«Κάποιο μέρα, μετά τη θεία λειτουργία, περίπου στις 12 το μεσημέρι, καθόμουν στο κελί μου κι έφτιαχνα πάλι κουτάλια. Ή καρδιά μου θλιβόταν για τον τρομερό Κριμαϊκό πόλεμο. Έξαφνα ακούω κάποιον έξω από την πόρτα του κελιού μου να λέει την ευχή:
«Δι’ ευχών των άγιων πατέρων ημών Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς». Ή φωνή είναι γυναικεία λεπτή και καθαρή. Ακούω και σωπαίνω. Ξέρω ότι – καμιά γυναίκα δεν έρχεται ποτέ στο κελί μου και γι’ αυτό σωπαίνω. Ακούω την ευχή δεύτερη φορά• σωπαίνω. Τρίτη φορά, πάλι σωπαίνω. Τότε, η πόρτα ανοίγει μόνη της, ενώ εγώ πάντοτε είχα τη συνήθεια να την κλείνω από μέσα με το γάντζο, και εισέρχονται στο κελί μου τρεις γυναίκες. Μόλις μπήκαν, στάθηκαν μπροστά στην εικόνα της, Παναγίας της Τριχερούσας, έκαναν τον σταυρό τους και τρεις μετάνοιες. Εγώ συνεχίζω να κάθομαι, χωρίς να τούς δίνω προσοχή. Σκέπτομαι με θυμό: πώς τόλμησαν αυτές οι γυναίκες να έλθουν σε μένα το μοναχό και μάλιστα άγνωστες: Αυτές, αφού προσευχήθηκαν λίγο, γυρίζουν και μου λένε:
—Να σε σώζει ό Κύριος, πάτερ.
Βλέπω πώς είναι ντυμένες απλά και φορούν μαντήλι στο κεφάλι τους, όπως όλες οι γυναίκες του λαού. Ή μεγαλύτερη απ’ αυτές μου λέει:
—Ήλθαμε, πάτερ, να σε πάρουμε μαζί μας, για να πάμε στην Κριμαία να περιποιηθούμε τούς πληγωμένους και βασανισμένους στρατιώτες.
Τότε πια σηκώθηκα και τούς είπα:
—Μα πώς μπορώ να πάω τόσο μακριά, και μάλιστα, χωρίς να έχω διαβατήριο;
—Μόνο να έχεις την αγάπη προς το Θεό και ό Θεός μπορεί να τα κάνη όλα, μου απάντησε ή πρώτη δεν χρειάζονται χαρτιά. Πάμε να τούς ανακουφίσουμε λίγο και μην παίρνεις τίποτε μαζί σου τα έχουμε φροντίσει όλα. Πάρε μόνο δύο- τρεις πετσέτες για να πλένεις, να σκουπίζεις και να περιποιέσαι τις πληγές τους. Όλα τ’ άλλα τα έχουμε.
—Πώς όμως, θα γίνει αυτό; Γιατί αν οι αδελφοί με δουν μαζί με γυναίκες, θα σκανδαλιστούν
—Όχι, δεν θα μάς δη κανείς. Θα κάνουμε το έργο της άγιας υπακοής, θα υπηρετήσουμε τούς αρρώστους και θα γυρίσουμε απόψε.
Άς προσευχηθούμε λοιπόν στον Κύριο και Θεό για να μάς δώσει τη δύναμη και βοήθεια να τον υπηρετήσουμε στο πρόσωπο των δούλων του, πού είναι στρατιώτες και πολεμάνε για το άγιο όνομά Του και την άγια πίστη Του. Λέγε εσύ την προσευχή, μου είπε.
Κι εγώ είπα το «’Άξιον εστί», ενώ όλες έκαναν τον σταυρό τους και μετάνοιες. Συνέχισα «Δόξα Πατρί και Υίώ και Άγίω Πνεύματι και νυν…» μέχρι τέλος και πάλι βάλαμε μετάνοια. «Κύριε ελέησον» τρεις φορές, «εύλόγησον», μετάνοια. “Δι’ ευχών των άγιων πατέρων ημών…», μετάνοια, αμήν. Ή πρώτη λέει «Κύριε εύλόγησον την οδόν». Όλες πάλι έκαναν τον σταυρό τους και βγήκαν έξω. «Έκλεισα το κελί και τις άκολούθησα. Βγήκαμε στην αυλή κι αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε. Σε λίγο γύρισα πίσω και δεν είδα πιάτο κελί μου. Κοιτάζω μπροστά και βλέπω ένα μεγάλο κτίριο, στον τοίχο τού όποιου ήταν γραμμένο: Έδώ είναι το νοσοκομείο των στρατιωτών, πού πληγώθηκαν για το Χριστό, την πίστη την άγια και τη θεοφύλακτη πατρίδα μας Ρωσία».
—Δόξα τω Θεώ, φθάσαμε, είπε ή πρώτη.
Μπήκαμε, σ’ ένα φωτεινό και μακρύ διάδρομο, πού δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν θάλαμοι με κρεβάτια καθαρά και μαλακά. Στον πρώτο θάλαμο βρίσκονταν οι βαριά πληγωμένοι: άλλος δεν έχει χέρι, άλλος πόδι, άλλος έχει ανοιγμένα σπλάγχνα, άλλος
είναι χωρίς σαγόνι, μύτη, μάτι, κάποιου το κεφάλι είναι ανοιγμένο…
Μόλις μπήκαμε στον πρώτο θάλαμο ή μεγάλη μου λέει: «Πρόσεξε, ότι θα κάνουμε εμείς να κάνης και εσύ σκοπός μας είναι να ανακουφίσουμε και να παρηγορήσουμε τούς πληγωμένους».
Ετοιμάσθηκε πρώτη, πλησίασε έναν τραυματία, έβαλε στη λεκάνη νερό, κι αφού έπλυνε τις πληγές μ’ ένα σφουγγάρι, τις σκούπισε με την καθαρή πετσέτα την όποια είχε μαζί της. Έπειτα έβγαλε από την σακούλα της κάποια αλοιφή και άλειψε τις πληγές. Τέλος τού έπλυνε το πρόσωπο, τον σκούπισε και τον χτένισε. Όλα τα έκανε επιδέξια και γρήγορα, κι αμέσως πηγαίνει σε άλλον άρρωστο. Τα ίδια κάνει και μ’ αυτόν. Αν κάποιος έχει σπασμένο χέρι ή πόδι, το διορθώνει• αν έχει βγαλμένα έξω τα εντόσθια, τα πλένει με καθαρό νερό και τα βάζει στη θέση τους. Αφού περιποιηθεί κάθε τραυματία, τον σταυρώνει, του δίνει να πιει καθαρό νερό, του λέει λίγα λόγια παρηγοριάς και πηγαίνει σ’ άλλον. “Όταν έχει τελειώσει τον τρίτο, γυρίζει και μου λέει:
—Είδες, πώς κάνω; Στάσου έδώ ανάμεσα σε μένα και τη μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, κοίτα κι ότι κάνουμε εμείς, κάνε και σύ. Μη σιχαίνεσαι και μην περιφρονείς κανέναν, αλλά να παρηγορείς όλους τούς, πληγωμένους ανεξαιρέτως. Τότε στρέφεται σ’ εκείνη πού ονόμασε άγια Βαρβάρα και της λέει: άγια μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, να τον παρακολουθείς, να τον βοηθάς και να τον διορθώνεις στην άγνοιά του, για να υπηρετήσει καλά τούς τραυματίες εις δόξα θεού.
Μου υπέδειξε στη συνέχεια κάποιον πληγωμένο εγώ τον πλησίασα, τον ξεσκέπασα, έβγαλα το πουκάμισό του και είδα έντρομος ότι ήταν όλος σχισμένος από πάνω μέχρι κάτω και τα εντόσθια του χυμένα έξω τόσο φοβήθηκα, πού έχασα τις αισθήσεις μου. Αμέσως ή μεγαλομάρτυς Βαρβάρα έπιασε το αριστερό χέρι μου και λέει στην πρώτη: «Πολυέλεη Δέσποινα, μητέρα τού Θεού και Κυρία όλων μας, βλέπεις ότι λιποθύμησε• δυνάμωσέ τον, για να υπηρετεί τον Κύριο, τον γλυκύτατο νυμφίο μου Ιησού Χριστό, πού αγάπησα με όλη την καρδιά μου και τού παρέδωσα ολόκληρο τον εαυτό μου».
Τότε εγώ κατάλαβα ποιά ήταν αυτή ή πρώτη και ποιά ή δεύτερη και σκίρτησε ή καρδιά μου. Τα είχα χαμένα. Δεν καταλάβαινα, που βρίσκομαι. Στρέφεται λοιπόν, ή Παναγία και λέει προς την τρίτη:
—Αγία Μεγαλομάρτυς Αλεξάνδρα, βοήθησε λίγο και σύ αυτό το μικρόψυχο μοναχό, πού Θέλει να δώσει τη ζωή του για το όνομα τού Κυρίου Ιησού Χριστού, και για την εκκλησία. Ηλθε μαζί μας εδώ να υπηρετήσει τούς τραυματίες, αλλά μόλις είδε τις πληγές τους φοβήθηκε κι έσβησε.
—Δεν υπάρχει, Δέσποινά μου, απάντησε ή αγία Αλεξάνδρα, άνθρωπος, πού να έχει τη Χάρι τού Κυρίου Ιησού Χριστού, την όποια έχεις εσύ. Όλοι είναι φτωχοί και αδύναμοι. Εσύ λοιπόν, ευλόγησε και ενίσχυσε τον δώσε του άφθονη Χάρι, δύναμη, διάκριση, υπομονή και σοφία.
Τότε ή Δέσποινά μας με πλησίασε, με σταύρωσε τρεις φορές και μού είπε:
—Από δώ και πέρα θα είναι μαζί ο ου και με όλα τα έργα σου ή Χάρι μου, για να υπηρέτης με αγάπη και ευσέβεια το Θεό και τον πλησίον, επειδή αγαπά πολύ εκείνους πού υπηρετούν τούς πονεμένους και Θλιμμένους ανθρώπους. Κάνε, λοιπόν, τον κόπο αυτής της διακονίας μαζί μας και ό Θεός να σ’ ευλόγηση
Με αυτά τα λόγια ζωντάνεψε το πνεύμα μου και ξανάρχισα την περιποίηση των τραυματιών χωρίς φόβο, αλλά με Θάρρος και χαρά. Είχα δεξιά μου την Παναγία Δέσποινα Θεοτόκο κι αριστερά την άγια μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα. Ή Δέσποινα ρώτησε τον πρώτο τραυματία, πώς λέγεται κι αυτός απάντησε, Βασίλειος. Μου λέει λοιπόν ή Παναγία: «Βάλε το όνομά του μέσα στην καρδιά σου και τη μνήμη σου. Θα έλθει κάποτε, εκεί πού θα βρίσκεσαι. Όταν έλθει, να του δώσεις την ευλογία σου στο όνομα του Κυρίου». Και πράγματι. Μετά από καιρό ήλθε εδώ στη μονή, εξομολογήθηκε και κοινώνησε των θείων μυστηρίων. Με αναγνώρισε και θυμήθηκε όσα έγιναν τότε: ότι ήταν πολύ πληγωμένος, τί ένιωθε και τί άκουγε. Μου εξήγησε ότι ήλθε, γιατί σε κάποιο όνειρο του δόθηκε εντολή να έλθει στο Κίεβο, για να με βρει. Εγώ όμως, έκανα πώς δεν ξέρω τίποτε, για να μη διαδοθεί ή φήμη μεταξύ των ανθρώπων. Έμεινε μερικές μέρες κι έφυγε με ειρήνη.
Γρήγορα λοιπόν, και με επιτυχία τελειώσαμε αυτό το θάλαμο, περιποιηθήκαμε όλους τούς αρρώστους και πήγαμε σ’ άλλον, έπειτα σε άλλον και σε άλλον και τέλος στο θάλαμο αναρρώσεως. Εκεί ή Δέσποινα, αφού τούς ευλόγησε όλους τούς παροτρύνε να έχουν πίστη στο Θεό, υπακοή στην Εκκλησία και να αγωνίζονται για τη σωτηρία του πλησίον τους. Στη συνέχεια επισκέφτηκε όλα τα συντάγματα, όπου ευλόγησε και παρηγόρησε όλους τους φιλόχριστους στρατιώτες. Επισκέφτηκε ακόμη τη Σεβαστούπολη, τη Συμφερούπολι, το Μπαχτσισαράι και το Καρασουμπαζάρι, κοντά στο μαύρο ποταμό, όπου οι στρατιώτες μας ήταν στα χαρακώματα.
Έπειτα απ’ όλα αυτά επιστρέψαμε στο Κίεβο. Μπήκαμε στο κελί μου και ή άγια μεγαλομάρτυς Βαρβάρα είπε:
—Είναι μία μετά τα μεσάνυχτα. Προσευχηθήκαμε στον Κύριο και βάλαμε τρεις μετάνοιες.
—Να τα θυμάσαι όλα αυτά, μου είπε τότε ή Δέσποινα μην τα ξεχάσεις, θα σου χρειαστούν. Όταν έλθει ό καιρός, το Πνεύμα το Άγιο θα έμπνευση τις ψυχές και καρδιές πολλών ανθρώπων, ανδρών και γυναικών διαφόρων ηλικιών, τάξεων, αξιωμάτων και θρησκευμάτων να έλθουν σ’ εσένα. Μην αρνηθείς τη βοήθειά σου σ’ αυτούς και μην απεχθάνεσαι κανέναν, επειδή κεφαλή όλων είναι ό Χριστός και όλοι είναι δικά Του μέλη. Να υπηρέτης με αγάπη το Θεό και τον πλησίον να συμπονάς όλους, να παρηγορείς τούς βασανισμένους και απελπισμένους ανθρώπους. αφού και εσύ έχεις περάσει πολλά να έχεις ταπεινοφροσύνη και υπομονή και να ευχαριστείς για όλα τον Κύριο. Φρόντισε να εκτελείς πιστά το καθήκον σου επειδή γι’ αυτό το έργο σε κάλεσε. Ή ειρήνη τού Θεού να είναι μαζί σου», μου ευχήθηκε και με σταύρωσε τρεις φορές.
Τότε έκθαμβος είδα την Κυρία Θεοτόκο με τις δύο αγίες, όχι πια με απλά και φτωχικά. αλλά μέσα σε δόξα, ομορφιά κι ολόλαμπρο φως πού δεν μπορεί να τα περιγράψει ή ανθρώπινη γλώσσα.
Ζήτησα τις ευχές και το έλεος της Δέσποινας για μένα και για όλα τα έργα μου, καθώς και των δύο μεγαλομαρτύρων Βαρβάρας και Αλεξάνδρας.
—Ξέρουμε την αδυναμία σου, μου απάντησαν εκείνες, γι’ αυτό να καταφεύγεις στον Κύριο και στην Παναγία Δέσποινα Θεοτόκο, πού είναι ή μητέρα όλων και δίνει τη σκέπη, τη Χάρι και την παρηγοριά. Έχεις διαβάσει στους βίους μας, πώς υπομείναμε τα βάσανα από το διάβολο και τούς υπηρέτες του για την αγάπη του Χριστού. Είδες πώς ό Κύριος των δυνάμεων δοξάσθηκε στ αδύνατα γυναικεία σώματά μας και στις ροές του αίματος μας. Αλήθεια, θαυμαστός είναι ό Κύριος εν τοις άγίοις αυτού! Αμήν.
Ή Δέσποινα μού έδωσε και πάλι την ειρήνη και εύλογία και βγήκε από το κελί μου μαζί με τις δύο άγιες- τις συνοδέυσα λίγο κι εγώ.
—Στην εκκλησία τελείται ή πρωινή δοξολογία του Θεού.
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της Παναγίας…
Καθώς επέστρεφα στο κελί, σκεπτόμουν πόσο αφηρημένος ήμουν, ώστε από την έκπληξη μου δεν άναψα το κερί, ενώ ήταν νύκτα. Μόλις μπήκα όμως, είδα το κελί μου πολύ φωτισμένο το κερί ήταν στη θέση του, αλλά σβηστό κι όμως, το φώς στο δωμάτιό μου ήταν λαμπερό. Πόσο φτωχός ήμουν στο μυαλό, πού δεν μπορούσα τότε να καταλάβω… Θεωρώ τώρα και θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου ανόητο σε όλα. Ό Κύριος και Θεός μου, ή Παναγία μήτε ρα Του και όλοι οι άγιοι δείχνουν σε μένα τα μεγάλα τους ελέη και τη Χάρι τους, μα εγώ είμαι αχάριστος σ’ αυτούς. Φόρεσα το μανδύα και πήγα στην εκκλησία. Ήταν δύο ή ώρα τα μεσάνυχτα» (Ο Στάρετς Ιωνάς του Κιέβου, σελ. 55)