Είδε (ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νεοκαισαρείας) ότι σ’ όλη τη χώρα κυριαρχούσε η απάτη των δαιμόνων και του αληθινού θεού δεν είχε πουθενά κτιστεί ναός, ενώ όλη η πόλη και η γύρω περιοχή ήταν γεμάτη από ιερούς βωμούς και ειδωλολατρικά αφιερώματα. Όλος ο λαός είχε αυτή τη μανία, πώς να καλλωπίζουν τους ιερούς χώρους των ειδώλων και τους ναούς και να παραμένει η ειδωλολατρία στους ανθρώπους δυναμωμένη με πομπές και τελετές και μιαρές θυσίες στους βωμούς. Όπως ένας γενναίος στρατιώτης αφού συγκρουστεί με τον επικεφαλής του στρατεύματος νικώντας τον τρέπει σε φυγή τους στρατιώτες του, έτσι κι αυτός ο μέγας άγιος άρχισε την αριστεία του από τους ίδιους τους δαίμονες. Με ποιόν τρόπο;
Βαδίζοντας το δρόμο από το έσχατο εκείνο μέρος προς την πόλη, επειδή είχε πέσει το βράδυ και έρριχνε συνέχεια δυνατή βροχή, μπαίνει σ’ ένα ναό μαζί με την ακολουθία του. Ο ναός εκείνος ήταν από τους επίσημους και εκεί γινόταν φανερή η επιφοίτηση των δαιμόνων πού λατρεύονταν στους επιμελητές του ναού, γιατί ασκούσαν τη μαντική και έδιναν χρησμούς. Μόλις μπήκε στο ιερό με τους συνοδούς του κατατρόμαξε ευθύς τα δαιμόνια με την επίκληση του ονόματος του Χριστού και με το σημείο του σταυρού καθάρισε τον μολυσμένο από τις κνίσσες αέρα. Πέρασε όλη τη νύχτα ξαγρυπνώντας όπως το συνήθιζε με προσευχή και ψαλμωδία, ώστε να μετατραπεί σέ οίκο προσευχής ο ναός ο μολυσμένος από τα αίματα του βωμού και τα αφιερώματα. Μ’ αυτον τον τρόπο πέρασε τη νύχτα του και την αυγή πάλι συνέχισε την πορεία του προς τα εμπρός.
Όταν όμως ο νεωκόρος εκτελούσε την αυγή τη συνηθισμένη υπηρεσία του στους δαίμονες, λένε ότι του παρουσιάστηκαν τα δαιμόνια και του είπαν ότι είναι άβατος γι’ αυτά ο ναός εξαιτίας εκείνου πού έμεινε μέσα. Αυτός κάνοντας κάποιους καθαρμούς και θυσίες προσπαθούσε με τέτοια πράγματα να ξαναφέρει τα δαιμόνια στο ναό. Χρησιμοποίησε όλη την πείρα του, αλλά ο ζήλος του πήγε χαμένος, αφού δεν υπάκουαν όπως πρώτα στις εκκλήσεις του τα δαιμόνια. Τότε με θυμό και οργή ο νεωκόρος ορμάει κι αρπάζει τον μεγάλο εκείνο άγιο, εκτοξεύοντάς του τις φοβερότερες απειλές κι ότι θα τον καταγγείλει στους άρχοντες και θα βιαιοπραγήσει εναντίον του· θα καταγγείλει στο βασιλιά την τόλμη του, πού τόλμησε να μπει μέσα στους ναούς ενώ ήταν χριστιανός και εχθρός των θεών, αφού την είσοδό του την αρνιόταν η δύναμη πού ενεργούσε μέσα στους ναούς και δεν εκδηλωνόταν πια στον τόπο αυτόν όπως συνήθως η μαντική ενέργεια των δαιμόνων. Αυτός όμως κατανικώντας με την ανωτερότητα του φρονήματός του το θυμό του προπέτη και άξεστου νεωκόρου και ανταλάσσοντας σ’ όλες τις απειλές του τη συμμαχία του αληθινού Θεού, έλεγε ότι έχει τόση εμπιστοσύνη στη δύναμη του υπερμάχου του, ώστε έχει την εξουσία να τους διώχνει από όπου θέλει και να τους εγκαθιστά σ’ όποιους τόπους θέλει, υποσχόμενος ότι θα του δώσει τώρα τις αποδείξεις. Ο νεωκόρος θαύμασε και αποσβολώθηκε με το μέγεθος της εξουσίας του και τον προέτρεψε να δείξει τη δύναμή του από αυτά δω τα ίδια τα δαιμόνια και να τα κάνει να εισέλθουν πάλι στο ναό. Όταν τ’ άκουσε αυτό ο μεγάλος Γρηγόριος έσκισε ένα μικρό κομμάτι από το βιβλίο και το έδωσε στο νεωκόρο, αφού χάραξε πάνω σ’ αυτό μια διαταγή. Τα γράμματα της διαταγής έλεγαν·
Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΕΕΙ ΣΤΟ ΣΑΤΑΝΑ, ΜΠΕΣ ΜΕΣΑ.
Ο νεωκόρος πήρε το βιβλίο και το έβαλε επάνω στο βωμό κι έπειτα προσφέροντας τις συνηθισμένες τους κνίσσες και δυσωδίες είδε πάλι αυτά πού έβλεπε προηγουμένως, πριν εκδιωχθούν οι δαίμονες από τον ναό των ειδώλων. Όταν έγιναν αυτά κατάλαβε ότι
ο Γρηγόριος διαθέτει μια θεία δύναμη, χάρη στην οποία φάνηκε πιο δυνατός από τα δαιμόνια. Τον πρόλαβε κυνηγώντας τον πάλι, πριν εισέλθει στην πόλη, και αξίωσε να τον πληροφορήσει για το μυστήριο και ποιος είναι αυτός ο Θεός πού έχει υποχείριά του τη φύση των δαιμόνων. Κι όταν ό μεγάλος άγιος του εξήγησε με συντομία το μυστήριο της χριστιανικής πίστης, ο νεωκόρος βρέθηκε φυσικά στην κατάσταση του αμύητου στα θεία· θεώρησε κατώτερο από την ιδέα του Θεού να πειστεί ότι το θείο φανερώθηκε στους ανθρώπους μέσα στη σάρκα. Εκείνος του είπε ότι η πίστη σ’ αυτό δεν βεβαιώνει τη δύναμή της από τα λόγια, αλλά πιστοποιείται από τα θαύματα πού έγιναν, και τότε ο νεωκόρος του ζήτησε να δει ακόμη κάποιο θαύμα από αυτόν, κι όταν αυτό γινόταν, με αυτό το θαύμα θα προχωρούσε στην αποδοχή της πίστης. Τότε, λέγεται, ότι ο μεγάλος εκείνος άγιος έκανε το πιο απίστευτο από όλα μέγα θαύμα. Του ζήτησε ο νεωκόρος ένας βράχος ευμεγέθης πού ήταν εκεί μπροστά τους να μετακινηθεί χωρίς ανθρώπινο χέρι, αλλά με μόνη τη δύναμη της πίστης με πρόσταγμα του Γρηγορίου να μετατοπιστεί σέ άλλη θέση. Χωρίς να αναβάλει καθόλου ο μεγάλος εκείνος άγιος πρόσταζε αμέσως το βράχο, σα να είχε ψυχή, να μετακινηθεί σ’ εκείνη τη θέση, που υπέδειξε ο νεωκόρος του ναού. Όταν αυτό έγινε, πίστεψε αμέσως ο άνθρωπος εκείνος κι εγκατέλειψε τα πάντα, τη γενιά του, το σπίτι του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους φίλους, την ιερωσύνη του στο ναό, την εστία, τα κτήματα, θεωρώντας σπουδαιότερο από όλα αυτά να είναι μαζί με τον άγιο και να συμμερίζεται τους κόπους του και τη θεία εκείνη φιλοσοφία και παιδεία. (Γρηγορίου Νύσσης ΕΠΕ τομ. 9 σελ.419-423)