Ένας βογιάρος [μέλος της ρωσικής φεουδαρχικής τάξης], άπληστος και βίαιος, ο Θεόδωρος, σκεπτόμενος ότι ο πρώην ηγούμενος της Μονής Σιμονώφ θα είχε φέρει μαζί του πολλά πλούτη, έστειλε την νύχτα ληστές να λεηλατήσουν την μονή [της Λευκής Λίμνης]. Πλησιάζοντας στον άγιο τόπο, οι κακοποιοί είδαν πλήθος από τοξότες που την φύλαγαν άγρυπνοι, ενώ την επόμενη νύχτα υπήρχε εκεί μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων πού έμοιαζαν με φοβερούς πολεμιστές. Το έβαλαν στα πόδια τρομοκρατημένοι και διηγήθηκαν τα συμβάντα στον βογιάρο, ο όποιος έστειλε έναν υπηρέτη στο μοναστήρι για να μάθει αν κάποιο σπουδαίο και ισχυρό πρόσωπο είχε φθάσει εκεί με την συνοδεία του. Του απάντησαν ότι εδώ και μία εβδομάδα κανένας επισκέπτης δεν είχε έλθει στην μονή. Ο Θεόδωρος κατάλαβε τότε ότι ο Θεός και οι άγγελοί του φύλαγαν το μοναστήρι. Μετέβη λοιπόν στον όσιο για να του ομολογήσει το δόλιο σχέδιο του. Ο άγιος Κύριλλος του απάντησε:
– Πίστεψε με, Θεόδωρε, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνο τούτο το σχισμένο ράσο που βλέπεις να φορώ και μερικά βιβλία.(Ο όσιος Κύριλλος της Λευκής Λίμνης γεννήθηκε στη Μόσχα. Γιορτάζει στις 9 Ιουνίου) Από τον «Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», των εκδόσεων Ίνδικτος.