ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 16
Στίχ. 19-31. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
16.24 καὶ αὐτὸς(1) φωνήσας(2) εἶπεν, Πάτερ ᾽Αβραάμ(3), ἐλέησόν(4) με
καὶ πέμψον Λάζαρον(5) ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος(6)
καὶ καταψύξῃ(7) τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ(8).
24 Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: “πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με
και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού του
και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά”.
(1) Δεν απολαμβάνει πλέον τη φροντίδα των δούλων, αλλά είναι και αυτός
ικέτης που ζητιανεύει (b).
(2) Σχετίζεται με το «από μακριά» (g). «Ύψωσε την φωνή του», το οποίο συμφωνεί
με το «από μακριά» (p).
(3) Κάνει έκκληση στη συγγένειά τους και στην πατρική του συμπάθεια.
Δεν θα σπλαχνιστεί ο Αβραάμ τα παιδιά του; (p). «Τι ονομάζεις πατέρα τον Αβραάμ,
του οποίου την ζωή δεν μιμήθηκες; Εκείνος κάθε άνθρωπο τον φιλοξενούσε
στο σπίτι του, εσύ όμως δεν φρόντισες έναν φτωχό» (Χ).
Δύο πράγματα συμπεραίνουμε από την επίκληση αυτή· πρώτον ότι οι πεθαμένοι
μπορούν στην άλλη ζωή να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον·
και δεύτερον ότι και ο πλούσιος ήταν Ιουδαίος (ο). Τίποτα δεν έθιγε πιο πολύ
τους Φαρισαίους, οι οποίοι την καταγωγή από τον Αβραάμ θεωρούσαν
ως τον όρο της σωτηρίας, από την επίκληση αυτή από το στόμα αυτού
που βασανιζόταν στον άδη. Όποιος έχει κάνει περιτομή είναι σωσμένος, έλεγαν οι ραβίνοι.
Το να έχει κάνει όμως περιτομή σήμαινε ότι είναι τέκνο του Αβραάμ (g).
(4) Έλεος ζητά. Το περιφρονούσε άλλοτε, όταν ήταν καιρός να το ζητήσει.
Τώρα που πέρασε ο καιρός του ελέους, ζητά αυτό μάταια. Αυτός ο οποίος κανένα
έλεος δεν έδειξε στο Λάζαρο, περιμένει τώρα μέσω του Λαζάρου να του σταλεί αυτό.
Όταν και οι δύο ζούσαν στη γη, δεν καταδεχόταν ο πλούσιος ούτε καν ένα βλέμμα
να ρίξει στον Λάζαρο. Τώρα τον φωνάζει ονομαστικά και ζητά την βοήθειά του. Ω! ναι·
θα έλθει ασφαλώς ημέρα, κατά την οποία εκείνοι, οι οποίοι μισούν και περιφρονούν
τον λαό του Θεού, με πολλή βιασύνη και προθυμία θα επιζητούν την συμπάθειά του.
(5) «Πρόσεξε, πόσο το βασανιστήριο τον σωφρόνισε» (Ζ). Στον άδη ταπεινώθηκε
τόσο πολύ από τις οδύνες του, ώστε θέλει έστω και μικρή ανακούφιση από οποιονδήποτε,
ακόμη και από αυτόν τον Λάζαρο (p). «Αυτός που πριν από αυτό ούτε που γύριζε,
ούτε να δει δεν ανεχόταν τον Λάζαρο… τώρα ικετεύει τον πατριάρχη… Στείλε, λέει,
τον Λάζαρο εκείνον, τον φτωχό, τον οποίο πριν από αυτό σιχαινόμουν,
στον οποίο δεν έδινα ούτε τα ψίχουλα· εκείνον χρειάζομαι τώρα, και το δάχτυλο
εκείνου ζητώ… Είδες πως τον μαλάκωσε η τιμωρία. Και δεν κάνει προς τον Λάζαρο την ικεσία,
αλλά προς τον πατριάρχη. Λογικό· διότι δεν τολμούσε ούτε να δει τον φτωχό.
Διότι σκεφτόταν, νομίζω, συλλογιζόμενος την απανθρωπιά και ασπλαχνία του,
την οποία έδειξε προς αυτόν, και υποπτευόταν ίσως ότι δεν θα τον αξίωνε ούτε απάντησης» (Χ).
(6) Να βουτήξει αυτό στο νερό, ώστε μόλις μία σταγόνα να στάξει από αυτό (g).
Και η ελάχιστη δηλαδή ανακούφιση θα είναι ευπρόσδεκτη (p). Ζητά ένα ψίχουλο μόνο
ανακούφισης μέσα στην ανυπόφορη οδύνη του (ο).
(7) Λέγεται μία φορά η λέξη. Και το καταψύχω και το οδυνώμαι που ακολουθεί είναι όροι
που χρησιμοποιούνται από τους γιατρούς (L).
(8) Είμαι σε αγωνία μέσα στη φλόγα αυτή των ακόρεστων επιθυμιών και των τύψεων,
οι οποίες αποτελούν την εισαγωγή της γέεννας της φωτιάς (p). Οι σαρκικές επιθυμίες
που φούντωσαν και τράφηκαν στη ζωή αυτή, με αχαλίνωτη ικανοποίηση, μεταβάλλονται εκεί
σε βάσανο για την ψυχή, εφόσον αυτή είναι στερημένη και από τα εξωτερικά αντικείμενα,
που τις ικανοποιούν και από το σώμα με το οποίο απολάμβανε αυτές (g). Δεν υπάρχει τίποτα
οδυνηρότερο για τα σώματα από το να βασανίζονται με φωτιά. Με αυτό λοιπόν παριστάνονται
οι αγωνίες και αθλιότητες των καταδικασμένων ψυχών.