- Γέροντα, πώς είναι το άκτιστο φως;
- Που να ξέρω; Εγώ στο Καλύβι έχω μια κτιστή σόμπα που την ανάβω,
για να ζεσταθώ. Αν θέλω φως, ανάβω ένα κερί να βλέπω!
Ποτέ να μη ζητά κανείς φώτα ή χαρίσματα του Θεού, αλλά μόνο μετάνοια,
η οποία θα φέρη την ταπείνωση, και μετά ο Καλός Θεός θα του δώση
ό,τι έχει ανάγκη. Πήγα μια φορά να δω τον πατέρα Δαβίδ τον Διονυσιάτη.
Έμενε σε ένα κελλί, μέσα στα κουρέλια, μέσα στο σκοτάδι.
Αλλά μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό κελλί, εκείνος ζούσε μέσα στο φως.
Ήταν πολύ προχωρημένος στην ευχή, είχε φθάσει σε μεγάλη πνευματική κατάσταση.
Τρόμαξα να του βγάλω κάτι! «Αυτά δεν λέγονται, δεν λέγονται» έλεγε.
Ξέρεις τι θα πη μέσα στο σκοτάδι να βλέπεις φως, χωρίς να έχης φως;
Να είσαι μέσα στα κουρέλια, και να βρίσκεσαι μέσα στα παλάτια του Θεού!
«Για να λάβεις πνεύμα, πρέπει, να δώσεις αίμα». Όταν ήμουν στο Κοινόβιο,
μια Μεγάλη Σαρακοστή προσπάθησα να το εφαρμόσω. Δεν υπολόγισα καθόλου
τον εαυτό μου, τράβηξα το σχοινί μέχρι που τεντώθηκε τελείως.
Ένιωθα τόση κούραση, που έπεφτα στον δρόμο και παρακαλούσα τον Θεό
να με βοηθήσει να σηκωθώ λιγάκι, για να μη με δουν οι άνθρωποι και πουν:
«Να, οι καλόγεροι πέφτουν από την άσκηση». Το ένιωθα κάθε μέρα σαν μαρτύριο.
Την Πέμπτη προ του Λαζάρου, το βράδυ, ενώ προσευχόμουν στο κελί,
ένιωσα μια γλυκύτητα, μια αγαλλίαση, κι ένα φως με έλουσε.
Από τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα, ένα γλυκό κλάμα. Αυτό κράτησε είκοσι
με τριάντα λεπτά και με τόνωσε πολύ, με έτρεφε πνευματικά για δέκα χρόνια.
Όταν ρώτησα τον Γερο-Πέτρο γι’ αυτό, μου είπε:
«Εγώ συνέχεια ζω τέτοιες θείες καταστάσεις. Εκείνη την ώρα που με επισκέπτεται
η θεία Χάρις, η καρδιά μου θερμαίνεται γλυκά από την αγάπη του Θεού,
και ένα φως παράξενο με φωτίζει εσωτερικά και εξωτερικά,
νιώθω το πρόσωπό μου να φωτίζει. Φωτίζεται ακόμη και το κελλί μου.
Βγάζω τότε το σκουφί μου, σκύβω ταπεινά το κεφάλι μου και λέω στον Χριστό:
"Χριστέ μου, χτύπησέ με με το κοντάρι της ευσπλαχνίας Σου στην καρδιά μου”.
Από την πολλή ευγνωμοσύνη τα μάτια μου τρέχουν συνέχεια γλυκά δάκρυα
και δοξολογώ τον Θεό. Τότε όλα σταματάνε, γιατί νιώθω πολύ κοντά μου τον Χριστό
και δεν μπορώ πια να ζητήσω τίποτε, σταματάει και η προσευχή, το κομποσχοίνι
δεν μπορεί να γυρίση».
- Γέροντα, το άκτιστο φως το βλέπει κανείς με τα αισθητά μάτια;
- Αν αφήσετε τις μικρότητες, θα σας πω.
- Γέροντα, μέχρι να απαλλαγούμε από τις μικρότητες, εσείς θα φύγετε...
Κάντε το σαν πνευματική ελεημοσύνη!
- Όταν ήμουν στα Κατουνάκια, στο Κελλί του Υπατίου, ένα απόγευμα,
αφού έκανα τον Εσπερινό με κομποσχοίνι, ήπια ένα τσάι και συνέχισα.
Έκανα το Απόδειπνο και τους Χαιρετισμούς με κομποσχοίνι, και ύστερα έλεγα την ευχή.
Όσο την έλεγα, τόσο έφευγε η κούραση και αισθανόμουν ξεκούραστος.
Ένιωθα μέσα μου μια χαρά, που δεν μου έκανε καρδιά να κοιμηθώ,
έλεγα συνέχεια την ευχή. Γύρω στις έντεκα την νύχτα γέμισε ξαφνικά το κελί
με ένα φως γλυκό, ουράνιο. Ήταν πολύ δυνατό, αλλά δεν σε θάμπωνε.
Κατάλαβα όμως ότι και τα μάτια μου «δυνάμωσαν», για να μπορώ να αντέξω
αυτήν την λάμψη. Όσο ήμουν σε αυτήν την κατάσταση, μέσα στο θείο εκείνο φως,
ήμουν σ’ έναν άλλον κόσμο, πνευματικό. Αισθανόμουν μια ανέκφραστη αγαλλίαση,
και το σώμα μου ανάλαφρο, είχε χαθεί το βάρος του σώματος. Ένιωθα την Χάρη του Θεού,
τον θείο φωτισμό. Θεία νοήματα περνούσαν γρήγορα από τον νου μου σαν ερωταποκρίσεις.
Δεν είχα προβλήματα, ούτε θέματα να ρωτήσω, όμως ρωτούσα και είχα συγχρόνως
και την απάντηση. Ήταν ανθρώπινα λόγια οι απαντήσεις, είχαν όμως και θεολογία,
αφού ήταν θείες απαντήσεις. Και ήταν τόσο πολλά όλα αυτά, ώστε, αν τα έγραφε κανείς,
θα γραφόταν άλλος ένας Ευεργετινός. Αυτό κράτησε όλη την νύχτα,
μέχρι τις εννέα το πρωί. Όταν πια χάθηκε εκείνο το φως, όλα μου φαίνονταν σκοτεινά.
Βγήκα έξω και ήταν σαν νύχτα. «Τι ώρα είναι; Δεν έφεξε ακόμη;»,
ρώτησα έναν μοναχό που περνούσε από εκεί. Εκείνος με κοίταξε και μου απάντησε
με απορία: «Τι είπες, πάτερ Παΐσιε;». «Τι είπα;», Αναρωτήθηκα και μπήκα μέσα.
Κοιτάζω το ρολόι και τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβή. Η ώρα ήταν εννιά το πρωί,
ο ήλιος ήταν ψηλά, κι έμενα η ημέρα μου φαινόταν σαν νύχτα!
Ο ήλιος δηλαδή μου φαινόταν ότι ίσα ίσα φώτιζε σαν να είχε γίνει έκλειψη ήλιου.
Ήμουν σαν έναν που πετιέται απότομα από το δυνατό φως στο σκοτάδι,
τόσο μεγάλη ήταν η διαφορά! Μετά από εκείνη την θεϊκή κατάσταση βρέθηκα
στην άλλη, την φυσική, την ανθρώπινη, κα ξεκίνησα να κάνω όπως κάθε μέρα το πρόγραμμά μου.
Έκανα λίγο εργόχειρο, έκανα την Ακολουθία των Ωρών με κομποσχοίνι,
μετά την Ενάτη Ώρα έβρεξα λίγο παξιμάδι για να φάω, αλλά ένιωθα σαν ζώο
που πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει, κα έλεγα μέσα μου:
«Για δες με τι ασχολούμαι! Τόσα χρόνια έτσι τα πέρασα;».
Μέχρι το απόγευμα είχα τέτοια αγαλλίαση, που δεν ένιωθα την ανάγκη να ξεκουραστώ.
Τόσο δυνατή ήταν η κατάσταση αυτή. Όλη εκείνη την ημέρα έβλεπα θαμπά ίσα ίσα
που μπορούσα να κάνω την δουλειά μου. Και ήταν καλοκαίρι ο ήλιος έλαμπε.
Την άλλη μέρα άρχισα να βλέπω τα πράγματα φυσιολογικά. Έκανα το ίδιο τυπικό,
αλλά δεν ένιωθα πια έτσι, σαν ζώο.
Με τι χαζά πράγματα περνούμε τον καιρό μας και τι χάνουμε!
Γι’ αυτό, όταν βλέπω μικρότητες, κακομοιριές, χαμένα πράγματα, πολύ στενοχωριέμαι.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σ. 244-247)