Στο Γένισεικ ο επίσκοπος Λουκάς έζησε και μια θαυμαστή εμπειρία. Επρόκειτο να λειτουργήσει και ήλθε στο σαλόνι του διαμερίσματος, που είχε πρόχειρα διαμορφώσει σε ναό. Μπαίνοντας στο σαλόνι, βλέπει ξαφνικά απέναντί του έναν άγνωστο ηλικιωμένο μοναχό.
Ο μοναχός μόλις τον αντίκρισε ξαφνιάστηκε, πάγωσε! Σάστισε τόσο πολύ που ούτε καν υποκλίθηκε μπροστά στον επίσκοπο.
Πέρασαν λίγα λεπτά σιωπής και κάπως συνήλθε. Ο επίσκοπος Λουκάς τον πλησίασε και τον ρώτησε: – Ποιος είσαστε και από που ήρθατε;
Ο μοναχός απάντησε: – Σεβασμιώτατε, είμαι ο μοναχός Χριστόφορος και ήρθα από το Κράσνιαρσκ.
Οι εκκλησίες εκεί έχουν καταληφθεί από τους σχηματικούς και οι πιστοί δεν θέλουν να πηγαίνουν με τους άπιστους ιερείς. Αποφάσισαν λοιπόν να με στείλουν στην πόλη Μίνουσικ, 300 χιλιόμετρα νότια από το Κρασνογιάρσκ, σ΄ έναν ορθόδοξο επίσκοπο να με χειροτονήσει ιερέα.
Όμως τα πράγματα μου ήρθαν κάπως παράξενα. Μια φωνή μέσα μου και μια ανεξήγητη δύναμη με ωθούσε να έρθω εδώ.
Ο επίσκοπος Λουκάς απόρησε και τον ξαναρώτησε: – Και γιατί ξαφνιάστηκες και σάστισες όταν με είδες;
Η απάντηση του μοναχού Χριστοφόρου άφησε έκπληκτο τον επίσκοπο:
– Μα πώς να μην ξαφνιαστώ; Πριν 10 χρόνια είδα ένα όνειρο, το οποίο έμεινε ολοζώντανο στη μνήμη μου, σαν να το βλέπω τώρα.
Είδα πως ήμουν σε ένα ιερό ναό κι ένας άγνωστος σε μένα αρχιερέας με χειροτόνησε ιερομόναχο. Μόλις μπήκατε μέσα εδώ και σας αντίκρυσα, σας αναγνώρισα. Είσαστε αυτός που πριν δέκα χρόνια είδα σ΄αυτό το όνειρο!
Ο μοναχός Χριστοφόρος συγκινημένος έκανε εδαφιαία μετάνοια στον έκπληκτο επίσκοπο.
Εκείνος διέκρινε καθαρά το Χέρι του Θεού στο θαυμαστό αυτό γεγονός και χειροτόνησε το μοναχό Χριστόφορο σε διάκονο και έπειτα σε ιερέα στέλνοντάς τον να ποιμάνει κάτω από τόσες αντίξοες συνθήκες τον πιστό λαό του Θεού.
«Δέκα χρόνια πριν, όταν με είχε δει ο μοναχός Χριστόφορος, εγώ ήμουν ένας δημόσιος χειρουργός στο Ζάλεσκι και δεν σκεφτόμουν ούτε την ιεροσύνη, ούτε πολύ περισσότερο την αρχιεροσύνη. Για τον Κύριο όμως, τότε είχα ήδη γίνει επίσκοπος. Άγνωστοι οι Βουλαί του Κυρίου!».
Ο Άγιος υπέγραψε και το χειροτονήριο έγγραφο: «Με το παρόν βεβαιώνω ότι ο μοναχός Χριστοφόρος, τον Μάρτιο του 1924 χειροτονήθηκε από μένα ιεροδιάκονος και ιερομόναχος για το ποίμνιο του Κρασνογιάρσκ, που διεφύλαξε την πίστη προς τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Τύχωνα και δεν προσχώρησε στο εκκλησιαστικό σχίσμα. Ο ιερομόναχος πρέπει να φροντίσει για την ίδρυση ενορίας στο Κρασνογιάρσκ. Λόγω έλλειψης αρχιερατικής σφραγίδας, επιθέτω την ιατρική μου σφραγίδα.
Ταπεινός Λουκάς Επίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν
20 Μαρτίου 1924 – Γενισέισκ».
(από το βιβλίο του μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου (Αντωνόπουλου), "Αρχιεπίσκοπος Λουκάς. Ένας άγιος Ποιμένας και γιατρός χειρουργός")