Περιστέρι οδηγός
Ένας νεαρός και ευσεβής άρχοντας της Γεωργίας, ο Ευάγριος, βγήκε μια ημέρα για κυνήγι με μερικούς φίλους του. Περνώντας από το Μγβίμε (που στα γεωργιανά σημαίνει σπήλαιο) στάθηκε να ξαποστάση, ενώ οι σύντροφοί του ξεμάκρυναν, αναζητώντας αχνάρια θηραμάτων.
Ξαφνικά, βλέπει ένα περιστέρι να πετάη προς την βορεινή πλευρά της χαράδρας, έχοντας στο ράμφος του ένα ψωμάκι, και να χώνεται σε μια σπηλιά. Σχεδόν αμέσως ξαναβγήκε, χωρίς το ψωμί αυτή τη φορά, και χάθηκε.
Το βράδυ, μετά το κυνήγι, ο Ευάγριος γύρισε στο σπίτι του συλλογισμένος. Εκείνο το περιστέρι δεν έφευγε από τον νου του. Έτσι, την άλλη ημέρα, κίνησε μόνος του για ιόν ίδιο τόπο. Με έκπληξη είδε ξανά το περιστέρι. Όπως και την προηγούμενη ημέρα, εκείνο μπήκε στην σπηλιά με το ψωμάκι στο ράμφος και βγήκε χωρίς αυτό.
Ο Ευάγριος αποφάσισε τότε να μπη στην σπηλιά και τα έχασε, όταν αντίκρυσε ένα σκελετωμένο άνθρωπο, που προσευχόταν γονατιστός, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Όταν ο Όσιος Σίω ο Σπηλαιώτης, που ασκήτευε εκεί.
- Άνθρωπε του Θεού, τραύλισε ο Ευάγριος. Ποιος είσαι και τι κάνεις εδώ;.
- Ανέστιος και ερημοπλάνος είμαι, απάντησε ο Όσιος Σίω. Δοξολογώ τον Κύριο, ελπίζοντας να βρω το έλεος του.
Ο Ευάγριος κυριεύθηκε τότε από θείο έρωτα. Έπεσε στα πόδια του σπηλαιώτη Όσιου και του ζήτησε να μείνη κοντά του.
- Ας είναι, απάντησε εκείνος. Θα κάνης όμως πρώτα ό,τι σου πω. Τράβα για το ποτάμι και, σαν φθάσης εκεί, χτύπησέ το με τούτο το ραβδί. Τα νερά θα χωριστούν στα δύο για να περάσης. Θα πας στο σπίτι σου και, αφού μοιράσεις την περιουσία σου στους φτωχούς, θα πάρης τον δρόμο της επιστροφής. Όταν φθάσης στο ποτάμι, θα ξαναχτυπήσης τα νερά με το ραβδί. Αν χωριστούν και σ’ αφήσουν να περάσης, θα φανή πως είναι θέλημα Θεού να μείνης κοντά μου. αν όμως δεν συμβή κάτι τέτοιο, τότε θα γυρίσης πίσω.
Ο Ευάγριος ακολούθησε τις οδηγίες του Όσιου κατά γράμμα. Γύρισε στο σπίτι του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και κίνησε πάλι βιαστικά για το Μγβίμε. Το περιστέρι τον ακολουθούσε σ’ όλη του την πορεία. Για ένα πράγμα μόνο ανησυχούσε ο Ευάγριος: μήπως το ποτάμι δεν του άνοιγε δρόμο. Μα ο Θεός τον είχε ήδη συμπεριλάβει στην χορεία των εκλεκτών του. Τα νερά παραμέρισαν και τον άφησαν να περάση ελεύθερα.
Σε λίγο έβαζε μετάνοια στον Όσιο Σίω.
- Έκανα ό,τι μου είπες, τίμιε Πάτερ. Και τώρα σου παραδίδω μαζί με το ραβδί και τον εαυτό μου.
Από τότε το περιστέρι δεν ξαναφάνηκε.
ΆΓΙΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 378-380)