-Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ γράφει: «Ο ταπεινόφρων, όταν παρίσταται ενώπιον του Θεού, δεν θέλει να τολμήσει να προσευχηθή». Δηλαδή τι κάνει;
-Αισθάνεται τον εαυτό του ανάξιο να προσευχηθή, να συνομιλήσει με τον Θεό.
-Και τι κάνει, Γέροντα;
-Του αρκεί αυτό το ότι παρίσταται ενώπιον του Θεού.
-Γέροντα, εσείς με τι τρόπους καλλιεργούσατε την ευχή στους διαφόρους τόπους που μονάσατε;
-Χανόμουν στην ευχή! Ξέρεις τι θα πη χανόμουν; Βυθιζόμουν..., ένα γλυκό βύθισμα...
-Θέλετε να πείτε, Γέροντα, ότι χάνατε την αίσθηση του τόπου και του χρόνου;
-Ναι, χανόμουν τελείως... Για να φέρω έναν λογισμό, έπρεπε να σταματήσω την ευχή. Ξέρεις τι θα πη να βυθίζεσαι, να βυθίζεσαι... Μετά δεν θέλεις τίποτε, δεν ζητάς τίποτε.
-Γέροντα, λες μόνον το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με;»
-Δεν λες τίποτα, ποθείς την θεία θέρμη, την θεία γλυκύτητα. Σταματάει πλέον και η ευχή, επειδή ο νους έχει ενωθεί με τον Θεό και δεν θέλει με κανέναν τρόπο να φύγη από κοντά Του, τόσο ευχάριστα νιώθει. Όταν φθάση σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος, η ευχή κόβεται μόνη της. Τότε σταματάει και ο νους από την παρουσία του Θεού, παύει να λειτουργεί και το μυαλό, και η ψυχή αισθάνεται μόνον την γλυκύτητα της θείας αγάπης, της θείας στοργής και σιγουριάς, σαν το μωρό που δεν σκέφτεται τίποτε, αλλά μόνον αγάλλεται στην αγκαλιά της μάνας του. Όταν το παιδάκι λουφάζη στην αγκαλιά της μάνας, μιλάει; Είναι ένωση πλέον, επικοινωνία.
Καλή είναι η ευχή με την σιωπή, αλλά καλύτερη είναι η σιωπή με τη σιωπή:
ο νους κοντά στο Χριστό σιωπώντας.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, "Περί προσευχής", Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σ. 247-248)