Όταν οι άνθρωποι συζητάνε κάποιο θέμα, ή απλώς συνομιλούν
μεταξύ τους, πολύ σπάνια ο ένας ακούει τον άλλον. Ο καθένας
προσπαθεί να πει αυτό που σκέφτεται, να δείξει την εξυπνάδα του, τη
γλαφυρότητά του, και δεν ακούει αυτό που του λέει ο άλλος. Και δεν
ακούνε, διότι δεν ξέρουν, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου
Ιακώβου, να είναι αργοί στο να μιλάνε. Λίγοι άνθρωποι είναι γρήγοροι
στο να ακούνε, λίγοι είναι αυτοί που δεν μιλάνε πολύ, που ζυγίζουν τον
λόγο τους και σκέφτονται πριν πουν κάτι.
Λίγοι άνθρωποι φροντίζουν να είναι ο λόγος τους αγαθός και
ωφέλιμος για τους άλλους και, τα λόγια που λένε, να είναι γεμάτα
σοφία και σύνεση, να είναι σεμνά και ταπεινά. Είναι υπερβολικά λίγοι
τέτοιοι άνθρωποι. Για να γίνει κανείς τέτοιος πρέπει να αποκτήσει το
νου του Χριστού και την σοφία, να είναι διαρκώς συγκεντρωμένος και
να συλλογίζεται το άγιο, αυτό που είναι υπέρ πάντων. Οι περισσότεροι
από μας όμως είναι άλλου πνεύματος. Δεν βάζουμε φρένο στο στόμα
μας, δεν μας αρέσει η σιωπή και δεν ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το
πράγμα. Μιλάμε, μιλάμε ασταμάτητα περί ανέμων και υδάτων και
έχουμε γίνει πλέον ειδικοί στην περιττολογία.
(Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας, "Λόγοι και Ομιλίες", τόμος
Β΄, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σ. 272-273)