ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (περίπου 160- 180) Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος
Ο Διονύσιος Κορίνθου υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της Εκκλησίας μεταξύ των ετών 160 και 175/180, για τα οποία μάλιστα πληροφορίες έχομε σχεδόν μόνον από τις Επιστολές του. Η παρουσία του στη θεολογία του Β' αιώνα εκφράζει την υπέρβαση του απολογητικού πνεύματος, την επανεύρεση του κλίματος του Ιγνατίου και την προετοιμασία της θεολογίας του Ειρηναίου. Η μεγάλη σημασία του Διονυσίου σχετίζεται με την κρίση της εποχής και τη συμβολή του στην αντιμετώπιση της κρίσεως αυτής. Η Εκκλησία των χρόνων του συνταρασσόταν κυριολεκτικά: α) από τις τάσεις των εγκρατιτών κατά του γάμου, β) από το πρόβλημα της συγχωρήσεως ή μη όσων πίπτουν σε αμαρτίες ή αίρεση και γ) από τις προσπάθειες νοθεύσεως του ασχημάτιστου Κανόνα της Κ. Διαθήκης. Η απάντηση του Διονυσίου στα παραπάνω προβλήματα, που υιοθετήθηκε τότε απ’ όλες σχεδόν τις Εκκλησίες και που από τον Γ' αι. έγινε Παράδοση της Εκκλησίας, είναι η εξής: η αγαμία είναι προαιρετική και ο γάμος ιερός· όσοι μετανοούν πρέπει να γίνονται δεκτοί σε οποιεσδήποτε αμαρτίες ή αιρέσεις και αν έπεσαν· ο κανών του Μαρκίωνα είναι ψευδής και οι χριστιανοί πρέπει να γνωρίζουν τον αληθή Κανόνα και τη σημασία του (έτσι στο πρόσωπο του Διον. έχομε τον πρώτο θεολόγο του Κανόνα). Η στάση αυτή, που συνιστούσε προσωρινά τουλάχιστο τη λύση της κρίσεως στους κόλπους της Εκκλησίας, έδωσε στο Διονύσιο εξαιρετικά μεγάλο κύρος, οικουμενική αναγνώριση και ασυνήθη εμπιστοσύνη των Εκκλησιών στο πρόσωπό του. Τούτο αποδεικνύεται (αλλά κι εξηγείται) από το γεγονός ότι πολλές Εκκλησίες, κατά τη μαρτυρία του και τις περιλήψεις Επιστολών του, απευθύνονταν στον επίσκοπο Κορίνθου, ζητώντας απάντηση σε θέματα που τις απασχολούσαν. Αυτά συνέβαιναν κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής παντοδυναμίας, η οποία έδινε ασυνήθη δύναμη και κύρος στην Εκκλησία της Ρώμης, που άλλωστε ήταν η «προκαθημένη της αγάπης» (Ιγνατίου, Προς Ρωμ.). Εν τούτοις στους χρόνους της ακμής του Διονυσίου (160-175/80) οι τοπικές Εκκλησίες προσέφευγαν για θέματα αληθείας στον επίσκοπο Κορίνθου, και όχι στον επίσκοπο Ρώμης, στον οποίο προσέφευγαν για αίτηση προστασίας και οικονομικής ενισχύσεως. Ο Διονύσιος δε συμβούλευε απλώς, αλλά κάποιος παράγων του δημιουργούσε αίσθημα γενικής ευθύνης, ώστε να «προστάττη» (Ευσεβίου, Εκκλησ. ιστ. Α'23,6) προς αποδοχή κι εφαρμογή όσων πρέσβευε. Από αυτό δεν εξαιρείται ούτε ο ισχυρός επίσκοπος Ρώμης Σωτήρ, που, ενώ διαφωνούσε με το Διονύσιο, υποχώρησε σιγά-σιγά στις απόψεις του τελευταίου. Η πραγματικότης αυτή και η αίσθηση ηυξημένης ευθύνης του Διονυσίου οδηγούν στη διαπίστωση του πρωτείου αληθείας. Στην Εκκλησία δηλαδή υπήρχε και υπάρχει πράγματι πρωτείο, αλλά τούτο εξαρτάται από την αλήθεια, από το ότι ένας επίσκοπος εκφράζει γνησιότερα και βαθύτερα απ’ όσο οι άλλοι επίσκοποι τη θεία αλήθεια σχετικά με προβλήματα που αφορούν τη σωτηρία, στη ζωή της Εκκλησίας. Το πρωτείο της αληθείας, που είναι θείο μυστήριο, ανευρίσκομε στον Κλήμεντα Ρώμης πρώτα, στον Ιγνάτιο Αντιόχειας έπειτα και στο Διονύσιο Κορίνθου τώρα (βλ. σχετικά Στυλ. Παπαδοπούλου, Διονύσιος Κορίνθου, Αθήνα 1975, σ. 19-21). Το πρωτείο τούτο, που δημιουργεί εσωτερική ευθύνη στον εκφραστή του και του παρέχει το λόγο για να επιμένη και να «προστάττη» τις Εκκλησίες, όχι μόνο δεν έχει καμμία σχέση με το πρωτείο δικαιοδοσίας ή εξουσίας, αλλά και το αναιρεί ουσιαστικά.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
Για το βίο του Διονυσίου τίποτε το ασφαλές δε γνωρίζομε, εκτός του ότι έδρασε στους χρόνους του Ρώμης Σωτήρα (166-175) και ότι μετά το 180 επίσκοπος Κορίνθου ήταν ο Βάκχυλος ή Βακχυλίδης. Οι απηνείς διωγμοί του Μάρκου Αυρηλίου κυρίως, η δράση του γνωστικού αιρετικού Μαρκίωνα και οι εγκρατιτικές τάσεις δημιούργησαν στην Εκκλησία όχι ακόμη σχίσματα, αλλά διχογνωμίες, διαιρέσεις, μεγάλη σύγχυση και αμφιβολία, προς αντιμετώπιση των οποίων ο Διονύσιος έγραψε Eπιστολές, επτά από τις οποίες χαρακτηρίσθηκαν Καθολικές, ένεκα του κύρους της γνήσιας διδασκαλίας τους, αλλά και της γενικής αποδοχής τους. Δυστυχώς οι Επιστολές αυτές απωλέσθηκαν εκτός από τέσσερα σύντομα αποσπάσματα και περιλήψεις οκτώ επιστολών (επτά καθολικών και μιας προσωπικής), που οφείλομε στον Ευσέβιο (Εκκλησ.Ιστ. Δ΄23,1-13). Οι επιστολές απευθύνονταν προς «Αθηναίους», προς «Νικομηδείς», προς την Εκκλησία «Γορτύνης» Κρήτης, προς την «Αμάστριδος» ΙΠόντου, προς «Κνωσσίουςς» Κρήτης, προς «Ρωμαίους» και προς «Χρυσοφόραν». Τα αποσπάσματα (Ευσεβίου,Εκκλησ. ιστ.Δ΄10-12,Β' 25,8) προέρχονται από την «Προς Ρωμαίους» επιστολή. Εκτός των άλλων από τα αποσπάσματα συνάγεται ότι επιχειρήθηκε η νόθευση των Επιστολών και ότι οι Εκκλησίες Ρώμης και Κορίνθου είναι ισόκυρες, υπήρξαν και οι δύο «φυτεία» των αποστόλων Πέτρου και Παύλου και άρα έχουν την αυτή παράδοση και την αυτή αλήθεια. Το τελευταίο αποτελεί απάντηση σε άμεση ή έμμεση αξίωση του επισκόπου Ρώμης για ευρύτερη δικαιοδοσία επί των άλλων Εκκλησιών.
Ο Ευσέβιος (Εκκλησ.ιστ.Δ΄23,6,8,11) πληροφορεί ότι προς το Διονύσιο έγραψαν Επιστολές ο Ρώμης Σωτήρ (166-175), ο Βακχυλίδης με τον Έλπιστο από την Αμάστριδα του Πόντου και ο Κνωσσού Κρήτης Πινυτός. Τα κείμενα αυτά χάθηκαν. Ο Σωτήρ, όσο γνωρίζομε, είναι ο πρώτος Ρωμαίος επίσκοπος μετά τον Κλήμεντα που έγραψε επιστολή. Ένα από τα πρόσωπα, με τα οποία σχετίσθηκε ο Διονύσιος, ήταν και ο επίσκοπος στην Άμαστρη Πάλμας, που έγραψε μάλιστα κι Επιστολή για τον εορτασμό του Πάσχα (Ευσέβιος,Εκκλησ. ιστ.Ε΄23,2). Το κείμενο δε σώζεται.