ΚΑΘΩΣ γύριζε μια μέρα στο κελλί του ο Όσιος Μακάριος, φορτωμένος φοινικόφυλλα για το εργόχειρο του, τον σταμάτησε ο διάβολος, έτοιμος να του επιτεθή, αλλά δεν μπορούσε. Μια ακατανίκητη δύναμι τον εμπόδιζε.
— Πολύ μ' έχεις βασανίσει, Μακάριε, του φώναξε άγρια. Τόσα χρόνια σε πολεμώ και δεν μπορώ να σε ρίξω. Και τι περισσότερο από μένα κατορθώνεις εσύ; Νηστεύεις τάχα; Αμ' εγώ ποτέ δεν τρώγω. Αγρυπνείς; Εγώ ούτε καν έχω ανάγκη από ύπνο. Ένα μόνο φοβερό έχεις που με τρομάζει.
— Ποιό είναι αυτό; ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον ο Όσιος.
— Η ταπεινοφροσύνη, ωμολόγησε θέλοντας και μη ο διάβολος κι εξαφανίστηκε.
* * *
ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ πήγαν μαζί στην έρημο κι ασκήτευαν στην ίδια καλύβη. Ο διάβολος, φθονώντας την αγάπη τους, βάλθηκε να τους χωρίση.
Ένα βράδυ ο νεώτερος πήγε ν' ανάψη το λυχνάρι, έσπρωξε άθελά του το λυχνοστάτη, τον αναποδογύρισε και χύθηκε το λάδι. Ο μεγαλύτερος θύμωσε και του έδωσε ένα μπάτσο. Τότε ο πιο μικρός, χωρίς να ταραχτή, έσκυψε, του έβαλε μετάνοια και είπε ταπεινά:
— Συγχώρησε την απροσεξία μου, Αδελφέ. Τώρα αμέσως θα ετοιμάσω άλλο.
Την ίδια νύκτα ένας ειδωλολάτρης ιερεύς, που έτυχε να βρίσκεται μέσα στο ειδωλείο, άκουσε τα δαιμόνια να κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. Ένα απ' αυτά ωμολόγησε ντροπιασμένο στον αρχηγό του:
— Πηγαίνω και κάνω άνω κάτω τους Μοναχούς. Μα τι φταίω, όταν κάποιος απ' αυτούς γυρίζη και βάζη στον άλλο μετάνοια και μου καταστρέφη όλη τη δουλειά;
Ακούγοντας αυτά ο ειδωλολάτρης, έγινε ευθύς χριστιανός κι αποτραβήχτηκε στην έρημο. Σ' όλη του τη ζωή κράτησε στην καρδιά του την ταπείνωσι και στο στόμα του είχε διαρκώς πρόχειρο το «συγχώρησόν με»
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ αδελφός ρωτούσε έναν από τους μεγάλους Γέροντας, τι είναι ταπεινοφροσύνη.
— Ταπεινοφροσύνη, τέκνον μου, είναι να νοιώθης πάντοτε τον εαυτό σου αμαρτωλό και χειρότερο από όλους τους ανθρώπους, εξήγησε ο Γέροντας. Είναι μεγάλο κατόρθωμα αυτό και δύσκολο. Μπορείς όμως να το αποκτήσης, βάζοντας τον εαυτό σου σε ακατάπαυστο κόπο.
— Μα πως είναι δυνατόν να βλέπης διαρκώς τον εαυτό σου χειρότερο απ' όλους; απόρησε ο αδελφός.
— Μάθε να βλέπης τα προτερήματα των άλλων και τα δικά σου σφάλματα και ζήτει κάθε μέρα γι' αυτά συγχώρησι από τον Θεό, και θα το κατορθώσης, συμβούλεψε ο Όσιος.
* * *
ΠΕΡΑΣΕ κάποτε από το λογισμό του Μεγάλου Αντωνίου σε τίνος τάχα άγιου μέτρα να είχε φτάσει. ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώση το λογισμό, του φανέρωσε μια νύχτα στ' όνειρό του πως καλύτερός του ήταν ο μπαλωματής, που είχε ένα μικρομάγαζο σ' ένα παράμερο δρόμο της Αλεξανδρείας.
Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλι. Ήθελε να γνωρίση από κοντά τον περίφημο μπαλωματή και να ιδή τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάι του στον πάγκο κι άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.
Ο απλοϊκός άνθρωπος, που δε του πήγαινε ο νους ποιός μπορούσε να ήταν εκείνος ο γερο-καλόγερος που ήλθε τόσο ξαφνικά να τον εξετάση, χωρίς να πάρη τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά-αργά με ηρεμία:
— Δεν ξέρω, Αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στο λογισμό μου, πως όλοι οι άνθρωποι σ' αυτή την πόλι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν και μόνο εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κι όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.
Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, και του είπε με συγκίνησι:
— Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα και κόπιασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.
* * *
ΕΝΑΣ ευλαβής Μοναχός, όταν κάποιος του ζητούσε μια εξυπηρέτησι, για να είναι πρόθυμος να την δώση, έλεγε στον εαυτό του:
— Ο Κύριός σου σε διατάζει· κάνε αμέσως αυτό που ζητεί. Αν ερχόταν σε λίγο άλλος, να τον επιφορτίση με πιο δύσκολη δουλειά, ψιθύριζε:
— Είναι ο αδελφός του Κυρίου σου· πρέπει να τον ακούσης.
Καμμιά φορά συνέβαινε να τον προστάζη κι ο μικρότερός του. Τότε γινόταν πιο πρόθυμος.
— Υπάκουσε γρήγορα στον γυιό του Κυρίου σου, ταπεινέ, έλεγε στον εαυτό του.
Έτσι εξυπηρετούσε όλους με πολλή ταπείνωσι κι έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής.
(Γεροντικόν,μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη,εκδ. Λυδία)