειται να τον ωφελήση, αποκρίθηκε ο σοφός Πατήρ.
* * *
ΑΡΧΗ σωτηρίας του ανθρώπου, γράφει ο Ευάγριος, είναι η ακριβής γνώσις του εαυτού του.
* * *
Η ΟΣΙΑ Θεοδώρα συνήθιζε να λέγη στις μαθήτριές της πολύ συχνά, πως ούτε η μεγάλη άσκησις, ούτε ο υπερβολικός κόπος, ούτε οποιαδήποτε άλλη κακοπάθεια μπορεί να σώση τον άνθρωπο, όσο η αληθινή ταπεινοφροσύνη της καρδιάς. Διηγείτο και το ακόλουθο ανέκδοτο:
Κάποιος Ερημίτης είχε χάρισμα από το Θεό να διώχνη τα πονηρά πνεύματα. Μια φορά ζήτησε να μάθη τι φοβούνται περισσότερο κι αναγκάζονται να φύγουν.
— Μήπως τη νηστεία; ρώτησε ένα απ' αυτά.
— Εμείς, αποκρίθηκε εκείνο, ούτε τρώμε, ούτε πίνομε ποτέ.
— Την αγρυπνία τοτε;
— Εμείς δεν κοιμώμεθα καθόλου.
— Την φυγή του κόσμου;
Το δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά:
— Σπουδαίο πράγμα τάχα. Εμείς περνάμε τον περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στις ερημιές.
— Σ' εξορκίζω, να ομολογήσης τι είναι εκείνο που μπορεί να σας δαμάση, επέμενε ο Γέροντας.
Το πονηρό πνεύμα, αναγκασμένο από υπερκόσμια δύναμι, βιάστηκε να απαντήση:
— Η ταπείνωσις, που δεν μπορούμε ποτέ ν' αποκτήσωμε.
* * *
ΑΠΟ τούτο διακρίνεις το δυνατό χαρακτήρα του ανθρώπου, έλεγε ο Όσιος Αντώνιος, όταν παραδέχεται τα σφάλματά του και υπομένει ως την τελευταία του πνοή τους πειρασμούς που τον βρίσκουν.
Άλλοτε πάλι έλεγε με στεναγμό:
Όλες οι αρετές μπήκαν σε τούτη την καλύβα εκτός από μια· αλλά χωρίς αυτή πώς να προκόψω ο δυστυχής;
— Ποιά είναι αυτή, Αββά; ρωτούσαν οι αδελφοί.
— Η αυτομεμψία, αποκρινόταν ο Μέγας Πατήρ.
* * *
ΕΤΡΩΓΑΝ κάποτε μαζί σε κοινό τραπέζι όλοι οι Γέροντες της σκήτης. Ο Αββάς Αλώνιος, σαν νεώτερος που ήταν, στεκόταν και τους υπηρετούσε. Οι Πατέρες είπαν γι' αυτόν λόγια επαινετικά. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι ταπεινά, χωρίς ν' αποκριθή καθόλου.
— Γιατί δεν μίλησες, Αββά, όταν σ' εγκωμίαζαν οι Γέροντες; τον ρώτησε ύστερα κάποιος αδελφός, που έτυχε να βρίσκεται μπροστά.
— Αν μιλούσα, θα έδειχνα πως δέχτηκα τον έπαινο, αποκρίθηκε εκείνος, ενώ στην πραγματικότητα τον αποστρέφεται η ψυχή μου.
Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ είναι η γη που πρόσταξε ο Θεός
να γίνεται η θυσία, έλεγε ο Όσιος Ποιμην.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ Άγιος Γέροντας είδε κάποτε με τα μάτια του τον διάβολο και τον ρώτησε θαρρετά:
— Γιατί με πολεμάς με τόση επιμονή;
— Επειδή μου αντιστέκεσαι διαρκώς με την ταπείνωσί σου, αποκρίθηκε ο διάβολος κι έγινε άφαντος.
(Γεροντικόν,Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)