ΝΙΩΘΩ τον εαυτό μου διαρκώς βυθισμένο μέσα στην λάσπη της αμαρτίας ως τον λαιμό, έλεγε με ταπεινοσύνη ο Αββάς Παύλος, και κλαίω φωνάζοντας στον Ιησού με όλη την δύναμη της καρδιάς μου: Κύριε, ελέησόν με!
Ο ΑΒΒΑΣ Σιλουανός είχε διαρκώς στην καρδιά του το πένθος και γι’ αυτό δεν ήθελε να βγαίνει εξω από την ερημική καλύβα του. Όταν αναγκαζόταν να βγει, σκέπαζε το πρόσωπο με το κουκούλι του.
-Δεν είμαι άξιος να βλεπω το φώς, αφού ζώ ακόμη στο σκοτάδι της αμαρτίας, έλεγε σ’ εκείνους που τον ρωτούσαν γιατί επέμενε να σκεπάζει τα μάτια του.
Η ΚΑΤΑΝΥΞΗ και το δάκρυ είναι βάλσαμο για την ψυχή. Το δίνει χάρισμα ο Θεός. Μά να πώς το αύξανουν οι αφοσιωμένοι δούλοι Του:
Ένας αδελφός είχε κατάνυξη στην προσευχή, γιατί διατηρούσε στην καρδιά του το κατά Θεόν πένθος. Μια μέρα έχυσε τόσα δάκρυα, που κι ο ίδιος απόρησε κι άρχισε να συλλογίζεται:
-Μήπως είναι σημάδι πώς φθανει το τέλος μου;
Με την σκέψη του θανάτου πλήθαιναν τα δάκρυα, μεγάλωνε η κατάνυξη κι η αγγελική εκείνη ύπαρξη ζούσε μόνο για τον Θεό.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.246-247)