Ο ΟΣΙΟΣ Παχώμιος είχε συνήθεια μία ή και περισσότερες φορές την εβδομάδα να συγκεντρώνη τους Μοναχούς του Κοινοβίου του και να τους διδάσκη το λόγο του Θεού. Κάποτε, αντί να διδάξη ο ίδιος, πρόσταξε τον Θεόδωρο, νέο ακόμη στην ηλικία κι' αρχάριο στη μοναχική ζωή, να μιλήση στους αδελφούς. Ήθελε μ' αυτό να δοκιμάση την υπακοή του. Ο καλός υποτακτικός, χωρίς αντιρρήσεις και ταπεινολογίες, έκανε ευθύς τη προσταγή του Ηγουμένου του. Σηκώθηκε κι' άρχισε να διδάσκη το θείο λόγο. Αυτό όμως δε καλοφάνηκε στους γεροντότερους. Θύμωσαν κι' επιδεικτικά άφησαν τη συγκέντρωσι κι' έφυγαν για τα κελλιά τους. Σαν τέλειωσε η διδασκαλία, έστειλε ο Όσιος και τους κάλεσε να παρουσιασθούν μπροστά του.
— Γιατί φύγατε από τη σύναξι; τους ρώτησε αυστηρά.
— Τι ήθελες να κάνωμε, Άββα, αποκρίθηκαν με αγανάκτησι εκείνοι, αφού έβαλες ένα παιδί να διδάξη τους γέρους;
Ο Όσιος Παχώμιος αναστέναξε βαθειά και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του.
— Καλά λένε πως η υπερηφάνεια είναι ρίζα όλων των κακών και γκρεμίζει όλα τα καλά, που χτίζει ο ταλαίπωρος άνθρωπος με τόσους κόπους. Φεύγοντας από τη σύναξι δεν καταφρονήσατε, άθλιοι, τον Θεόδωρο, αλλά το Πνεύμα το Άγιον, που ωμιλούσε δι' αυτού. Δεν είδατε εμένα, τον πνευματικό σας Πατέρα και διδάσκαλο, με πόση προσοχή παρακολουθούσα; Και σας βεβαιώνω πως πιο ωφέλιμη διδασκαλία δεν είχα ακούσει έως σήμερα.
Λέγοντας αυτά, τους έδωσε αυστηρό επιτίμιο για να σύντριψη τον εγωισμό τους.
* * *
ΛΕΝΕ για τον παραπάνω Όσιο πως η ταπεινοσύνη του ήταν άφθαστη. Δεχόταν συμβουλές και υποδείξεις μ' εύχαρίστησι κι' από τον πιο μικρό ακόμη.
Μια μέρα έπλεκε ψαθί κι' ένα μικρό καλογερόπαιδο του πήγε χόρτο. Κάθησε λίγο και τον παρατηρούσε πως έπλεκε υστέρα του είπε μ' αποδοκιμασία:
— Δεν το κάνεις καλά, Άββα, μη γυρίζης έτσι το σειρήτι. ο Άββας Θεόδωρος πλέκει καλλίτερα.
Ο Όσιος σηκώθηκε τότε από τον πάγκο του και είπε στο παιδί με καλοσύνη:
— Έλα κάθησε εδώ, παιδί μου, να μου δείξης να το πλέκω καλλίτερα.
Το παιδί κάθησε μ' αφέλεια κι έδειχνε στον Όσιο τον τρόπο που είχε μάθει να κάνη τη σειρά. Eκείνος γελούσε καλοκάγαθα με την απλότητα του.
* * *
ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΕ κάποτε επισήμως στην Κωνσταντινούπολι τον Όσιο Αντώνιο ο αυτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Όσιος έπεσε σε μεγάλη συλλογή. Δεν ήξερε τι ν' αποφασίση ν' αρνηθή στον αυτοκράτορα ή να θυσιάση την αγαπημένη του ερημία. Τελικά σκέφτηκε να ρωτήση το μαθητή του, τον Παύλον τον Απλούν.
— Τι λές, παππούλη, - έτσι τον έλεγε συνήθως, γιατί έγινε στα γεράματα του Μοναχός -, πρέπει να πάω στην Κωνσταντινούπολι;
— Αν πας, του αποκρίθηκε εκείνος με την απλότητα που τον χαρακτήριζε, θα είσαι Αντώνιος, αν όμως αρνηθής να πας, θα είσαι Μέγας Αντώνιος.
Κι ο Μέγας Πατήρ, ακολουθώντας ταπεινά την υπόδειξι του υποτακτικού του, αρνήθηκε να πάη.
* * *
ΟΤΑΝ ήμουν νεώτερος, διηγείτο στους αδελφούς ο Αββάς Μακάριος, έπεσα κάποτε σε ακηδία. Βγήκα λοιπόν από την καλύβα μου και περιπλανώμουν άσκοπα στην έρημο, για να διασκεδάσω τη θλίψι μου. Επιθυμούσα να βρω κάποιον άνθρωπο να μου ειπή δυο λόγια ωφέλιμα. Ξαφνικά είδα μπροστά μου ένα μικρό τσοπανόπουλο, που έβοσκε πιο κάτω τις αγελάδες του. Μου ήλθε τότε στο λογισμό να το ρωτήσω:
— Τι να κάνω, παιδί μου, που πεινώ;
— Καί δέ τρως; μου αποκρίθηκε, σηκώνοντας μ' αδιαφορία τους ώμους του.
— Έφαγα, γυιέ μου, μα ξαναπείνασα.
— Φάγε πάλι, μου είπε.
— Έφαγα και ξανάφαγα ο δόλιος, μα πάλι πεινώ.
— Μα βόϊδι είσαι, Άββα, που θες διαρκώς να μασουλίζης, μου είπε, ξεσπώντας σ' ένα περιπαιχτικό γέλιο.
— Καλά σου λέει το παιδί, είπα στο λογισμό μου, και γύρισα διδαγμένος στο κελλί μου.
* * *
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ταπείνωσις, Άββα; ρώτησαν κάποιον Γέροντα οι αδελφοί της σκήτης.
— Ταπείνωσις, παιδιά μου, αποκρίθηκε εκείνος, είναι να σου φταίξη ο άλλος και συ να τον συγχώρεσης παρευθύς, χωρίς να περιμένης να σου ζητήση συγγνώμη.
Πιο σύντομο δρόμο για τον Ουρανό από την ταπεινοσύνη δε μπορείς να βρής, έλεγε άλλος Πατήρ.
(Γεροντικόν,μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)