«Πόσα θα μπορούσε να πει κανείς υπερασπίζοντας τους μακάριους εκείνους άνδρες [τους Πατέρες που έκαναν θεολογικές αστοχίες]; Πόσες πραγματικά δύσκολες περιστάσεις εκβίαζαν πολλούς, άλλα να τα πουν πρόχειρα, άλλα να τα πουν προς οικονομία, άλλα πάλι εξαιτίας της απόδρασης των ανυπάκουων, και άλλα στα οποία από άγνοια ολίσθησαν, όπως γίνεται με τα ανθρώπινα. Γιατί άλλος φιλονικώντας με τους αιρετικούς, άλλος συγκαταβαίνοντας στην ασθένεια των ακροατών, άλλος πράττοντας κάτι άλλο, και ενώ ο καιρός τον καλούσε να παραμελήσει πολύ την ακρίβεια για κάποιο ανώτερο σκοπό, και είπε και έκανε αυτά που σ’ εμάς δεν επιτρέπεται ούτε να πούμε ούτε να πράξουμε… Αν όμως μίλησαν πρόχειρα βέβαια και για κάποια αιτία που εμείς αγνοούμε εξέκλιναν από την ευθεία και δεν τους έγινε καμιά ανάκριση, ούτε τους κάλεσε κανείς να μάθει την αλήθεια, δεν πρέπει καθόλου λιγότερο, αν και βέβαια δεν είπαν αυτό, να τους θεωρούμε και αυτούς Πατέρες, και για την λαμπρότητα του βίου τους και την άξια σεβασμού αρετή τους και την άμεμπτη άλλη πίστη τους, τους λόγους όμως αυτών, στους οποίους παρεξέκλιναν, δεν θα τους ακολουθήσουμε. … Εμείς όμως, επειδή και κάποιους άλλους από τους μακάριους Πατέρες και διδασκάλους μας βρίσκουμε σε πολλά σημεία να έχουν παρεκκλίνει από την ακρίβεια των ορθών δογμάτων, την παρέκκλιση βέβαια δεν την δεχόμαστε ως προσθήκη, τους άνδρες αυτούς όμως τους αποδεχόμαστε… Και πράγματι και τον Διονύσιο Αλεξανδρείας, συμπεριλαμβάνοντάς τον στον χορό των αγίων Πατέρων, δεν αποδεχόμαστε τους Αρειανικούς λόγους που απηύθυνε προς τον Λίβυο Σαβέλλιο, αλλά και τους απορρίπτουμε τελείως. Επίσης και τον μεγαλομάρτυρα Μεθόδιο, ο οποίος υπήρξε πηδαλιούχος των αρχιερατικών πηδαλίων του θρόνου των Πατάρων, κι ακόμα και τον Ειρηναίο, τον επίσκοπο Λουγδούνων και τον Ιεραπόλεως Παπία, από τους οποίους ο πρώτος φόρεσε το στεφάνι του μαρτυρίου, ενώ οι άλλοι υπήρξαν άνδρες αποστολικοί και ακτινοβολούσαν με τους θαυμαστούς τρόπους της ζωής των. Αλλ’ όμως, αν σε κάτι έδειξαν ολιγωρία ως προς την αλήθεια και παρασύρθηκαν να πουν πράγματα αντίθετα προς το κοινό εκκλησιαστικό δόγμα, σ’ αυτά βέβαια δεν τους ακολουθούμε, από την πατρική όμως τιμή και δόξα αυτών δεν περικόπτουμε τίποτε. Δεν θα μου φτάσει η ημέρα απαριθμώντας τους άνδρες που τους τιμούμε με το όνομα των Πατέρων, σε όσα όμως παρέκλιναν από την αλήθεια δεν τους ακολουθούμε» (Αγίου Φωτίου, ΕΠΕ τ. 3, σσ. 259, 261, 263).
«Προφασίζονται [οι Ρωμαιοκαθολικοί] ότι αυτό [το filioque] είπε ο Αμβρόσιος στους λόγους του για το Πνεύμα, ακόμα και ο Αυγουστίνος και ο Ιερώνυμος. Υπέρ αυτών πρέπει να απαντήσουμε, ότι ή έχουν οι πνευματομάχοι νοθεύσει τα συγγράμματά τους, ή μίλησαν ίσως κατ’ οικονομίαν, που χρησιμοποίησε και ο μέγας Βασίλειος, που φύλαγε μέσα του απόρρητη ως ένα διάστημα τη θεολογία για το πανάγιο Πνεύμα. Ίσως και σαν άνθρωποι παρασύρθηκαν από την ακρίβεια, πράγμα που έπαθαν πολλοί μεγάλοι σε κάποια θέματα, λόγου χάρη ο Αλεξανδρείας Διονύσιος… Μερικές γνώμες τους δεν τις αποδεχόμαστε, μολονότι βέβαια στα άλλα, τους θαυμάζουμε υπερβολικά» (Αγίου Φωτίου, ΕΠΕ τ. 4, σ. 441).