Περίμεναν λοιπόν αρκετή ώρα οι κακοποιοί, ώσπου να συγκεντρωθεί στην εκκλησία το θεοσύλλεκτο εκείνο ποίμνιο με το μακάριο ποιμένα του Θεοδόσιο [του Κιέβου] και μόλις άρχισαν οι ορθρινοί ψαλμοί όρμησαν σαν άγριο θηρίο εναντίον τους. Όταν όμως έφτασαν μπροστά στο ναό, αναχαιτίσθηκαν από ένα φοβερό θαύμα: Ο ναός μαζί με όσους βρίσκονταν μέσα, άρχισε ν’ αποχωρίζεται από το έδαφος. Ανυψώθηκε στον αέρα σε τέτοιο ύψος, ώστε δεν μπορούσαν να τον φτάσουν. Οι πατέρες που ήταν μέσα δεν κατάλαβαν τίποτε.
Οι ληστές μπροστά στο θαύμα, κυριεύτηκαν από μεγάλο φόβο και γύρισαν τρέμοντας στα σπίτια τους. Από τότε μετανόησαν και πήραν την απόφαση να μην ξανακάνουν κακό σε άνθρωπο. Ο αρχιληστής μάλιστα ήρθε με τρεις άλλους ληστές στη μονή κι εξομολογήθηκε στον όσιο όσο συνέβησαν.
Εκείνος, μόλις τ’ άκουσε, δόξασε το Θεό, που κι αυτούς τους έσωσε από φρικτό θάνατο, αλλά και τα πράγματα της εκκλησίας προστάτεψε. Οι ληστές, αφού άκουσαν λόγους σωτήριας, έφυγαν δοξάζοντας κι ευχαριστώντας το Θεό και τον όσιό Του. (Πατερικόν των Σπηλαίων του Κίεβου», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου. σελ.52)