ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.10 οὕτω καὶ ὑμεῖς(1), ὅταν ποιήσητε πάντα(2)
τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι Δοῦλοι ἀχρεῖοί(3) ἐσμεν(4),
ότι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν(5).
10 Δεν το νομίζω. Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός,
να λέτε: “είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε”».
(1) «Όπως ακριβώς κανείς τον δούλο του που οργώνει και βόσκει και μπήκε
στο σπίτι από τον αγρό, δεν τον αξιώνει τιμής για αυτού του είδους τον κόπο,
αλλά πάλι τον διατάζει και απαιτεί την δουλεία που και επιπλέον
του οφείλει αυτός και ούτε έτσι δεν του χρωστά ευγνωμοσύνη·
με τον ίδιο άρα τρόπο» (Ζ) και εσείς απέναντι στο Θεό· «δεν απονέμετε
χαριστικά σε αυτόν την δουλεία, αλλά καταθέτετε την υποταγή
σαν χρέος που πρέπει στους δούλους» (Κ).
(2) Καθαρά υποθετική περίπτωση (p). Διότι, αλίμονο, σε πολλά βρισκόμαστε
ελλιπείς και ασυνεπείς και ουδέποτε επιτελούμε έργα αξιομισθίας
που περισσεύει. Ίσως κάποιοι δείχνονται θερμότεροι από άλλους
στην υπηρεσία και υπακοή του Κυρίου. Εν τούτοις και αυτοί δεν πράττουν
κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο είχαν καθήκον και υποχρέωση να πράξουν.
(3) «Αν λοιπόν πέτυχες και έχεις τηρήσει τις θείες εντολές και υπάκουσες
τον Δεσπότη, μην απαιτείς από το Θεό σαν χρέος τις τιμές» (Κ).
«Διότι σύμφωνα με την λογική της δικαιοσύνης, σε όσους, από τη μία,
δεν εκπληρώνουν αυτά που προστάχτηκαν, τους περιμένει κίνδυνος·
σε όσους, από την άλλη, εκπληρώνουν αυτά, δεν τους οφείλεται καμία ευγνωμοσύνη» (Ζ).
Από τα συμφραζόμενα συμπεραίνουμε ότι η έννοια του αχρείοι είναι
ότι εμείς ως δούλοι του Θεού τίποτα άξιο εξαιρετικής αμοιβής δεν πράξαμε (g).
Εδώ δεν τονίζεται κυρίως η αλήθεια, ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη
τις υπηρεσίες του ανθρώπου. Αλλά ούτε και γίνεται λόγος για τις αμοιβές,
τις οποίες ο Θεός παρέχει σε ανταπόδοση για την υποταγή του ανθρώπου σε αυτόν.
Το τονιζόμενο σημείο είναι ότι ο άνθρωπος δεν δικαιούται να διατυπώσει
κάποια αξίωση σαν να επιτέλεσε περισσότερο από εκείνο, το οποίο όφειλε να πράξει (p).
Τίποτα το έκτακτο δεν κατόρθωσε, αλλά τα κοινά και συνηθισμένα στους δούλους (δ).
Άθλιος είναι εκείνος, τον οποίο ο Κύριος αποκαλεί δούλο αχρείο (Ματθ. κε 30)·
μακάριος όμως εκείνος, ο οποίος ομολογεί τον εαυτό του αχρείο (b).
«Και δεν είπε, όταν όλα τα κάνετε, είστε αχρείοι, αλλά εσείς να λέτε
ότι είμαστε αχρείοι. Πες το, μη φοβηθείς, δεν θα αποφασίσω εγώ από τη
δική σου κρίση. Διότι αν εσύ πεις τον εαυτό σου αχρείο, εγώ θα σε στεφανώσω
ως χρήσιμο» (Χ). Παρόλο που αυτοί δεν είναι δούλοι αχρείοι,
όπως αυτός που έκρυψε και έχωσε βαθιά το τάλαντο, όμως ο Χριστός και ο Θεός
τίποτα δεν κερδίζει από τις υπηρεσίες τους και συνεπώς δεν μπορούν αυτοί
με αξιώσεις να επικαλεστούν το Θεό ως οφειλέτη τους. Ο Θεός είναι αυτάρκης
και μακάριος και δεν έχει ανάγκη εμάς, ούτε είναι δυνατόν οι υπηρεσίες μας
να προσθέσουν κάτι στις τελειότητές του. Μας αρμόζει λοιπόν να αποκαλούμε
τους εαυτούς μας αχρείους δούλους, πρέπει όμως τις προς τον Θεόν υπηρεσίες
να αποκαλούμε ωφέλιμες και χρήσιμες υπηρεσίες, διότι αυτές είναι ωφέλιμες
σε εμάς τους ίδιους. Εάν όμως ο Θεός δεν έχει την ανάγκη μας
και είναι μακάριος και χωρίς εμάς, εμείς όμως για κανέναν λόγο δεν μπορούμε
να κάνουμε χωρίς το Θεό.
(4) «Αν όμως και όταν όλες τις εντολές εφαρμόσουμε, ούτε τότε δεν οφείλουμε
να φανταστούμε κάτι μεγάλο για μας, τι θα γίνουμε, όταν ενώ δεν κατορθώνουμε
ούτε το πολλοστό μέρος των εντολών του Θεού, ακόμη υπερηφανευόμαστε» (Θφ).
(5) «Ο Θεός απαιτεί μεν από εμάς την δουλεία, χρησιμοποιώντας την δεσποτεία του.
Επειδή όμως είναι αγαθός και φιλότιμος, υπόσχεται και έπαθλα σε αυτούς
που κοπιάζουν» (Κ), «και προσφέρει στους δούλους σαν να είναι μισθωτοί
και την δουλεία τους την αμείβει με μισθό και την οφειλόμενη λατρεία
την δέχεται ως κατόρθωμα… Διότι νικά η αγαθότητά του την δικαιοσύνη» (Ζ).