α) Οι υβρισταί της Παλαιάς Διαθήκης κατηγορούν τον Αβραάμ ότι σε περίοδο πείνας στην περιοχή της Παλαιστίνης φεύγει και πηγαίνει στην Αίγυπτο. Προκειμένου δε να γλυτώση τη ζωή του και να πάρει ως αντάλλαγμα κάποια πρόβατα, μοσχάρια, όνους και δούλους, λέγει ψέματα στους Αιγυπτίους ότι η ωραιότατη Σάρρα δεν είναι σύζυγος, αλλά αδελφή του. Συμβουλεύει δε και αυτήν να ειπή ψέματα (βλ. Γεν. ιβ'[12] 10-19).
H σχετική αυτή διήγηση της Γενέσεως φέρει έντονα τα χαρακτηριστικά μιας εποχής στην οποία δεν δεσπόζει η ηθική του Ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης· μιας εποχής στην οποία η συνείδηση των ανθρώπων δεν απέρριπτε πάντοτε το ψέμα και η ζωή του συζύγου ήταν περισσότερο πολύτιμη από την τιμή της συζύγου. Επομένως την όλη διαγωγή του Αβραάμ δεν πρέπει να την κρίνουμε με τον χριστιανικό νόμο της Καινής Διαθήκης και τα μέτρα των σημερινών καιρών.
Όταν ο Αβραάμ ολιγοπίστησε, έχασε και το θάρρος του. Γι' αυτό φοβάται για τον εαυτό του και για την σύζυγό του. Η συμβουλή όμως του Αβραάμ προς τη Σάρρα είχε στοιχείον αλήθειας. Η Σάρρα ήταν αδελφή του «εκ πατρός», ανεψιά ή ετεροθαλής αδελφή του (πρβλ. Γεν. κ' [20] 12). Διότι οι λέξεις «αδελφός» / «αδελφή» έχουν ευρύτερη έννοια στην Αγία Γραφή και σημαίνουν τον εξάδελφο / εξαδέλφη, και τον ανεψιό / ανεψιά, (βλ. Γεν. ιγ' [13] 8. Ματθ. ιγ' [13] 53-56. Ιω. ζ' 3). Η Σάρρα κατά τους Εβραίους ταυτίζεται προς την Ιεσχά, που ήταν κόρη του Αρράν (αδελφού του Αβραάμ) και αδελφή του Λωτ και της Μελχά (Γεν. ια' [11] 29). Ο Λωτ άλλοτε ονομάζεται «αδελφός» (Γεν. ιγ' [13] 8) και άλλοτε «αδελφιδούς» (Γεν. ιδ' [14] 16) του Αβραάμ, δηλαδή ανεψιός του. Κατ’ άλλους η Σάρρα δεν πρέπει να ταυτισθεί με την Ιεσχά. Διότι η Σάρρα ήταν ετεροθαλής αδελφή του Αβραάμ, θυγατέρα του Θάρα, από άλλη όμως σύζυγο (βλ. Γεν. κ' [20] 12). Γάμοι μεταξύ στενών συγγενών επετρέποντο τότε για λόγους θρησκευτικούς (βλ. Γεν. κδ' [24] 3-4. κη' [28] 1-2), όχι όμως μεταξύ αδελφών από πατέρα. Εν πάση περιπτώσει η Σάρρα ήταν στενότατη συγγενής του Αβραάμ.
Όμως το αληθινό αυτό στοιχείο είχε συμφωνηθεί ως ψέμα, για να αποπλανήσει τον Φαραώ. Κατά συνέπειαν η διαγωγή του Αβραάμ δεν ήταν συνεπής προς την ιδιότητά του ως δούλου του Θεού. Ο Αβραάμ έδιδε εν προκειμένω περισσότερη εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη ευφυΐα, παρά στον Θεόν. Έτσι αμάρτησε και ο ίδιος, έβαλε δε σε πειρασμό και την γυναίκα του.
Αλλ’ ενώ ο Αβραάμ γλύτωσε τη ζωή του και πλούτισε με τα άφθονα δώρα που του προσέφερε ο Φαραώ, εστερήθη την αγαπημένη του Σάρρα, κυρίως όμως εστερήθη την παρουσία του Θεού. Ήταν προτιμότερο να μείνει πτωχός με τον Θεόν, παρά πλούσιος χωρίς τον Θεόν και την σύζυγό του.
Ο Θεός όμως ετιμώρησε και τους άρχοντες του Φαραώ, διότι έπαιξαν κακό ρόλο στην υπόθεσι αυτή· έπαιξαν, όπως γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, «τον ρόλο των προαγωγών για την γυναίκα του δικαίου για λογαριασμό του βασιλέως», του Φαραώ. Ο Θεός επενέβη προστατευτικώς και υπέρ του Αβραάμ κατά την κρίσιμη στιγμή. Διότι επροστάτευσε την Σάρρα, επειδή επαίδευσε τον Φαραώ και δεν του επέτρεψε να την καταστήσει γυναίκα του. Έτσι ο Φαραώ επέστρεψε την Σάρρα στον Αβραάμ και μάλιστα τον εβίασε να φύγη το συντομώτερο από την Αίγυπτο, προπέμποντάς τον με πολλά δώρα. Βεβαίως η επιτίμηση του Φαραώ προς τον δίκαιον ήταν ταπεινωτική. Αλλά στο στόμα του βασιλιά την είχε υποβάλει ο Θεός. Εάν ο αγαθός Θεός δεν επενέβαινε με τον τρόπο αυτό, ίσως ο Αβραάμ να έπεφτε στον πειρασμό να μείνει στην Αίγυπτο και να λησμονήσει την επαγγελία του Θεού. Συχνά ο Θεός ελέγχει τους δικούς του και τους υπενθυμίζει δια στόματος των εχθρών του ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι η μόνιμη κατοικία τους.
β) Παρόμοια διαγωγή έδειξε μετά από 20 έτη ο Αβραάμ στην πρωτεύουσα των Φιλισταίων Γέραρα. Ο Πατριάρχης είπε για τον ίδιο λόγο στον Αβιμέλεχ, βασιλιά των Γεράρων, ότι η Σάρρα είναι αδελφή και όχι σύζυγός του (βλ. Γεν. κεφ. κ’ (20]). Αλλ’ ο αγαθός Θεός και πάλι δεν εγκατέλειψε τον Αβραάμ. Έκαμε αισθητή την παρουσία του στον Αβιμέλεχ κατά την νύκτα στον ύπνο του. Επειδή δε ήθελε να τον προφυλάξη από την παρανομία, του εγνώρισε όσα του απέκρυψεν ο Αβραάμ και τον απείλησε με θάνατο στην περίπτωσι που θα επείραζε την Σάρρα. Έτσι δεν εβεβηλώθη το σπέρμα της θείας επαγγελίας, το οποίον εκυοφορείτο στην κοιλία της Σάρρας.
Το χρυσόφωνο στόμα, απολογούμενο τρόπον τινά εκ μέρους του Αβραάμ προς τους κατηγόρους του Πατριάρχου, λέγει ότι ο Αβραάμ είπε ότι η Σάρρα ήταν «αδελφή» του, ενδιαφερόμενος για τους ειδωλολάτρες Φιλισταίους, ώστε να τους προφυλάξει από τον άδικο φόνο του Αβραάμ. Εχρησιμοποίησε δε το τέχνασμα εκείνο, επειδή εφοβήθη την ασέβειαν του τόπου. Άλλωστε η προσποίησι του Αβραάμ και της Σάρρας ότι ήσαν «αδελφοί» και όχι σύζυγοι ήταν απηλλαγμένη από το ψέμα. Διότι η Σάρρα, όπως εσημειώσαμε και στην προηγούμενη παράγραφο, ήταν μεν γυναίκα του, αλλ’ ήταν και «αδελφή» του· δηλαδή στενωτάτη συγγενής του.
Παρ' όλα αυτά ο Αβραάμ δεν απαλλάσσεται της κατηγορίας ότι δεν ομολόγησε πλήρη την αλήθειαν και ότι εδειλίασε εμπρός εις τον θάνατον, έστω και αν δεν είχε ακόμη κατανικηθή ο θάνατος με την λαμπροφόρον Ανάστασιν του Κυρίου. Δια τούτο μερικοί ερμηνευταί παρατηρούν ότι, επειδή ο Αβραάμ είχε συμφωνήσει από πολύ παλαιά με την Σάρρα να χρησιμοποίηση σε ώρα ανάγκης το τέχνασμα αυτό (βλ. Γεν. κ' [20] 13), γι’ αυτό ο Θεός ανέβαλλε επί τόσα χρόνια να τους δώση απόγονο. Η συμφωνία δηλαδή εκείνη Αβραάμ-Σάρρας εθεωρήθη ως ολιγοπιστία στην προστασία και την πάνσοφη πρόνοια του Θεού· ήταν συμφωνία από την οποίαν απουσίαζε η πίστι προς τον Θεόν. Διότι ποιος μπορούσε να βλάψη αυτούς, οι οποίοι ευρίσκοντο κάτω από το ακοίμητο βλέμμα του παντοδυνάμου Θεού;
γ) Ανάλογη «λύση ανάγκης» ευρήκε και ο Λωτ, όταν επρότεινε στους διεφθαρμένους Σοδομίτες να τους παραδώσει τις δύο παρθένους θυγατέρες του για να τις χρησιμοποιήσουν όπως τους αρέσει και να χορτάσουν την πονηρή και μανιώδη επιθυμία τους, αντί να τους παραδώσει τους δύο αγγέλους που φιλοξενούσε για να ασελγήσουν εις αυτούς (βλ. Γεν. ιθ'[19] 4-11). Η συμπεριφορά εκείνη του Λωτ να θυσιάση στην τιμή της φιλοξενίας την τιμή των θυγατέρων και της οικογενείας του έχει την εξήγησί της. Σύμφωνα με τα τότε ήθη της Ανατολής, όποιος φιλοξενούσε στο σπίτι του κάποιον ξένον, εδεσμεύετο να προστατεύση τη ζωή του με κάθε θυσία. Το καθήκον αυτό διατηρείται ακόμη και σήμερα σε μερικούς λαούς της Ανατολής. Πάντως ο Λωτ ευρέθη αντιμέτωπος σε δύο καθήκοντα: να υπερασπισθή τους ξένους του αφ' ενός, και αφ' ετέρου τις θυγατέρες του, των οποίων ήταν προστάτης. Και μεταξύ των δύο μεγάλων κακών επροτίμησε το μικρότερο. Στην κατ’ εξοχήν δεινή εκείνη ώρα ο δίκαιος Λωτ εσκέφθη, όπως παρατηρεί ο Παναγιώτης Τρεμπέλας, «προκειμένου να γίνη μία αισχρότης βδελυρά και παρά φύσιν, ας γίνη μία αμαρτία, ακάθαρτος βέβαια και αισχρά, όχι όμως και τόσον αφύσικος». Ο Λωτ ο οποίος εβαρύνετο και με το λάθος ότι κατοίκησε στα Σόδομα και ότι ενύμφευσε τις θυγατέρες του με Σοδομίτες, έκρινε ότι εκείνη την φοβερή και κρίσιμη ώρα, με την φρικτή λύσι που έδωκε ενεργούσε σωστά. Ο ιερός Χρυσόστομος μάλιστα επαινεί την στάσι του Λωτ λέγοντας: «Πόσο μεγάλη είναι η αρετή του δικαίου! Υπερέβη κάθε αρετήν φιλοξενίας. Τι μπορεί να πει κανείς αντάξιο της φιλοφροσύνης του δικαίου αυτού, ο οποίος δεν ανέχθηκε να προφυλάξη ούτε τις θυγατέρες του, προκειμένου να τιμήση τους φιλοξενουμένους και να τους γλυτώση από την ασέλγεια των Σοδομιτών;» (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ. Εις Γένεσιν Όμ. 43. 4 PG 54 40C).
δ) Όταν η Σάρρα οδήγησε την δούλη της Άγαρ στον σύζυγό της Αβραάμ, δεν ενεργούσε καθόλου κατ' εντολήν του αγίου Θεού· ακολουθούσε τους νόμους της ειδωλολατρικής Ουρ των Χαλδαίων, δηλαδή της πατρίδος της. Γι’ αυτό και ετιμωρήθη αργότερα από τον Θεόν με την υβριστική και περιφρονητική συμπεριφορά της Άγαρ (βλ. Γεν. [16] 1-16).
Ο ερμηνευτής Θεοδώρητος εξ’ αφορμής του περιστατικού αυτού παρατηρεί: Πολλοί από τους ακόλαστους κατηγορούν για την πράξη αυτή τον Αβραάμ ως ασελγή και επιρρεπή προς τη σαρκολατρία. Κάθε πράξη όμως που γίνεται, κρίνεται από τον σκοπό εκείνων που την κάνουν. Υπ’ αυτό το πρίσμα λοιπόν ας εξετάσωμε και τα σχετικά με την Άγαρ. Και αν δούμε ότι ο πατριάρχης Αβραάμ ενήργησε νικημένος από τη σαρκική επιθυμία, τότε θα ονομάσωμε την πράξι του μισητή. Εάν όμως, αφού η σύζυγός του Σάρρα ομολόγησε τη στείρωσί της δηλώνουσα ότι ο Δημιουργός τής έδωκε άγονη μήτρα, και αφού εδήλωσε στον σύζυγό της τον πόθο να αποκτήση παιδί, χάριν δε αυτού του πόθου τον παρεκάλεσε να συνευρεθή με την Άγαρ για να γεννήση από εκεί παιδί, τότε σε ποιο πράγμα αμάρτησε ο Αβραάμ: Δεδομένου ότι ούτε η φύσι ούτε κανένας γραπτός νόμος υπήρχε που να εμποδίζει την πολυγαμία, ενώ από το άλλο μέρος η στείρα σύζυγός του τον παρακαλούσε επιμόνως να συνευρεθή με τη δούλη, όχι για να δουλεύση στο σαρκικό πάθος, αλλά για να ονομασθούν, αυτός μεν φυσικός, αυτή δε (η Σάρρα) θετή, γεννήτορες; Διότι το ότι ο θείος εκείνος άνδρας ήταν ανώτερος της αισχράς ηδονής, το πιστοποιούν όχι μόνον αυτά, αλλά και η συνέχεια. Η Άγαρ δηλαδή, όταν έμεινε έγκυος, επειδή εθεώρησε την εγκυμοσύνη ως πρόφασι εγωισμού και εκυριεύθη από λύσσα και μανία κατά της κυρίας της, της Σάρρας, η μεν Σάρρα εδυσανασχετούσε, παρεπονείτο και κατηγορούσε τον σύζυγό της άδικα· ο δε Αβραάμ, αφού δέχθηκε με συγκατάβασι και πάρα πολύ ήπιο τρόπο το θρασύ και βάρβαρο φέρσιμο της συζύγου του, της παρέδωκε τη δούλη για να την τιμωρήση, χωρίς καν να περιμένη τη γέννησι του κυοφορούμενου βρέφους, και της είπε: «Να, η δούλη σου είναι στα χέρια σου· κανείς δε σου στέρησε την εξουσία που έχεις επάνω της. Μεταχειρίσου την όπως σου αρέσει. Δεν επεμβαίνω στο νοικοκυριό και στο σπίτι σου» (Γεν. ιστ [16] 6)(Θεορωρήτου Κύρου PG80,176ABC).
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που κατηγορούν τον Αβραάμ διότι έδιωξε με τρόπο άστοργο την Άγαρ με τον μικρό Ισμαήλ. Αλλά, κατά τον ερμηνευτή Θεοδώρητο Κύρου, η κίνησι αυτή του Αβραάμ φανερώνει καθαρά την αρετή του. Διότι όταν η Σάρρα το;y είπε «διώξε γρήγορα την Άγαρ τη δούλη και τον γιό της από την οικογένειά μας» (Γεν. κα' [21] 10), δεν υπάκουσε. Όταν όμως στη συνέχεια τον διέταξε ο Θεός, ευθύς αμέσως συνεμορφώθη με την θεία εντολή. Ενήργησε δε έτσι φερόμενος με φιλοστοργία προς τον Ισμαήλ. Διότι όταν ο Θεός ανεκοίνωσε στον Αβραάμ ότι η γυναίκα του η Σάρρα θα αποκτήση υιόν, ο Πατριάρχης είπε προς τον Θεόν: «Κύριε, αυτός ο Ισμαήλ, τον οποίον μου εχάρισες, είθε να ζει κάτω από την προστασία σου» (Γεν. ιζ' [17] 18). Επειδή λοιπόν αγαπούσε το παιδί, έδωκε απόλυτη πίστι στον Θεόν, ο Οποίος είπε ότι όχι μόνο θα τον προστατεύση, αλλά και θα τον ευλογήση, θα τον αυξήση και θα τον πληθύνη πάρα πολύ. Από αυτόν επρόκειτο να προέλθουν δώδεκα λαοί· ο Ισμαήλ θα εγίνετο πρόγονος και γενάρχης μεγάλου λαού (βλ. Γεν. ιζ' [17] 20). Γι' αυτό ακριβώς και ο Αβραάμ τον απεμάκρυνε μαζί με την μητέρα του, την Άγαρ, χωρίς να τους δώση ούτε δούλους ούτε δούλες ούτε χρυσόν ούτε άργυρον. Τους έδωκε μόνο λίγα ψωμιά και ένα ασκί γεμάτο νερό. Τους είχε δηλαδή εμπιστευθή πλήρως και τελείως στην προστασία του Θεού. Πράγμα που απεδείχθη πανηγυρικώς. Διότι όταν ο μικρός Ισμαήλ εκινδύνευσε να πεθάνη από τη δίψα, άγγελος Κυρίου υπέδειξε στην Άγαρ πηγάδι με δροσερό νερό (βλ. Γεν. κα' (21] 15-21). Όταν δε ενηλικιώθη ο Ισμαήλ και η μητέρα του τον ενύμφευσε με γυναίκα Αιγυπτίαν, οι απόγονοί του Ισμαηλίται ή Αγαρηνοί επλημμύρισαν την έρημο από την Αίγυπτο μέχρι τη Βαβυλώνα· «από γαρ των ορίων Αιγύπτου μέχρι Βαβυλώνος, τούδε του γένους η έρημος πλήρης», παρατηρεί ο ιερός Θεοδώρητος. (Θεορωρήτου Κύρου PG80,180CD-181AB).
ε) Ο Θεός ούτε ευλόγησε ούτε ενομοθέτησε στην Παλαιά Διαθήκη τον πολυγυνισμό (τις πολλές συζύγους για ένα άνδρα). Αντιθέτως είχε νομοθετήσει τη μονογαμία. Ο αρχικός νόμος ήταν μία γυναίκα για ένα άνδρα (Γεν. β' 22-24). Η πολυγαμία άρχισε με την κακή γενεά του αδελφοκτόνου Κάιν και με δύο φόνους (βλ. Γεν. δ' 19). Από την αρχή της δημιουργίας όμως δεν είχε γίνει έτσι (βλ. Ματθ. ιθ' [19] 8).
Ο ιερός Θεοδώρητος εξ’ αφορμής του πατέρα του προφήτου Σαμουήλ, του Ελκανά, ο οποίος είχε δύο συζύγους, γράφει: ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης ούτε εμπόδισε ούτε επέτρεψε «εννόμως» να πάρει ο Ελκανά δύο συζύγους. Διότι μετρούσε τους νόμους ανάλογα με την δύναμη των ανθρώπων. Άλλωστε αυτό λέγει και ο απόστολος Παύλος: «ο νόμος (της Π. Διαθήκης) δεν έδωκε την τελειότητα εις τίποτε» (Έβρ. ζ' 19) (Θεορωρήτου Κύρου PG80, 532AB).
Ο ίδιος ερμηνευτής, σχολιάζων το ότι ο πατριάρχης Ιακώβ έλαβε τέσσερις γυναίκες, παρατηρεί: Πολλοί θεωρούν τον πολυγυνισμό του Ιακώβ ως «πρόφασιν ακολασίας». Όμως πρέπει να εξετάζωμε τον σκοπό κάθε πράξεως. Εξετάζοντας με το κριτήριο αυτό θα διαπιστώσωμε ότι ο πατριάρχης Ιακώβ εμνηστεύθη μόνο την Ραχήλ· με την Λεία είχε «συναφθή» παρά τη γνώμη του. Μόλις όμως έλαβε γνώσι της απάτης που του έγινε, εδυσφόρησε, δυσαρεστήθηκε και κατηγόρησε τον πενθερό του Λάβαν. Με τη Βαλλάν δε, τη δούλη της Ραχήλ, συνεδέθη όχι «δια φιληδονίαν», αλλά για να παρηγορήση την σύζυγό του. Διότι την Ραχήλ, η οποία έλειωνε από τη λύπη της ένεκα της ατεκνίας και η οποία αστόχαστα έλεγε στον Ιακώβ· «δώσε μου παιδιά· εάν δεν μου δώσης, θα αποθάνω» (Γεν. λ' [30] 1), ο Πατριάρχης την «επέπληξε ευσεβώς» και της «έδειξε τον της φύσεως ποιητήν». Και ακόμη της επρόσθεσε ότι δημιουργός παιδιών δεν είναι ο γάμος, αλλά «ο νομοθέτης του γάμου Θεός». Διότι της είπε: «Γιατί με κατηγορείς; Μήπως είμαι εγώ Θεός, ο οποίος σε έκαμα στείρα και σου εστέρησα τον καρπόν της κοιλίας σου και δεν σου δίδω παιδιά: Μη ζητάς από εμέ όσα δεν μπορώ να σου προσφέρω και τα οποία δεν εξουσιάζω»(Γεν. λ' (30) 2). Παρηγορώντας την όμως, εδέχθη την αίτησί της, αυτή δε του εζήτησε να έλθη σε γαμική μείξι με τη δούλη, ώστε το παιδί που θα γεννηθή από αυτήν να το ονομάση παιδί της. Το ίδιο έγινε και με τη Ζελφάν. Διότι πάλιν, όταν η Λεία, η άλλη σύζυγός του, έπαυσε να γεννά, τον παρεκάλεσε να σπείρη στην κοιλία της δούλης της Ζελφάν. Όλα αυτά δεν υπαινίσσονται καμμία φιληδονία του Ιακώβ, φανερώνουν δε την «επιείκειαν» και την συγκατάβασι του ανδρός, και ότι προσπάθειά του σταθερή ήταν να υπηρετή και να φροντίζη τις δύο συζύγους του. Παράλληλα με αυτά ας λάβωμεν υπ’ όψιν και τούτο: ότι τότε δεν υπήρχε κανένας νόμος που να απαγορεύει την πολυγαμία. Και ότι τότε εθεωρούσαν τρισευτυχισμένους όσους εγίνοντο πατέρες πολλών παιδιών. Ότι δε αυτό είναι αλήθεια το βεβαιώνουν οι θείες υποσχέσεις. Διότι ο των όλων Θεός είπε στον Αβραάμ: «Σήκωσε ψηλά το βλέμμα σου στον ουρανό και μέτρησε τα άστρα του ουρανού, αν μπορής ποτέ να τα αριθμήσεις». Και επρόσθεσε· «τόσον πολλοί, τόσον αναρίθμητοι θα είναι οι απόγονοί σου» (Γεν. ιε' [15] 5). Άλλοτε πάλιν του είπε: «Θα σου χαρίσω πλήθος απογόνων, οι οποίοι θα αυξηθούν τόσον πολύ, όση είναι και η άμμος της θαλάσσης, τους κόκκους της οποίας κανείς δεν μπορεί να μετρήση ένεκα του πλήθους των» (Γεν. λβ' [32] 12). Ο Θεός δεν θα έδινε αυτή την υπόσχεσι στον Αβραάμ, εάν δεν εθεωρούσε «την πολυγονίαν μέγιστον αγαθόν» (Θεορωρήτου Κύρου PG80, 193CD-196A).
ζ) Η αιμομειξία των ετεροθαλών αδελφών της οικογένειας του Δαβίδ, του Αμνών και της Θημάρ (Β’ Βασ. ιγ' [13]) όχι μόνον στιγματίζεται, αλλά και τιμωρείται παραδειγματικώς, διότι ο ένοχος Αμνών εθανατώθη από τον αδελφόν του, τον Αβεσσαλώμ. Το γεγονός αυτό υπήρξε μία από τις πλέον οδυνηρές μάστιγες που κτύπησαν τον βασιλιά Δαβίδ ένεκα του γνωστού τριπλού, κατά τον Μ Βασίλειον, αμαρτήματός του -της μοιχείας, του φόνου και της επιθυμίας ξένης γυναικός. Ας σημειωθή δε ότι ο Δαβίδ ετιμωρήθη πολλαπλώς για το αμάρτημά του εκείνο, έστω και αν μετενόησε εγκαίρως!
η) Όσον αφορά στη συνεύρεσι του Ιούδα (υιού του πατριάρχου Ιακώβ) με την ειδωλολάτρισσα νύμφη του Θάμαρ, η οποία τον εξαπάτησε, ο ιερός ερμηνευτής Θεοδώρητος παρατηρεί:
Η Χαναναία Θάμαρ εντύθηκε ως πόρνη, προκειμένου να εξαπατήση και να προκαλέση τον πενθερό της Ιούδα, ώστε να αποκτήση παιδί από αυτόν, διότι εγνώριζε ότι το γένος του Αβραάμ είχε γίνει πολύ διάσημο ένεκα της ευσεβείας του. Επειδή λοιπόν ο Ιούδας, ο πενθερός της, δεν την ενύμφευσε με τον νεώτερο υιό του, διότι εφοβήθη μήπως πεθάνη και αυτός, όπως απέθαναν οι δύο προηγούμενοι αδελφοί του (Ηρ και Αυνάν), σύζυγοι της Θάμαρ, η Θάμαρ αναγκάσθηκε να κλέψη «τας αφορμάς της παιδοποιΐας, επειδή προφανώς εκωλύετο» να τις λάβη διαφορετικά. Για τον σκοπό αυτό και ελέγχει τον πενθερόν ότι αυτός μεν δεν σωφρονεί, ενώ αναγκάζει την ιδίαν να ζει με σωφροσύνη. Αυτό δε εφανέρωσε και ο ίδιος ο Ιούδας. Διότι όταν επληροφορήθη ότι η Θάμαρ παρεστράτησε και επόρνευσε, τώρα δε ήταν έγκυος, διέταξε να την θανατώσουν. Όταν όμως έμαθε ότι έμεινε έγκυος από αυτόν τον ίδιον, την ανεκήρυξε αθώα και κατέκρινε τον εαυτό του. Είπε: «Έχει δίκαιον η Θάμαρ και όχι εγώ· εκείνη είναι ανεύθυνη, εγώ δε καταδικάζω τον εαυτό μου, διότι δεν την υπάνδρευσα με τον Σηλώμ, τον υιό μου» (Γεν. λη' [38] 26). Ότι δε όλα αυτά τα εμεθόδευσε η Θάμαρ «χάριν παιδοποιΐας» και όχι «φιληδονίας» το φανερώνουν όσα ακολούθησαν. Διότι ύστερα από το επεισόδιο εκείνο ούτε με τον Ιούδα ούτε και με κανέναν άλλον άνδρα συνευρέθη. Αρκέσθηκε δε να ονομασθή μητέρα από τον Φαρέζ και τον Ζαρά, τα δίδυμα παιδιά που εγέννησε από τον Ιούδα (Θεοδωρήτου Κύρου PG80,204BC).
Τα ίδια περίπου γράφει και ο ιερός Χρυσόστομος στα σχόλιά του τα σχετικά με το ανωτέρω περιστατικό (PG54,532-535).
(Η Παλαιά Διαθήκη στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν,Ν.Π.Νασιλειάδη, σελ.31-41)