ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 16
Στίχ. 1-13. Η παραβολή του άδικου οικονόμου και σχετική διδασκαλία.
16.3 εἶπεν δὲ ἐν ἑαυτῷ(1) ὁ οἰκονόμος, Τί ποιήσω, ὅτι ὁ κύριός μου
ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ᾽ ἐμοῦ(2); σκάπτειν οὐκ ἰσχύω(3), ἐπαιτεῖν(4) αἰσχύνομαι.
3 Ο διαχειριστής είπε μέσα του: “τι να κάνω τώρα που μου αφαιρεί
τη διαχείριση ο κύριός μου; Να σκάβω δεν μπορώ, να ζητιανεύω ντρέπομαι.
(1) Είπε μέσα του όχι τότε και εκεί, αλλά όταν σκέφτηκε την υπόθεση
μετέπειτα και κατ’ ιδίαν. Δες Λουκ. ζ 39, ιη 4,Ματθ. θ 3 (p).
Βεβαίως έπρεπε πρωτύτερα ο οικονόμος να σκεφτεί συνετά, ώστε να μην
βρεθεί ήδη στην δύσκολη αυτή θέση. Αλλά επιτέλους. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Έστω και κατόπιν εορτής, ο οικονόμος αρχίζει να σκέφτεται συνετά.
(2) Από αυτό φαίνεται ότι ο οικονόμος δεν είχε σχηματίσει προσωπική
περιουσία εις βάρος του κυρίου του, αλλά αποδείχτηκε κακός είτε
για αμέλεια και ολιγωρία στη διαχείριση, είτε για δαπάνες
και καταχρήσεις που έγιναν από αυτόν για να του αρκούν
σε βίο τρυφηλό και φιλήδονο (ο).
(3) Δυνάμεις για εργασία βάναυση δεν είχε (δ). Οφειλόταν αυτό στο ότι είχε κακομάθει.
Δεν είχε ποτέ σκάψει μέχρι τότε. Ούτε ανάπηρος ήταν, ούτε γέρος.
Ήταν μαλθακός και ράθυμος. Το «ουκ ισχύω» προερχόταν κυρίως από το «δεν θέλω».
Εάν ο κύριός του όταν αφαίρεσε από αυτόν την οικονομία,
τον διατηρούσε στην υπηρεσία του και κάτω από τις διαταγές και την επίβλεψη
εργοδηγού τον έστελνε στους αγρούς, θα μπορούσε τότε και θα μάθαινε να σκάβει.
(4) Ύστερα από τέτοια θέση, την οποία έως τώρα είχε, το να καταντήσει ζητιάνος,
έφερνε ντροπή σε αυτόν. Η γλώσσα αυτή προδίδει την υπερηφάνειά του,
όπως και το προηγούμενο «ουκ ισχύω» δείχνει την μαλθακότητα και οκνηρία του.
Εκείνοι τους οποίους ο Θεός στην πρόνοιά του έκανε ανίκανους
να υπηρετούν τον εαυτό τους, δεν πρέπει να ντρέπονται να ζητούν την βοήθεια των άλλων.
Ο οικονόμος αυτός είχε περισσότερους λόγους να ντρέπεται
διότι είχε καταχραστεί τον κύριό του, παρά διότι θα ζητούσε από τους άλλους ψωμί.