ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ (Πατρολογία Στυλ. Παπαδόπουλου).
O γνωστικισμός ανήκει στα μεγάλα πνευματικά κινήματα της ιστορίας. Αποτελεί μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές ζητήσεως και νοσταλγίας, πάθους και ειλικρινείας για την υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου. Τα αγωνιώδη προβλήματα που πιέζουν το ανθρώπινο στήθος (τί είμεθα, πόθεν ερχόμεθα, που πηγαίνομε, τί είναι και πώς πετυχαίνεται η λύτρωση) ήσαν τα προβλήματα του γνωστικισμού. Στους κόλπους του όμως ήταν εύκολη η συνύπαρξη του πάθους και της αφελότητος, της βαθειάς θρησκευτικής νοσταλγίας και της επιφανειακής αισιοδοξίας. Έχομε δηλαδή ενώπιόν μας ένα κράμα μεγαλείου και μικρότητος, αγωνιώδους ζητήσεως και αφελούς ικανοποιήσεως, υψηλών φιλοσοφικοθρησκευτικών αντιλήψεων και λαϊκής δεισιδαιμονίας ή πίστεως. Τις τελευταίες δεκαετίες καταβάλλεται τεράστια προσπάθεια για την ιστορική και φιλοσοφική κατανόηση κι ερμηνεία του γνωστικισμού. Εν τούτοις αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε την ιστορική αρχή του φαινομένου τούτου. Αναμφιβόλως άρχισε να μορφοποιείται και να ωριμάζη κυρίως από τα μέσα του Α' μ.Χ. αιώνα παράλληλα προς την Εκκλησία μα και πολλές φορές με την επίδρασή της. Οι ρίζες του όμως ξεκινούν από τους ελληνιστικούς χρόνους, εποχή που είναι γι’ αυτόν προϊστορική. Οι Μανδαίοι στις όχθες του Ιορδάνη και ίσως ο γνωστός Σιμών ο Μάγος (μέσα Α’ μ.Χ. αι.) αποτελούν τα αρχαιότερα ιστορικά δείγματα γνωστικισμού. Δυστυχώς η απώλεια των περισσότερων σχετικών πηγών εμποδίζει την καλή ιστορική του γνώση και την τελική φιλοσοφικοθρησκευτική ερμηνεία του.
Το μέγα τούτο φαινόμενο γεννήθηκε στο κλίμα του συγκρητισμού. Η Μ. Ανατολή, αλλά και ο ελληνορωμαϊκός χώρος, αποτελούσαν στον πρώτο χριστιανικό αιώνα μία τεράστια χοάνη, στο εύρος της οποίας γνώρισαν τον εναγκαλισμό τέσσερις μεγάλοι πολιτισμοί: ο ελληνικός, ο αιγυπτιακός, ο βαβυλωνοπερσικός (ακόμη και ο ινδικός) και ο Ιουδαϊκός. Τα πνευματικά αυτά μεγέθη δεν εξέφραζαν μόνο φιλοσοφικές και κοσμολογικές αντιλήψεις αλλά και μεταφυσικά βιώματα, βαθειές θρησκευτικές εμπειρίες και πεποιθήσεις. Στην πολυσήμαντη όμως αυτή συνάντηση ή Ανατολή προσφέρει κυρίως το θρησκευτικό της πάθος και η Ελλάδα το φιλοσοφικό της λόγο. Η Ανατολή τη χωρίς όρια και μορφή νοσταλγία του θείου και η Ελλάδα τη μορφοποιητική δύναμη της φιλοσοφίας. Εγγύτεροι προσδιορισμοί είναι πολύ δύσκολοι. Σημασία έχει ότι από τη συνάντηση αυτή δημιουργήθηκε ο γνωστικισμός. Το πάθος για τη λύτρωση, η νοσταλγία του ανωτέρου, η απελπισία, η ελπίδα, η λαϊκή πίστη και αισιοδοξία υποτάχθηκαν, μορφοποιήθηκαν, έγιναν διδασκαλίες και τις περισσότερες φορές συστήματα θρησκευτικοφιλοσοφικά ή φιλοσοφικοθρησκευτικά. Η γνώση είναι το θεμέλιο του γνωστικισμού. Αλλά η γνώση αυτή, που είχε σταδιοδρομήσει ως φιλοσοφικό επίτευγμα, παίρνει τώρα και θρησκευτικό περιεχόμενο, γίνεται προϋπόθεση λυτρώσεως ή μάλλον ταυτίζεται προς τη θρησκευτική λύτρωση και αποβαίνει έτσι Γνώση.
Η θρησκευτικότης της γνώσεως στα συστήματα αυτά συνδέεται με αυτοφανέρωση ή Αποκάλυψη του θεού, που ερμηνεύεται βάσει των πλατωνικών ιδεών, του ορφισμού, των Ανατολικών κοσμολογικών αντιλήψεων κ.α. προϋποθέσεων. Παρατηρούμε δηλαδή ότι η φιλοσοφία αναζητεί την εγκυρότητα της γνώσεως στην αποκάλυψη, κάτι που φανερώνει την κόπωση και την απογοήτευση της ίδιας της φιλοσοφίας από τα επιτεύγματά της. Παράλληλα παρατηρούμε, ότι η θρησκεία ζητά να στηρίξη τη μυθολογική της γνώση, στο φιλοσοφικό λόγο, κάτι που προδίδει την αμφιβολία των θρησκειών προς την κηρυττόμενη αλήθειά τους. Και η φιλοσοφία και η θρησκεία αναζητούν νέα σταθερά ερείσματα για να πείσουν και νέους τρόπους για να βοηθήσουν τον άνθρωπο, που ερριμένος στον άπειρο κόσμο αγωνιά και σπαράσσει. Με το κίνημα του γνωστικισμού η ανθρωπότης έγινε θεατής για πρώτη φορά του απρόσμενου φαινομένου: ο φιλοσοφικός λόγος καταφάσκει και υιοθετεί την ‘αποκάλυψη’ - η θρησκευτική αλήθεια εμπλουτίζεται με φιλοσοφικές αντιλήψεις. Βασικό πρίσμα στο γνωστικισμό θεωρήσεως του θεού, του κόσμου και του κακού, είναι η διαρχία ή δυαλισμός. Διακρίνει ριζικά ύψιστη αρχή και θεότητα, τον αγαθό θεό αφ’ ενός, και τη δημιουργική δύναμη και θεότητα του κακού, τον κακό ή δημιουργό θεό αφ’ ετέρου. Ο αγαθός θεός παραμένει έξω του κόσμου, είναι απρόσιτος και αμέτοχος του κόσμου και του κακού. Ο δημιουργός θεός φέρει την ευθύνη για το φυσικό και ηθικό κακό στον κόσμο. Η άρση του κακού και η λύτρωση του ανθρώπου απαιτεί την ήττα του δημιουργού θεού και τη γεφύρωση της αβύσσου μεταξύ υψίστου θεού και ανθρώπου. Η γεφύρωση επιτυγχάνεται με σειρά όντων, τους αιώνες, που δια της απορροής προβάλλονται — γεννώνται από τον ύψιστο θεό και φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο. Πολλές φορές στο χριστιανίζοντα γνωστικισμό ο Λόγος ή ο Χριστός ή ο Ιησούς ή και η Εκκλησία αποτελούν αιώνες στην πάντα ανομοιόμορφη σειρά των ενδιάμεσων αυτών όντων. Αποτέλεσμα της ριζικής διαρχίας είναι η περιφρόνησή της ύλης και του ανθρώπινου σώματος, που συνιστά φυλακή της ψυχής (Πλάτων) και γι’ αυτό πρέπει να κατανικηθούν οι δυνάμεις του. Έτσι κατανοούνται οι ισχυρές ασκητικές τάσεις του γνωστικισμού, από τον οποίο πάντως δεν έλειψαν και οι ακριβώς αντίθετες. Ο υιός και μαθητής του Βασιλείδη Ισίδωρος π.χ. δίδασκε ότι ο τέλειος γνωστικός δικαιούται να πράττη κάθε είδους αμαρτία, διότι είναι ελευθερωμένος από όλα. Η άσκηση των γνωστικών με την τιμωρία και την υποταγή του σώματος απέβλεπε στην απελευθέρωση του θείου ή φωτεινού στοιχείου, που ενυπάρχει μεν στον άνθρωπο άλλα μένει δέσμιο του κυρίαρχου υλικού στοιχείου.
Ο γνωστικισμός, ακριβώς διότι υπήρξε δυναμικό πνευματικό φαινόμενο και αποτέλεσμα συγκρητισμού, δεν οργανώθηκε σε σύστημα ε ν ι α ί ο και σ τ α θ ε ρ ό. Τουναντίον μάλιστα, παρουσιάσθηκε με ποικίλες μορφές και τάσεις, όσοι ακριβώς ήσαν και οι μεγάλοι γνωστικοί διδάσκαλοι. Η εμφάνιση ισχυρής φιλοσοφικοθρησκευτικής προσωπικότητος στους κόλπους του γνωστικισμού σήμαινε και νέο γνωστικό σύστημα ή τουλάχιστο νέα παραλλαγή ενός εκ των παλαιών συστημάτων. Τόσο δε τα συστήματα αυτά διαφέρουν μεταξύ τους, ώστε είναι συμβατική η ανεύρεση και υπογράμμιση γενικών κοινών χαρακτηριστικών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα παραμένει αναπάντητο και το πρόβλημα περί του εάν ο γνωστικισμός είναι πρώτιστα θρησκεία ή φιλοσοφία. Σε άλλα συστήματα επικρατεί το θρησκευτικό στοιχείο και σε άλλα το φιλοσοφικό, χωρίς όμως να αποσυνδέεται η γνώση από τη λύτρωση. Το κίνημα του γνωστικισμού δεν ήταν απλώς ισχυρό στοιχείο του πνευματικού κλίματος της εποχής, κατά την οποία αναπτύχθηκε ο χριστιανισμός· ήταν και πνευματικό μέγεθος επικίνδυνο για την Εκκλησία, διότι έλαβε σε μερικές περιπτώσεις και σε μερικές χώρες (Αίγυπτο, Συρία) τόσα πολλά χριστιανικά στοιχεία, ώστε να εμφανίζεται ως αντίποδας της Εκκλησίας ή ως χριστιανικός (ή ορθότερα: χριστιανίζων) γνωστικισμός. Οι οπαδοί του χριστιανίζοντος γνωστικισμού παρουσιάζονταν έναντι των μελών της Εκκλησίας ως οι εκλεκτοί και οι καθαροί (elite), διότι δήθεν είχαν εξαιρετικά ανώτερη γνώση και καθαρότητα, πού τους εξασφάλιζε η διδασκαλία και η εγκράτειά τους. Τούτο δημιούργησε μεγάλη σύγχυση στους κόλπους της Εκκλησίας, διότι τα μέλη της δεν ήταν δυνατό να είναι όλα σπουδαίοι θεολόγοι και διότι η θεολογία της δεν είχε προλάβει να αντιμετωπίσει τα σχετικά προβλήματα. Έτσι πλήθος χριστιανών δεν μπορούσε να διακρίνη μεταξύ Εκκλησίας και χριστιανίζοντος γνωστικισμού, με αποτέλεσμα να προσχωρή εύκολα στις τάξεις του τελευταίου.
Η παραπάνω σύγχυση, την οποία έφερε ό γνωστικισμός, μεγάλωνε με την εκτεταμένη γνωστική φιλολογία, η οποία στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ήταν σαφώς ευρύτερη και πολυπληθέστερη από τη χριστιανική. Και η επίδραση σε βάρος της γνησιότητος της Εκκλησίας γινόταν ευκολώτερη, επειδή οι γνωστικοί χρησιμοποιούσαν στο λόγο τους και ποιητικές μορφές, μέσω των οποίων συγκινούσαν ασφαλέστερα τους ακροατές. Η Εκκλησία έζησε έντονη αγωνία ενώπιον των κινδύνων αυτών και αγωνίσθηκε επί δύο και πλέον αιώνες για να δείξη με σαφήνεια και θεολογική πειθώ την ψευδοχριστιανικότητα του γνωστικισμού. Τούτο μάλιστα είναι κατά κύριο λόγο έργο κι επίτευγμα της θεολογίας του αγίου Ειρηναίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες του Β' αιώνα. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι μέσω του Ειρηναίου κυρίως και του Ιππολύτου, αλλά και άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως ο Κλήμης Αλεξανδρέας, σώθηκαν τα περισσότερα και αξιολογώτερα γνωστικά κείμενα που γνωρίζαμε παλαιότερα. Οι εκκλησιαστικοί δηλαδή συγγραφείς προκειμένου να αναιρέσουν το γνωστικισμό παρέθεταν σύντομα ή μακρά αποσπάσματα γνωστικών κειμένων στα δικά τους έργα κι έτσι σώθηκε μικρό μέρος της μεγάλης γνωστικής φιλολογίας. Οι γνώσεις μας όμως για το γνωστικισμό εμπλουτίσθηκαν σοβαρά με την ανακάλυψη στο Nag Hammadi ( Άνω Αίγυπτος) κατά το 1945 σημαντικού αριθμού γνωστικών κειμένων. Οι επιφανέστεροι δάσκαλοι του γνωστικισμού υπήρξαν ο Ουαλεντίνος, ο Βασιλείδης, ο Ισίδωρος και ο Βαρδεσάνης. Οι τρεις πρώτοι έδρασαν το Β' και ο τέταρτος τον Γ' αιώνα.
Η ποικιλία των γνωστικών συστημάτων καθιστά δύσκολη τη σαφή διάκριση των σταθερών κοινών χαρακτηριστικών του γνωστικισμού. Έτσι αυτό που επιχειρούμε παρακάτω, την καταγραφή των χαρακτηριστικών αυτών, έχει μέσα του το στοιχείο της συμβατικότατος, την οποία βλέπομε, αλλά προχωρούμε χάριν του κατατοπισμού του αναγνώστη. Τα χαρακτηριστικά μάλιστα παραθέτομε βάσει της σχετικής προτάσεως του Th. Ρ. Baaren σε ειδικό για το γνωστικισμό συνέδριο (Le origini dello Gnosticismo. Colloquio di Messina 13-18 Aprile 1966, Leiden 1970, σσ. 174-180: Towars a definition of Gnosticism):
Τα βασικά στοιχεία του Γνωστικισμού.
Α) Η Γνώση δεν είναι πρώτιστα υπόθεση διανοητική, διότι βασίζεται σε «αποκάλυψη».
Β) Ο γνωστικισμός ισχυρίζεται πως κατέχει δική του αποκάλυψη, η οποία μάλιστα είναι μυστική, όπως μυστικά (απόκρυφα) κρατούσε πολλές φορές τα σχετικά με αυτή κείμενά του.
Γ) Απορρίπτει συνήθως την Παλαιά Διαθήκη ή την ερμηνεύει αλληγορικά, μολονότι δεν λείπουν ιουδαϊκά στοιχεία από το γνωστικισμό.
Δ) Ο ύψιστος θεός, η Μονάς, είναι υπερβατικό ον, απρόσιτο, αμέτοχο της δημιουργίας και ξένο προς τον άνθρωπο. Για αυτό προβάλλονται τα ενδιάμεσα όντα, οι «αιώνες», για να γεφυρώσουν την μεταξύ θεού και κόσμου άβυσσο.
Ε) Ο κόσμος αποτελεί απόλυτη απαξία, αφού δημιουργήθηκε από το δημιουργό θεό.
ΣΤ) Στον άνθρωπο συνυπάρχει το πνευματικό και το υλικό στοιχείο.
Ζ) Οι άνθρωποι γενικά είναι πνευματικοί (όσοι έχουν την πλήρη γνώση), ψυχικοί (όσοι έχουν μόνο πίστη) και σωματικοί (όσοι είναι στραμμένοι μόνο στην ύλη και για αυτό δεν μπορούν να ελπίζουν σε καμμία σωτηρία).
Η) Η γνώση είναι πολύ ανώτερη από την πίστη.
Θ) Η ριζική διαρχία οδηγεί στον αυστηρό ασκητισμό (χωρίς να λείπει και η ακριβώς αντίθετη τάση), που προϋποθέτει τέλεια περιφρόνηση του σώματος.
Ι) Ο γνωστικισμός αποτελεί είδος διαμαρτυρίας.
ΙΑ) Ο γνωστικισμός είναι θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα που απευθύνεται στους εκλεκτούς.
ΙΒ) Ο γνωστικισμός βλέπει (όταν βλέπει) δοκητικά το έργο του Ιησού στον κόσμο (έπαθε φαινομενικά κλπ.).
(Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α, σελ. 148-149)