ΈΝΑΣ ΝΕΟΣ ευσεβής πήγε να συμβουλευθή τον Όσιο Μακάριο, πως ν' αποκτήση ταπεινοφροσύνη.
Ν' αποφεύγης τον ανθρώπινο έπαινο, του είπε ο Γέροντας, και ν' αγαπάς την καταφρόνια.
— Δύσκολο πράγμα, έκανε ο νέος, πολύ δύσκολο.
— Άκουσε, παλληκάρι μου, του είπε τότε ο σοφός Γέροντας, εδώ πιο κάτω είναι το κοιμητήρι. Πετάξου μια στιγμή ως εκεί, και, μ' όσες πέτρες βρής, πετροβόλησε τα μνήματα. Πες κι' όσες βρισιές θέλεις στους νεκρούς.
Ό νέος έκανε όπως του είπε ο Αββάς κι' όταν γύρισε πίσω στην καλύβα, τον ρώτησε εκείνος τι του αποκρίθηκαν οι πεθαμένοι.
— Τίποτε, είπε ο νέος.
— Κάνε τον κόπο άλλη μια φορά να πας να τους επαινέσης.
— Ξαναπήγε το παλληκάρι κι' άρχισε με τα πιο κολακευτικά λόγια να εγκωμιάζη τους νεκρούς.
— Τι σου είπαν τώρα, τον ρώτησε ο Γέροντας, σαν γύρισε.
— Τίποτε.
— Κάνε κι' εσύ το ίδιο για ν' αποκτήσης ταπεινοσύνη, τον συμβούλεψε ο Όσιος. Γίνου νεκρός τόσο για την τιμή, όσο και για την καταφρόνια των ανθρώπων.
* * *
ΑΚΟΥΟΝΤΑΣ ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίση από κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ερώτησαν να τους δείξη την καλύβα του Αββά Μωϋσέως.
— Τι γυρεύετε απ' αυτόν; έκανε μ' άποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.
Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:
— Κάτω στην πόλι λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι' αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ' ένα Καλόγερο κι' έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.
— Τι άνθρωπος ήταν αυτός, ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήση έτσι για τον Άγιο.
— Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.
Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.
— Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.
Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλι ωφελημένος.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος άρχοντας πήγε στην έρημο να ιδή τον Αββά Σίμωνα. Σαν το έμαθε εκείνος, κατέβηκε στην πλαγιά του λόφου και έψαχνε για φοινικόφυλλα, για να μη τον βρούνε. Μα ο άρχοντας έτυχε να περνά από εκεί.
— Πού είναι η καλύβα του αναχωρητή, Αββά; ρώτησε τον Γέροντα, χωρίς να υποπτεύεται πως ήταν ο ίδιος.
— Δεν υπάρχει εδώ Αναχωρητής, έχεις κάνει λάθος, γυιέ μου, αποκρίθηκε ο Όσιος, χωρίς να σηκώση το κεφάλι από τη δουλειά του.
Άλλοτε πάλι πήγε ο ίδιος ο Έπαρχος να ιδή τον Αββά Σίμωνα.
— Ετοιμάσου να υποδεχθής τον άρχοντα, του είπαν οι αδελφοί.
— Τώρα αμέσως, αποκρίθηκε εκείνος.
Πήρε από την καλύβα του ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί στο χέρι, κάθησε στο κατώφλι της πόρτας κι' άρχισε να τρώγη λαίμαργα.
Εκείνη τη στιγμή πρόβαλε κι' ο άρχοντας και, βλέποντας τον Γέροντα να τρώη έτσι, τον καταφρόνησε.
— Αυτός είναι ο Αναχωρητής, που έχει τόση φήμη; είπε στο συνοδό του και γύρισε πίσω, χωρίς να του ειπή λέξι.
Αυτό ήθελε κι' ο Όσιος.
* * *
ΔΙΗΓΕΙΤΟ ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός για κάποιο Γέροντα Πνευματικό, που είχε μεγάλη φήμη στην πόλι, πως πήγε και κλείστηκε σε μια σπηλιά πολύ βαθειά στην έρημο για ν' αποφύγη τη δόξα των ανθρώπων. Κάποτε τον ειδοποίησαν πως ένας ετοιμοθάνατος φίλος του τον γύρευε να εξομολογηθή.
— Ας αφήσω να νυχτώση, συλλογίστηκε ο Γέροντας, για να μη με ιδούν οι άνθρωποι και με τιμήσουν.
Σαν βράδυασε και βγήκε από τη σπηλιά του, δυο Άγγελοι παραστάθηκαν δεξιά κι αριστερά του με λαμπάδες αναμμένες και τον συνώδευαν σ' όλη του την οδοιπορία. Οι κάτοικοι της πόλεως, που είδαν το παράξενο εκείνο φως - τους Αγγέλους δεν τους έβλεπαν - βγήκαν από τα σπίτια τους και υποδέχτηκαν τον Όσιο με ζωηρές εκδηλώσεις.
Όσο εκείνος από ταπεινοφροσύνη απόφευγε τη δόξα, τόσο τον τιμούσε ο Θεός.
* * *
ΌΠΟΙΟΣ πειρασμός κι αν βρή τον ταπεινόφρονα, λέγει ο Αββάς Ποιμήν, νικά γιατί σωπαίνει.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)