(αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τόμ. 37,σελ.59-63)
Ας συνεχίσωμε να μιλάμε γι’ αυτόν [τον αυτοκράτορα Ιουλιανό] κι ας μην του αξίζει. Κι έπειτα όπου γίνεται λόγος για τους μάρτυρες εκεί υπάρχει ντροπή για τους ειδωλολάτρες. Ο βασιλιάς αυτός λοιπόν ανέβαινε στη Δάφνη και συχνά ενοχλούσε τον Απόλλωνα παρακαλώντας, ικετεύοντας, εκλιπαρώντας τον, να του δώση κάποιο χρησμό για το μέλλον του. Τι έκανε λοιπόν ο μάντης, ο μεγάλος θεός των ειδωλολατρών;
Οι νεκροί μ’ εμποδίζουν, είπε, να λαλήσω, γι’ αυτό σπάσε τα μνημεία, βγάλε τα οστά, πήγαινε τους σ’ άλλον τόπο. Τι πιο ανόσιο πρόσταγμα μπορούσε να γίνη;...Κι’ ότι αυτά ήταν δικαιολογία και πρόφαση κι’ ότι φοβόταν τον μακάριο Βαβύλα, είναι φανερό απ’ όσα έπραξε ο βασιλιάς.Γιατί άφησε όλους τους άλλους νεκρούς και μετακίνησε εκείνο μόνο τον μάρτυρα.Κι’ είναι φανερό πως αν τον αποστρεφόταν, κι’ αν δεν τα έκανε αυτά από φόβο, έπρεπε να προστάξη να κομματιάσουν τη λειψανοθήκη, να την πετάξουν στη θάλασσα, να την στείλουν στην έρημο, μ’ ένα κάποιο τρόπο καταστροφής να την εξαφανίσουν.Αυτό θάκανε αν ένοιωθε αποστροφή. Έτσι έκανε ο Θεός όταν μιλούσε στους Εβραίους για τα συχαμερά είδωλα των εθνών. Πρόσταξε να συντρίψουν τ’ αγάλματά τους, κι’ όχι να μεταφέρουν τα βρωμερά είδωλα από τα προάστεια στις πολιτείες.
Ο μάρτυρας [ιερομάρτυρας Βαβύλας] λοιπόν μεταφερόταν, μα ο θεός τους ούτε έτσι δεν ησύχαζε, αλλά μάθαινε τώρα ότι το να μετακινήση τα οστά του μάρτυρα είναι δυνατό, αλλά το να ξεφύγη από τα χέρια του μάρτυρα είναι αδύνατο.
Γιατί καθώς μεταφερόταν η λειψανοθήκη στην πόλη, έπεφτε κεραυνός από τον ουρανό στην κεφαλή του ξοάνου και κατάκαιε τα πάντα [στο ναό του θεού Απόλλωνα].Τότε βέβαια, αν όχι πιο πριν, ήταν φυσικό να οργισθή ο ασεβής βασιλιάς [αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης], και να ξεσπάση την οργή του στο μαρτύριο του μάρτυρος.Αλλά ούτε τότε δεν τόλμησε. Τόσο μεγάλο φόβο ένοιωθε, που έβλεπε την πυρκαγιά ν’ απλώνεται επικίνδυνα, ήξερε καλά την αιτία της, αλλά καθόταν ήσυχος.Και δεν είναι μόνο αυτό θαυμαστό, ότι δεν κατάσκαψε το μαρτύριο, αλλά ότι δεν ετόλμησε ούτε τη στέγη να ξαναβάλη πάλι στο ναό. Ήξερε δηλαδή, ήξερε ότι το χτύπημα το έστειλε ο Θεός και φοβόταν μη σκεφθή κάτι περισσότερο και προκαλέση τη φωτιά πάνω στο δικό του κεφάλι.Γι’ αυτό ανεχόταν να βλέπη το ναό του Απόλλωνος να έχη πέσει σε τόση ερημιά. Γιατί δεν υπήρχε καμιά άλλη αιτία να μη διορθώση αυτό που είχε γίνει, παρά μόνο ο φόβος.Από φόβο καθόταν ήσυχος χωρίς να θέλη, και μάλιστα ξέροντας πόση ντροπή αφήνει νάχη ο θεός Απόλλων και πόση τιμή στον μάρτυρα.Γιατί και τώρα ακόμα στέκονται οι τοίχοι σαν τρόπαια και φωνάζουν πιο δυνατά κι από σάλπιγγα, σ’ αυτούς που βρίσκονται στη Δάφνη, σ’ αυτούς που είναι στην πόλη, σ’ αυτούς που έρχονται από μακρυά, στους σύγχρονους, σ’ όσους θάρθουν μετά από μας, όλα τα μαθαίνει κανείς όταν βλέπη τους τοίχους αυτούς, την πάλη, τη συμπλοκή, τη νίκη του μάρτυρα.