ΜΑΣ ΛΕΓΕΙ η παράδοσις ότι ο Απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, την ώρα που ωδηγείτο στο μαρτύριο, συνήντησε στο δρόμο εκείνον που τον είχε καταδώσει. τον σταμάτησε και τον εφίλησε λέγοντάς του:
— Ειρήνευε, αδελφέ.
Βλέποντας εκείνος τόση ανεξικακία, εθαύμασε κι εφώναξε με ενθουσιασμό:
— Χριστιανός είμαι από σήμερα κι εγώ.
Ύστερα απ' αυτή την ομολογία αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Απόστολο.
* * *
Ο ΑΒΒΑΣ ΓΕΛΑΣΙΟΣ είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Άξιζε του είχαν ειπή πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην Εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι οι αδελφοί στη σκήτη. Κάποτε ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε το βιβλίο. Ο Αββάς Γελάσιος, αν και το κατάλαβε αμέσως, δε θέλησε να κυνηγήση τον κλέπτη. Εκείνος μόλις κατέβηκε στην πόλι βρήκε αγοραστή κι άρχισε να διαπραγματεύεται την πώλησι του βιβλίου. Γύρευε δεκαέξ νομίσματα. Ο αγοραστής έλεγε πως δεν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν να του αφήση ο καλόγερος το βιβλίο, να το δείξη σε κάποιο γνωστό του, ειδικό σ' αυτά. Έτσι, το πήρε ο άνθρωπος και το πήγε στον Άββα Γελάσιο, πού ήταν φίλος του.
— Ν' αγοράσω αυτό το βιβλίο για δεκαέξ νομίσματα, Αββά; Αξίζει τόσο; τον ρώτησε.
Ο Όσιος το γνώρισε αμέσως, αλλά δεν το φανέρωσε. το πήρε στα χέρια του, το ψηλάφησε, σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά.
— Αξίζει,αγόρασέ το, είπε στο φίλο του.
Γυρίζοντας όμως εκείνος δεν είπε την αλήθεια.
— Έδειξα το βιβλίο σου στον Αββα Γελάσιο και μου είπε πώς γυρεύεις πολλά. δεν αξίζει τόσο.
— Δε σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε εκείνος ταραγμένος, μόλις άκουσε για τον Αββά Γελάσιο.
— Όχι.
— Μετενόησα. Δεν θα το πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ο καλόγερος.
Μέσα του γινόταν μια πάλη. Από την μια μεριά εθαύμαζε την ανεξικακία του Οσίου κι από την άλλη ελεγχόταν για την κακή πράξι του. Πήρε λοιπόν το βιβλίο κι ανέβηκε στη σκήτη. Όταν βρήκε τον Αββά Γελάσιο, έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρησι, δίνοντας πίσω το κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τον συγχώρησε μ' όλη του την ψυχή, άλλ' επέμενε να του χαρίση το βιβλίο. Πού να το δεχθή τώρα ο καλόγερος!
— Αν δεν το πάρης πίσω, Αββά, δεν θα βρή ανάπαυσι η ψυχή μου.
— Αν είναι έτσι, πήγαινε στην Εκκλησία και άφησε το εκεί απ' όπου το πήρες, του είπε με καλωσύνη ο Όσιος.
Από τότε διορθώθηκε ο κακοσυνηθισμένος καλόγερος και ποτέ πια δεν έπεσε σε τόσο βαρύ σφάλμα.
* * *
ΘΕΛΗΣΕ κάποτε να δοκιμάση δυο νεοφερμένους αδελφούς στη σκήτη ένας από τους μεγάλους Γέροντας. Μπήκε στο μικρό τους κήπο κι άρχισε να καταστρέφη με το ραβδί του ένα - ένα όλα τα λαχανικά. Οι αδελφοί τον έβλεπαν από την μισάνοικτη πόρτα του κελλιού τους, αλλά δεν φανερώθηκαν έως ότου τα κατέστρεψε σχεδόν όλα. Όταν είχε μείνει πια μια ρίζα μόνο κι ήταν έτοιμος να την χαλάση κι αυτή βγήκε έξω ο νεώτερος και του είπε με πολύ σεβασμό.
— Αν ευλογή η αγιωσύνη σου, Αββά, άφησε τούτο να το μαγειρεύσω για να σε φιλοξενήσω.
Ικανοποιημένος ο Γέρων από την ανωτερότητα του αδελφού τον εφίλησε και του είπε:
— Βλέπω το Πνεύμα του Θεού να αναπαύεται σε σένα αδελφέ, για την πολλή σου ανεξικακία.
* * *
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ δεν μπορείς να διώξης την κακία — λέγει ο Όσιος Ποιμήν. Αν λοιπόν σου κάνη κανένα κακό ο αδελφός σου, προσπάθησε συ να του το ανταποδώσης με καλό. Μόνο η καλωσύνη μπορεί να νικήση την κακία.
* * *
ΟΣΟ ΦΕΡΝΟΥΜΕ διαρκώς στο νου μας τα κακά που τυχόν μας προξένησαν οι αδελφοί μας, έλεγε ο Όσιος Μακάριος, τόσο απομακρύνουμε τον Θεόν απ' αυτόν. Όταν τα λησμονούμε παρευθύς, δεν τολμούν οι δαίμονες να μας πειράξουν.
* * *
Ο ΛΟΓΟΣ ο καλός κάνει τον κακό καλό, έλεγε ο Όσιος Μακάριος, ενώ ο κακός λόγος και τον καλόν ερεθίζει.
Κάποτε ο υποτακτικός του Όσιου συνήντησε στο δρόμο του έναν ειδωλολάτρη ιερέα που περπατουςε βιαστικά.
— Αϊ, σατανά, πού τρέχεις; του φώναξε απερίσκεπτα.
Εκείνος τότε θύμωσε κι έσπασε το ραβδί του στις πλάτες του καλόγερου, ώσπου τον άφησε μισοπεθαμένο. Σε λίγο φάνηκε κι ο Όσιος στο δρόμο. Βλέποντας τον ειδωλολάτρη να τρέχη τώρα για να κρυφθτή, του φώναξε με καλωσύνη·
— Ο Θεός να σε ευλογή, προκομμένε άνθρωπε.
Εκείνος στάθηκε σαστισμένος και ρώτησε·
— Τι καλό είδες σε μένα, Αββά, και μου μιλάς έτσι;
— Σε βλέπω που τρέχεις, του είπε ο Όσιος, λυπάμαι μόνο που δεν έχεις ακόμη καταλάβει πως μάταια κοπιάζεις.
— Η κουβέντα σου γλυκαίνει την ψυχή μου, είπε ήρεμος ο ειδωλολάτρης τώρα. Αυτό είναι σημάδι πώς είσαι πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Πρίν απο λίγο με βρήκε ένας κακός καλόγερος και χωρίς λόγο με έβρισε. Αλλά κι εγώ τον πλήρωσα καλά. Τον άφησα αναίσθητο από το ξύλο.
Ο Γέροντας κατάλαβε πως αυτός ήτο ο υποτακτικός του. Ψάχνοντας λίγο πιο πέρα τον βρήκε σε κακή κατάστασι. Εζήτησε τότε από τον ειδωλολάτρη να τον βοηθήση να τον μεταφέρουν στην καλύβη τους. Σαν έφθασαν εκεί, εκείνος γύρεψε συγχώρησι από τον Όσιο Μακάριο γιατί είχε μακομεταχειριστή τον μαθητή του και τον παρακάλεσε να τον κάνει Χριστιανό.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)