ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ (150/60-225/40 μ.Χ.). Ο σοφιστής χριστιανός
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο Τερτυλλιανός είναι ο πρώτος μεγάλος λατίνος θεολόγος. Έδρασε κι έγραψε κυρίως μεταξύ 196 και 212 στην Καρθαγένη, που έκτοτε γίνεται σημαντικό κέντρο των χριστιανικών γραμμάτων, δυναμικότερο και ανθηρότερο από τη Ρώμη. Είναι σχεδόν σύγχρονος του Αλεξανδρέα Κλήμεντα, του Ειρηναίου Λυών και του Ιππολύτου. Οι τέσσερες αυτοί μεγάλοι άνδρες εκπροσωπούν τάσεις τελείως διαφορετικές σε ισάριθμα μεγάλα κέντρα του τότε χριστιανικού κόσμου (Αλεξάνδρεια, Λυών, Ρώμη, Καρθαγένη). Ο Ειρηναίος θεμελιώνει τη θεολογία της Παραδόσεως και της ανακεφαλαιώσεως, ο Κλήμης δημιουργεί το χριστιανό γνωστικό, ο Ιππόλυτος αντιμετωπίζει πρακτικά κυρίως προβλήματα και ο Τερτυλλιανός εκμηδενίζει τους εχθρούς της Εκκλησίας κι έπειτα την ίδια την Εκκλησία με το δράμα της ελεύσεως του Παρακλήτου και της τέλειας κοινωνίας (μοντανισμός). Όταν ο πρώτος οδηγή την Εκκλησία στο ξεπέρασμα της κρίσεώς της, ο δεύτερος τη νοθεύει, ο τρίτος τη βοηθεί ελάχιστα και ο τέταρτος την καταπολεμεί. Το σχήμα τούτο φανερώνει πόσο δύσκολη υπήρξε η πορεία της Εκκλησίας και πόσο οι μεγάλοι θεολόγοι εκφράζουν θετικά και αρνητικά τη ζωή και την πορεία της. Με το έργο του Τερτυλλιανού η Δύση δυσκολεύτηκε ακόμη περισσότερο να βρη τον ορθό θεολογικό της δρόμο, αλλά συγχρόνως απέκτησε το γλωσσικό της όργανο, τη λατινική χριστιανική γλώσσα, τη θεολογική λατινική ορολογία, η οποία δεν έλειπε τελείως, όπως νόμιζαν παλαιότερα, αλλά και δεν επαρκούσε στις ανάγκες της Εκκλησίας.
Η εσωτερική και προσωπική πνευματική πορεία του Τερτυλλιανού μάς είναι άγνωστη. Τα έργα του, μολονότι ενθουσιώδη κι εκρηκτικά, δεν έχουν στοιχεία της εσωτερικής του πορείας. Όπως ο Ιουστίνος προσπαθεί σε όλο του το έργο να δείξη ότι στο πρόσωπο του Χριστού επαλήθευσαν οι προφητείες, διότι μέσω των προφητειών μεταστράφηκε στο χριστιανισμό, έτσι και ο Τερτ. σε όλη του τη ζωή προβάλλει την τέλεια ζωή, το θάρρος και την αγωνιστικότητα των χριστιανών, διότι μεταστράφηκε όταν είδε το θάρρος και τη γενναιότητα των μαρτύρων της πίστεως. Η μεταστροφή του και η έναρξη της λατινικής χριστιανικής θεολογίας συνέπεσε με την ακμή του μοντανισμού, την εξάπλωση δηλ. των προφητικών και αποκαλυπτικών κινημάτων και τη μεγάλη άνθιση της απόκρυφης γραμματείας (μάλιστα των Πράξεων διαφόρων αποστόλων). Η κατάσταση αυτή επηρέασε αποφασιστικά τον Τερτυλλιανό με αποτέλεσμα να προσχωρήση στο μοντανισμό, αν και διάθεση μοντανιστική και ανάλογο χαρακτήρα είχε από νωρίτερα. Υπήρξε φυσιογνωμία εξαιρετικά ισχυρή, βίαιη, ευφάνταστη, θεληματική, μονόπλευρη, εριστική, ανυποχώρητη, απόλυτη και ανυπόμονη για μακροχρόνια ζήτηση και έρευνα της αληθείας. Υπήρξε αξιοθαύμαστος, αλλ’ όχι συμπαθής, δυνατός, αλλ’ όχι ελκυστικός. Τα πράγματα και οι καταστάσεις ήσαν μόνον ό,τι έδειχναν, χωρίς βάθος και πνευματικά προβλήματα. Έτσι δεν κατώρθωσε ποτέ να εισέλθη στο πνεύμα και την κάμινο της Εκκλησίας, δε γεύθηκε το ρεαλισμό της και είδε τη σύνεσή της σαν μετριότητα και τη συγχώρηση των αμαρτωλών σαν προδοσία του Θεού. Η μετριότητα ήταν ο εχθρός του. Και η Εκκλησία στα μάτια του Τερτυλλιανού συνιστούσε την πιο χαρακτηριστική έκφραση της μετριότητος.
Ο επιθετικός (πολεμικός) χαρακτήρας στο έργο του Τερ. είναι προφανής, μολονότι εμφανίζεται σαν συγγραφέας αντιαιρετικός, διδακτικός, νομικός και ηθικολόγος. Συχνά χαρακτηρίζεται ως απολογητής, αλλά στην πραγματικότητα με τα περισσότερα έργα του ενεργεί εκστρατεία-επίθεση και όχι απολογία. Δε διαλέγεται ποτέ. Αποστομώνει, πείθει βίαια, εξουθενώνει τον αντίπαλό του. Από τους ρωμαίους διώκτες του χριστιανισμού δε ζητεί λογική αντιμετώπιση των χριστιανών, αλλ’ απαιτεί εμφαντικά να τηρήσουν τους νόμους. Αιρετικοί, γνωστικοί, Ιουδαίοι και Εκκλησία γνώρισαν εξίσου την οργή, το πάθος, την οξύτητα, τον κριτικό νου, την ειρωνεία, τη σοφιστεία, τη δικανική επιχειρηματολογία και το σαρκασμό του Τερτυλλιανού. Το έργο του ο πρώτος λατίνος θεολόγος επιτέλεσε με τη βοήθεια της νομικής και ρητορικής (κυρίως: δευτέρα σοφιστική) τέχνης, της φιλοσοφίας, της θεολογικής του καταρτίσεως, της λατινικής γλώσσας και του προφητικού ενθουσιασμού.
Η νομική σκέψη και η ρητορική τέχνη με τη σοφιστεία αποτελούν τα σημαντικότερα όπλα του Τερτυλλιανού. Η όλη επιχειρηματολογία του έχει νομικο-σοφιστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο Θεός κατανοείται περισσότερο ως νομοθέτης και η σωτηρία ως πειθαρχία (salutaris disciplina) στο Θεό. Στους εθνικούς υπογραμμίζει τη νομική θέση των χριστιανών και την απόλυτη νομιμότητά τους στην κοινωνία. Ο Τερτ. εισάγει γενικά το δικανικό πνεύμα και τη νομική σκέψη στη λατινική θεολογία. Eνδεικτικό είναι ότι νομικοποιεί τις έννοιες που αντιμετωπίζει, όπως λόγου χάρη την περίφημη έννοια και θεολογία της αποστολικής διαδοχής (Ηγήσιππος, Ειρηναίος), η οποία από ιστορικό και θεολογικό επιχείρημα γίνεται νομικό. Τη σκέψη του και τα επιχειρήματά του οργανώνει θαυμάσια με τη ρητορική τεχνική, όπως θα έκανε άριστος σοφιστής της αρχαιότητος. Και ήταν πράγματι μεγάλος σοφιστής. Χρησιμοποιεί τα μέσα και τα σχήματα της σοφιστικής με άνεση εντυπωσιακή, κάτι που προϋποθέτει σχετικές σπουδές και ανεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο. Αυτά όμως δε σημαίνουν πάντοτε αρμονία στη σκέψη του και μέτρο στη γλώσσα του.
Η φιλοσοφία διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη δόμηση του έργου του, μολονότι σαφώς την απορρίπτει και την περιφρονεί, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Τι κοινόν υπάρχει μεταξύ Αθηνών και Ιεροσολύμων; Ποία συμφωνία υπάρχει μεταξύ Ακαδημίας και Eκκλησίας;» (βλ. De praescriptione 7). Οι μεγάλοι φιλόσοφοι (Σωκράτης και άλλοι) είναι μεγάλοι διαστροφείς της αλήθειας και υπεύθυνοι των αιρέσεων. Παρά ταύτα ο Τερτυλλιανός εκφράζει στο έργο του φυσική θεολογία και αποκάλυψη, διότι αναγνωρίζει κάποια δύναμη στην ανθρώπινη συνείδηση να σχηματίζη αμυδρή ιδέα περί Θεού και μπορεί να λέγη: anima naturaliter christiana. H αντίληψη αυτή κατάγεται από το στωικό Χρύσιππο κι έφθασε στον Τερτυλ. μέσω Σενέκα, τον οποίο εκτιμούσε βαθύτατα. Συγχρόνως ο Τερτυλ. δανείσθηκε από τη στωική φιλοσοφία και άλλες βασικές έννοιες, όπως την έννοια της φύσεως, με τη βοήθεια των οποίων συγκρότησε τη σκέψη του. Ακόμη τον Τερτ. επηρέασαν εκπρόσωποι του μέσου πλατωνισμού, όπως ο Αλβίνος.
Η θεολογία του Τερτυλλιανού στηρίχθηκε στη γνώση των προγενέστερων εκκλησιαστικών συγγραφέων, στις αντιλήψεις εν μέρει των γνωστικών, στην άγια Γραφή, την οποία ερμήνευε και αλληγορικά ή τυπολογικά, στις προσωπικές του αποκλίσεις προς το μοντανισμό (τρίτη αποκάλυψη του Παρακλήτου), στη φιλοσοφία και τη νομική σκέψη. Η προσφορά του είναι ιδιαίτερα σημαντική στην τριαδική ορολογία και τη χριστολογία. Χρησιμοποιεί πρώτος μετά το Θεόφιλο Αντιοχείας τον όρο Τριάς και αναφέρεται στις δύο φύσεις του Χριστού. Διακρίνει τα πρόσωπα στην ενιαία θεότητα και αναγνωρίζει την πραγματικότητα των ενωμένων φύσεων του Χριστού. Το πρόσωπο (persona) εκφράζει την ενότητα της ουσίας (substantia) και η θεία φύση του Χριστού δεν εξαφανίζει την ανθρώπινη. Η θεολογία αυτή, εξαιρετικά χρήσιμη στις μεταγενέστερες θεολογικές ζυμώσεις, δεν είναι τόσο διεξοδική όσο θα ήθελε κανείς. Έχει όμως μεγάλη σημασία ότι οι παραπάνω όροι είναι σαφείς και γι’ αυτό εισήλθαν οριστικά στην ορολογία της Εκκλησίας.
Στην πρώτη περίοδο του χριστιανικού βίου του δείχνει σεβασμό και αφοσίωση στην Εκκλησία, την οποία καλεί μητέρα (mater ecclesiae), κάτι που είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα ο Κλήμης Αλεξανδρέας (Παιδαγ.A 6). Αναγνωρίζει ότι αυτή μόνη έχει την αλήθεια. Στη θεολογική του προσπάθεια ο γνωστικισμός και η φιλοσοφία δεν τον άφησαν ανεπηρέαστο. Έτσι η Σοφία και ο Λόγος βασικά ταυτίζονται: η Σοφία προήλθε από τον Πατέρα προ της δημιουργίας, αλλά γνώρισε και άλλη γέννηση, ώστε να γίνη Λόγος. Η προέλευση του Υιού έγινε δι’ απορροής από την πηγή, που είναι ο Πατήρ, του οποίου όμως είναι μέρος (όχι το όλον) της ουσίας. Επομένως και η αντίληψη της subordinatio (υποταγή Υιού), διάχυτη στους τρείς πρώτους αιώνες, βρίσκεται στη σκέψη του. Γενικά πρέπει να σημειώσωμε ότι ο Τερτ. δεν ασχολήθηκε διεξοδικά και σε βάθος με τα καθαυτό μεγάλα θεολογικά προβλήματα, ένεκα του ανυπόμονου και βίαιου χαρακτήρα του και της μοντανιστικής αντιλήψεως περί ταχείας ελεύσεως του Παρακλήτου. Συγχρόνως ο Τερτ. αποτελεί μοναδική περίπτωση αιρετικού (μοντανιστού) που και στα έργα της μοντανιστικής εποχής του δεν εγκαταλείπει ριζικά την εκκλησιαστική θεολογική παράδοση, ούτε αδιαφορεί γι’ αυτή, όπως θα έκανε ο γνήσιος αιρετικός. Γράφοντας π.χ. κατά του Μαρκίωνα εκφράζεται κατά του μοναρχιανισμού ή δε συζητεί πλέον τις θεολογικές βάσεις του χριστιανισμού. Το φαινόμενο τούτο συνετέλεσε, νομίζομε, αποφασιστικά στη διάσωση των περισσότερων έργων του Τερτ. και γενικά στη διατήρηση της μνήμης του και της φήμης του στην Εκκλησία.
Η λατινική γλώσσα γνώρισε στον Τερτυλλιανό όχι μόνο τον αριστοτέχνη χειριστή, αλλά και το δυναμικό δημιουργό. Στηρίχθηκε στην κλασσική λατινική γλώσσα και δημιούργησε ως ένα βαθμό τη χριστιανική λατινική με τη βοήθεια στοιχείων της καθομιλουμένης και των τύπων που ο ίδιος έπλαθε. Έτσι δίνει ζωντανή γλώσσα στην Εκκλησία και γλωσσική ακρίβεια στη θεολογία. Όσο πειθαρχικά όμως χρησιμοποιεί τους κανόνες της γλώσσας, της ρητορείας και της σοφιστείας, τόσο εύκολα τους παραβιάζει και τους καταργεί. Αποτέλεσμα είναι το σκοτεινό ύφος, οι ελλειπτικές προτάσεις, οι πολλές ασυνταξίες και η έλλειψη καλλιέπειας, για την οποία δεν ενδιαφερόταν. Η προσπάθεια των τελευταίων δεκαετιών να θεωρηθούν κάποια λατινικά θεολογικά κείμενα προγενέστερα του Τερτυλ. αποδυναμώθηκε με την έρευνα του Orban, που έδειξε ότι τα κείμενα αυτά είναι μεταγενέστερα του Τερτυλλιανού.
Ο μοντανισμός διαμόρφωσε αδρότερα τον άτεγκτο ηθικιστή Τερτυλλιανό και τον απομάκρυνε περισσότερο από την πραγματικότητα της ζωής και των προβλημάτων της εποχής του. Ανέμενε τη χιλιετή βασιλεία του Χριστού στη γη, επέβαλε αυστηρούς κανόνες ζωής, προσπάθησε να ρυθμίση τις λεπτομέρειες της κοινωνικής συμπεριφοράς, απέκλειε τους πιστούς από μερικά κανονικά επαγγέλματα, το στράτευμα και τα κρατικά αξιώματα, εγκαινίασε τακτική απόλυτα αντικοινωνική και ήθελε την Εκκλησία χωρίς συμβιβασμούς και συνεχώς αγωνιζόμενη κατά του κράτους.
Τέλος, ο Τερτυλλιανός υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία στην εποχή του και άφησε τεράστιο έργο, του οποίου όμως η επίδραση στους μεταγενέστερους ήταν σχετικά μικρή, διότι ουσιαστικά επρόκειτο για σοφιστικό, νομικό, στωικό, χριστιανικό και μοντανιστικό κατασκεύασμα, που συγκινούσε λίγο και δεν εύρισκε συνεχιστές, παρά τις έξοχες πλευρές που, που φυσικά δεν παραθεωρήθηκαν.
ΒΙΟΣ
Σπάνια γνωρίζομε τόσο λίγα βιογραφικά στοιχεία για ένα τόσο μεγάλο συγγραφέα. Γεννήθηκε από εθνικούς γονείς, σπούδασε κι έδρασε στην Καρθαγένη της Β. Αφρικής, όπου ο χριστιανισμός βρισκόταν σε μεγάλη άνθιση και όπου η εκκλησιαστική λατινική γλώσσα καλλιεργήθηκε περισσότερο απ’ ό,τι στη Ρώμη. Η παιδεία του ήταν λατινική και ελληνική, αλλ’ ό,τι έγραψε στην ελληνική δε σώζεται. Το έργο του δείχνει ότι έκανε καλές σπουδές στη νομική, τη ρητορική και τη στωική φιλοσοφία. Το όνομά του σύμφωνα με τα κείμενά του είναι Septimius Tertullianus (De virginibus velandis) και όχι το μεταγενέστερο Quintus Septimius Florens Tertullianus. Η ζωή και η δράση του τοποθετούνται μεταξύ 150/160 και 225/240. Η ακαθόριστη χρονικά μεταστροφή του στο χριστιανισμό, που δεν έγινε σε νεαρή ηλικία, είχε αφορμή το θάρρος και τη γενναιότητα των χριστιανών ενώπιον του μαρτυρίου. Εργάσθηκε με ζέση και αυταπάρνηση κατά των πολλών εχθρών του χριστιανισμού και της Εκκλησίας, κυρίως συγγράφοντας έργα, που όλα είδαν το φως μεταξύ 196 και 212. Περί το έτος 205 ίσως ολοκληρώνεται η προσχώρησή του στο μοντανισμό. Ο εξαιρετικά επιθετικός και αντιρρητικός θεολόγος Τερτυλλιανός, μολονότι δημιούργησε τόσο θόρυβο και τόσα προβλήματα στην εποχή του, πέθανε στην αφάνεια, άγνωστο πότε, ανειρήνευτος, έξω από την Εκκλησία και ίσως απογοητευμένος και από το μοντανισμό.
Νεώτεροι ερευνητές και μάλιστα ο T.D. Barnes απήλλαξαν τη βιογραφία του Τερτυλλιανού από υπερβολές και μυθικά στοιχεία, που η παράδοση είχε χαλκεύσει. Έχομε σχεδόν νέο πορτραίτο του Τερτυλλιανού, απομυθευμένο, αλλά σκοτεινότερο. Έτσι, αντίθετα με ό,τι παλαιότερα γινόταν δεκτό, ο Τερτυλλιανός: δεν ταυτίζεται με τον ομώνυμο γνωστό νομομαθή, συνήγορο και ρήτορα, που διακρίθηκε στη Ρώμη περί το 200. Είναι τελείως αμφίβολο, αν ποτέ γνώρισε προσωπικά τη Ρώμη. Δεν ήταν γιος ρωμαίου αξιωματούχου (εκατόνταρχου) στην Καρθαγένη. Δε γνωρίζομε αν διέπρεψε ως νομικός, μολονότι ο Ισίδωρος Σεβίλλης (Orig.39,25) αφήνει να νοηθή ότι ο Τερτυλλιανός έγραψε νομικά έργα (L. Hermann, εις Latomus30,1971,σ. 151). Δε χειροτονήθηκε ιερέας. Δε φαίνεται να δημιούργησε δική του ομάδα μοντανιστών, που τα μέλη της ονομάσθηκαν Τερτυλλιανισταί (Αυγουστίνος) και διέφεραν από τους προηγούμενους.
ΕΡΓΑ
Ο Τερτυλλιανός έγραψε πλήθος βιβλίων, ελληνικά και λατινικά, που τον αναδεικνύουν το μεγαλύτερο δυτικό και λατίνο χριστιανό συγγραφέα μέχρι τα μέσα του Δ' αιώνα. Ό,τι έγραψε στην ελληνική έχει χαθή. Σώζονται 32 έργα του στη λατινική, που όλα καθρεπτίζουν την αμείωτη επιθετική διάθεση του συγγραφέα τους και τις θρησκευτικές, τις νομικές και τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις του. Παραθέτομε πιο κάτω τα έργα του όχι χωρισμένα σε ομάδες (απολογητικά, δογματικά κ.λπ.), που δεν είναι ευδιάκριτες, αλλά κατά χρονολογική σειρά, με βάση τη χρονολόγηση (άλλοτε απόλυτη και άλλοτε σχετική), την οποία πρόσφατα επιχείρησε ο Τ. Barnes. Έτσι θα συνειδητοποιήσωμε καλύτερα την πνευματική πορεία και τους προβληματισμούς του Τερτυλλιανού.
1. Despectaculis (Περί θεαμάτων). Γράφηκε το 196 ή αρχές του 197 και απαγόρευε στους χριστιανούς να παρακολουθούν τα εθνικά θεάματα.
2. Deidololatria (Περί ειδωλολατρίας). Γράφηκε το 196 ή αρχές του 197 και εκφράζει αντικοινωνικές τάσεις, επιβάλλοντας αποφυγή όχι μόνο θυσιών στα είδωλα, αλλά και υπηρεσίες στο κράτος (πολιτική και στρατό). O R. Braun (AFLNice, 1974, No21,σσ. 271-281) τοποθετεί το έργο στα έτη 203-206.
3. DecultufemioaromII (Περί στολισμού των γυναικών). Γράφηκε το 196 ή Αρχές 197, για να καταδικάση το στολισμό των γυναικών και αυτή ακόμη την ωραιότητα.
4. Ad nationes (Προςτά θθνη). Γράφηκε το καλοκαίρι του 197 με σκοπό την απόρριψη των κατηγοριών, που οι εθνικοί απέδιδαν στους χριστιανούς.
5. AdversusJudaeos (Κατά Ιουδαιων). Γράφηκε το καλοκαίρι του 197, για να δείξη στους Ιουδαίους ότι ο Νόμος της Π Δ ίσχυε μόνο μέχρι την έλευση του Χριστού.
6. Admartyras (Προς μάρτυρας). Γράφηκε το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 197, για να ενθαρρύνει τους μάρτυρες της πίστεως.
7. Apologeticum (Απολογητικός). Γράφηκε το φθινόπωρο του 197 ή το 198. Είναι από τα σπουδαιότερα έργα του και επαναλαμβάνει βέβαια τα