ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ (+ 235)
Ο Ιππόλυτος ήταν έλληνας θεολόγος, που έδρασε στους κόλπους της ρωμαϊκής Εκκλησίας. Εκπροσωπούσε βασικά τη μικρασιατική και συριακή παράδοση και αντιμετώπισε τα προβλήματα της χριστιανικής Δύσεως με ορθό φρόνημα και οξύτητα επικίνδυνη για την ειρήνη της Εκκλησίας. Η ρωμαϊκή Εκκλησία στο πρόσωπό του γνώρισε τον πρώτο μεγάλο συγγραφέα της (αφού ο Ειρηναίος ανήκε σε άλλη Εκκλησία), τον πρώτο ορθόδοξο θεολόγο της, τον καλύτερο μάρτυρα της λειτουργικής παραδόσεώς της και τον τελευταίο συγγραφέα της που έγραψε στην ελληνική. Ο Ιππόλυτος δρούσε σαν πρεσβύτερος στη Ρώμη, όταν εκεί επισκόπευαν ο Ζεφυρίνος (199-217), ο Κάλλιστος (217-223), ο Ουρβανός A΄(223-230) και ο Ποντιανός (230-235), με τον οποίο συνεξορίσθηκε. Ήταν πνεύμα κατ’ εξοχήν πρακτικό και ελάχιστα θεωρητικό. Η θεολογία του αποτελεί αντίδραση πρώτον στους διωγμούς, δεύτερον στις τάσεις της ρωμαϊκής Εκκλησίας για συνύπαρξη με τον κόσμο, για επιείκεια προς τους αμαρτάνοντες, για σχέσεις αγαθές με την εξουσία, για εγκατάλειψη της αγωνιστικότητος και του ενθουσιαστικού στοιχείου, και τρίτον αντίδραση στην απόκλιση προς το μοναρχιανισμό, που συνειδητά ή ασυνείδητα υπέθαλψαν ο Ζεφυρίνος και ο Κάλλιστος. Ο Κάλλιστος μάλιστα εξέφραζε πιο έντονα τις τάσεις αυτές και χαρακτήριζε τον Ιππόλυτο «δίθεον», διότι δεν έστεργε στο μοναρχιανισμό, τον οποίο δίδασκε ο Νοητός στη Σμύρνη, έφερε ο Επίγονος στη Ρώμη και διέδιδε εκεί ο Κλεομένης. Φαίνεται μάλιστα ότι στην ομάδα των μοναρχιανών στηρίχθηκαν οι ρωμαίοι επίσκοποι για να αντιμετωπίσουν την ομάδα των αυστηρών χριστιανών που επηρεάζονταν και από το μοντανισμό (αποκαλυπτικό κίνημα). Είναι χαρακτηριστικό ότι από το περιβάλλον των μοναρχιανών ο πρεσβύτερος Γάιος απέρριπτε τελείως την Αποκάλυψη, τη θεοπνευστία και γνησιότητα της οποίας υποστήριζε ο Ιππόλυτος, χωρίς όμως να φθάση στις ακρότητες του μοντανισμού, όπως ο σύγχρονός του Τερτυλλιανός. Η αποφυγή των άκρων στην προκειμένη περίπτωση φανερώνει ότι ο Ιππόλυτος παρά την οξύτητά του είχε σύνεση και αίσθηση των ορίων μεταξύ αληθείας και κακοδοξίας, Εκκλησίας και αιρέσεως. Γι’ αυτό και δεχόμεθα ως ορθά τα επιχειρήματα του J. Hanssens, σύμφωνα με τα οποία ο Ιππόλυτος δε δημιούργησε σχίσμα στη ρωμαϊκή Eκκλησία, ούτε κι έγινε επίσκοπος Ρώμης (αντίπαπας) από τους ομόφρονές του, όπως γίνεται δεκτό. Η διαμάχη του, όσο και αν ήταν έντονη, κρατήθηκε σε προσωπικό επίπεδο μεταξύ Ιππολύτου και Καλλίστου. Ίσως μάλιστα οι δύο άνδρες να υπήρξαν ανταγωνιστές για τον επισκοπικό θρόνο και όταν εξελέγη ο απαίδευτος Κάλλιστος, χολώθηκε τόσο πολύ ο Ιππόλυτος, ώστε δεν έχανε ευκαιρία να κατηγορή, να ειρωνεύεται και ίσως να υπερβάλλη τα μειονεκτήματα και τις παρεκκλίσεις του πρώτου. Άλλωστε με τους διαδόχους του Καλλίστου, Ουρβανό και Ποντιανό, δε φαίνεται να είχε ο Ιππόλυτος κακές σχέσεις.
Τα αντιρρητικά έργα του Ιππολύτου κατά της φιλοσοφίας, των γνωστικών και των αιρετικών, καθώς επίσης και τα εξηγητικά του, σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν την καθαρότητα της πίστεως, να προκαλέσουν την εγρήγορση της Eκκλησίας και να ενισχύσουν τη συνείδηση της αποκλειστικότητός της, τη συνείδηση δηλαδή ότι αποτελεί κάτι το όλως άλλο σε σχέση προς τον κόσμο και τη φιλοσοφική και ηθική σκέψη. Γι’ αυτό και απέρριπτε ρητά τη χρήση της φιλοσοφίας στη θεολογία, μολονότι συχνά, προσπαθώντας να δώση απάντηση σε προβλήματα μεταφυσικά, κοσμολογικά και ηθικά, καταφεύγει στη βοήθεια των στωικών και του μέσου πλατωνισμού, που συνιστούσαν το πνευματικό περιβάλλον της εποχής. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την επιμονή του να γράφη μόνο ελληνικά, όταν καθημερινή τουλάχιστον γλώσσα της ρωμαϊκής Εκκλησίας είχε γίνει η λατινική, δείχνουν άνδρα με τάσεις εκλεκτικιστικές (ελιτιστικές). Οι εκλεκτοί διανοούμενοι της Ρώμης μιλούσαν την ελληνική, την οποία έγραφε αυτός· οι εκλεκτοί χριστιανοί ήσαν αυστηροί κι ενθουσιώδεις, όπως ο ίδιος. Η κοινή λατινική γλώσσα και η μη αυστηρότητα των χριστιανών φαινόταν στα μάτια του υψιπέτη Ιππολύτου υποβιβασμός, λαϊκισμός, εκκοσμίκευση, νόθευση του πνεύματος της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ήταν ιδιαίτερα σκληρός προς τους επικεφαλείς της Εκκλησίας, που υιοθετούσαν κι εξέφραζαν τις τάσεις αυτές.
Τα έργα του Ιππολύτου, εξαιρετικά πολυάριθμα (είναι ο πολυγραφότερος θεολόγος της Ρώμης μέχρι τα μέσα του Δ' αιώνα), αποδεικνύουν συγγραφέα παραδοσιακό, φορέα της ορθοδόξου γενικά θεολογίας, όπως γνωρίζομε αυτή από τον Ιουστίνο και μάλιστα τον Ειρηναίο. Το ύφος του είναι απλό και σαφές. Δεν έχει επίδοση στην πολύ ανεπτυγμένη στους χρόνους του ρητορική τέχνη. Ο χαρακτήρας του και τα ενδιαφέροντά του δεν συμβιβάζονται με θεωρητικές πτήσεις και αναζητήσεις. Η κατάρτισή του είναι πολύ πλατειά. Οφείλεται όμως μάλλον σε ανθολόγια και εγχειρίδια. Γνωρίζει δηλ. τη φιλοσοφία κυρίως και το γνωστικισμό από δεύτερο χέρι. Το έργο του «Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος» είναι πολύ πλούσιο σε πληροφορίες για τους γνωστικούς και τις τότε αιρέσεις. Πολλά στοιχεία του βρίσκονται στο ανάλογο έργο του Ειρηναίου, ενώ αλλά είναι τελείως νέα και άγνωστα σε άλλες πηγές, κάτι που κάνει το έργο μοναδικό. Ο Ιππόλυτος χαρακτηρίζεται συχνά συμπιλητής χωρίς πρωτοτυπία. Ο χαρακτηρισμός είναι ορθός εν μέρει για το έργο του «Έλεγχος», ενώ θεωρείται υπερβολικός για τα εξηγητικά, και αντιαιρετικά του έργα, στα οποία υπήρξε πολύ δημιουργικότερος.
Η αλληγορία της Αλεξάνδρειας τού είναι βασικά άγνωστη. Η τυπολογία του προέρχεται από τη μικρασιατική θεολογία, η οποία τού κληρονόμησε τις χιλιαστικές αντιλήψεις και μέρος της θεματολογίας του (π.χ.: σχέση Π και ΚΔ, ο Χριστός δεύτερος Αδάμ, η τυπολογία του Ιωσήφ, του Πάσχα κλπ.). Η θεολογία του βοήθησε στην αντιμετώπιση του μοναρχιανιαμού μόνο σαν αντίδραση και όχι σαν θεολογική λύση του προβλήματος. Ο Ιππόλυτος δηλαδή κινήθηκε βασικά στη διατυπωμένη θεολογία, χωρίς να προχωρήση αισθητά περαιτέρω και δημιουργικά. Είναι όμως πολύ σημαντικό ότι επιμένει στην ύπαρξη δύο προσώπων, του Θεού Πατρός και του Λόγου Υιού (το αγ. Πνεύμα δεν χαρακτηρίζεται πρόσωπο: Εις την αίρεσιν του Νοητού ιδ'), που είναι πράγματι διαφορετικά μεταξύ τους, χωρίς να πρόκειται για δύο θεούς (ε. α. ια'). Είναι ακόμη σπουδαίο για την εποχή ότι σαφώς καλεί το Λόγο «Θεό» και μάλιστα «ουσία Θεού» (Έλεγχος ι' 33). Βέβαια η προέλευση του Λόγου από το Θεό και η σχέση του προς αυτόν κατανοείται βασικά στα πλαίσια της θεολογίας των απολογητών. Έτσι ο Λόγος, μολονότι προϋπήρχε στο Θεό κατά τρόπο αδιόριστο, προήλθε με τη βούληση του Θεού (άρα εν χρόνω) για τη δημιουργία του κόσμου (Έλεγχος ι 33 και Εις Νοητού ... ι') ως νους και ενδιάθετος λόγος, που σαρκώθηκε αργότερα προς σωτηρία των ανθρώπων. Ο Πατήρ είναι ο κατ’ εξοχήν Θεός («το δε παν ο Πατήρ»), που μάλιστα δεν έχει «σύγχρονόν» του ον, αφού και ο Λόγος προήλθε μεν πριν από όλα τα όντα, αλλά κ ά π ο τ ε, σε κάποια χρονική στιγμή.
Στην εποχή του ο Ιππόλυτος υπήρξε μοναδικό φαινόμενο πολυγράφου παραδοσιακού θεολόγου, καθόσον οι σύγχρονοί του Κλήμης Αλεξανδρέας, Τερτυλλιανός, Μινούκιος Φήλιξ και Ωριγένης ήσαν διαφορετικά πνεύματα, ερευνητικώτερα, επιστημονικώτερα, πιο πρωτότυπα, αλλά όχι φορείς της παραδόσεως όσο αυτός. Eν τούτοις η δυτική θεολογία επωφελήθηκε λίγο από το έργο του Ιππολύτου, προφανώς διότι ήταν γραμμένο στα ελληνικά που η Δύση λησμόνησε, διότι επικράτησε η τακτική της επιεικείας, που εκείνος καταδίκαζε, και διότι ξεπεράστηκε η τριαδολογία και χριστολογία του.
ΒΙΟΣ
Η σιγή των αρχαίων και η σύγχυση των νεωτέρων πηγών συνοδεύουν τον πολυγραφότερο μέχρι την εποχή του έλληνα θεολόγο, τον Ιππόλυτο. Η αρχαία ρωμαϊκή Εκκλησία έπειτα δε και η ανατολική τον τιμούσαν ως άγιο και μάρτυρα. Ο Ευσέβιος (Eκκλησ. ιστ. ΣΤ 22) αναφέρει μερικά έργα του χωρίς περισσότερες πληροφορίες. Από τον Ε' και μάλιστα τον ΣΤ' αιώνα δημιουργείται η παράδοση περί του Ιππολύτου ως επισκόπου Ρώμης η Porto. Το 1551 ανακαλύπτεται κοντά στη νέα Tiburtina (κοιμητήριον Verano) ακέφαλο άγαλμα, που παριστάνει άνδρα καθισμένο σε πολυθρόνα, στις πλευρές της οποίας είναι σκαλισμένοι τίτλοι έργων. Μέρος των έργων αυτών ήσαν ήδη γνωστά ως έργα του Ιππολύτου, τον οποίο παριστάνει το άγαλμα, κατά την επικρατούσα άποψη. Ο Ρ. Nautin διαιρεί τα έργα, που με οποιοδήποτε τρόπο αποδίδονται στον Ιππόλυτο, σε δύο ομάδες, η μία των οποίων προσγράφεται στον Ιππόλυτο, τον οποίο τοποθετεί στην Ανατολή, και η άλλη σε κάποιο άγνωστο βασικά Ιώσηπο, τον οποίο δήθεν παριστάνει το άγαλμα. Το κύριο επιχείρημα του Nautin για τη θεωρία του είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα γνωστά έργα του Ιππολύτου λείπουν από το άγαλμα, στο οποίο μάλιστα υπάρχουν άλλα. Το επιχείρημα δεν είναι ανυπέρβλητο και η θεωρία δεν υιοθετήθηκε γενικά, διότι: η αρχή του καταλόγου λείπει, στο άγαλμα υπάρχουν έργα που γράφηκαν μόνο μέχρι το 224 (έτος κατασκευής του αγάλματος) και τα επιχειρήματα υπέρ της ταυτότητος συγγραφέως των έργων, που σχετίζονται με το όνομα Ιππόλυτος, είναι πειστικότερα.
Ο Ιππόλυτος γεννήθηκε ίσως περί το 170, ήταν ελληνικής καταγωγής, έζησε όμως κι έδρασε στη Ρώμη ως πρεσβύτερος από τους χρόνους ίσως του Ρώμης Βίκτωρα (189-198) και ασφαλώς στα χρόνια των διαδόχων του. Ενωρίς η μόρφωσή του και τα λοιπά προσόντα του τον έκαμαν πολύ γνωστό και τον επέβαλαν στο περιβάλλον της ρωμαϊκής Εκκλησίας, κάτι που ίσως του δημιούργησε ελπίδες για τον επισκοπικό θρόνο, τον οποίο τελικά πήρε ο χωρίς θεολογική μόρφωση αλλά ικανός πολιτικός Κάλλιστος (217-223). Φαίνεται ότι πριν από το 200 άρχισε τη συγγραφική του δράση, στην οποία καθρεπτίζονται οι αγώνες του κατά της επιεικείας της Εκκλησίας και κατά του μοναρχιανισμού. Οι αγώνες αυτοί, και μάλιστα οι οξύτατες επιθέσεις κατά του Καλλίστου, έδωσαν αφορμή στη δημιουργία της παραδόσεως, που γίνεται ακόμη δεκτή, ότι ο Ιππόλυτος έγινε σχισματικός επίσκοπος Ρώμης. Οι πηγές όμως δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Άλλωστε θα ήταν αδιανόητο για τη ρωμαϊκή Εκκλησία να τιμήση ως άγιο ένα σχισματικό επίσκοπο. Ο J. Hanssens και ο Μ. Richard βάσει σοβαρής επιχειρηματολογίας θέλουν τον Ιππόλυτο απλό πρεσβύτερο και συγγραφέα όλων των έργων, που φέρνουν το όνομά του (πλην βέβαια των ψευδεπιγράφων). Το 212 ο Ωριγένης, όταν επισκέφθηκε τη Ρώμη, άκουσε τον Ιππόλυτο να κηρύττει. Το 224 φίλοι του και ομόφρονές του κατασκεύασαν το άγαλμά του, που μαρτυρεί το κύρος του, την επιρροή που ασκούσε. Το 235 συλλαμβάνεται με τον Ρώμης Ποντιανό (230-235) και εκτοπίζεται στη Σαρδηνία, όπου και οι δύο άνδρες υπέκυψαν στις κακουχίες. Από εκεί τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν στη Ρώμη και τάφηκαν με τιμές, του μεν Ποντιανού στην κρύπτη του αγ. Καλλίστου, του δε Ιππολύτου στο κοιμητήριο κοντά στη Via Tiburtina. Ο Ρ. Nautin εκτείνει τη δράση του συγγραφέα Ιππολύτου μέχρι το 250 περίπου, υποστηρίζοντας συγχρόνως ότι ο Ιππόλυτος που εξορίσθηκε με τον Παντιανό υπήρξε άλλο πρόσωπο (Lettres et ecrivains,Paris 1961,σ. 204).
ΕΡΓΑ
Στο τέλος του ΙΘ' και τις αρχές του Κ' αιώνα έγιναν γνωστά, μελετήθηκαν και τυπώθηκαν τα περισσότερα έργα του Ιππολύτου. Στη σειρά μάλιστα GCS βρίσκομε την πληρέστερη και καλύτερη έκδοση των έργων του, που όμως δεν είναι όλα εκδεδομένα κριτικά.
Υπόμνημα εις το Άσμα Ασμάτων (Κεφ. α-γ 8). Γράφηκε περί το 200 και ίσως είναι το πρώτο έργο του Ιππολύτου, διότι οι φιλολογικές ατέλειες που παρατηρούνται σ’ αυτό λείπουν από τα μεταγενέστερα κείμενά του. Σώζεται ακέραιο μόνο σε γεωργιανή μετάφραση. Υπάρχουν αποσπάσματα ελληνικά, σλαβικά, συριακά, αρμενικά και περίληψη ελληνική. Πρόκειται μάλλον για συναγωγή ομιλιών, που υπενθυμίζουν το ανάλογο έργο του Ωριγένη (ο βασιλέας είναι ο Χριστός, η δε νύμφη η Εκκλησία και κάποτε η ψυχή).
Περί Χριστού και περί του Αντιχρίστου. Γράφηκε περί το 200 ή λίγο νωρίτερα, σώζεται ολόκληρο στα ελληνικά και σε μεταφράσεις και φέρει την επίδραση του Ειρηναίου. Ασχολείται με τον Αντίχριστο και το τέλος του κόσμου. Πρόκειται για υπομνηματισμό χωρίων του Δανιήλ, άλλων προφητών και της Αποκαλύψεως.
Υπόμνημα εις τον Δανιήλ. Γράφηκε περί το 204 κάτω από την επήρεια του διωγμού του Σεπτιμίου Σεβήρου. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία, ερμηνεύει και τα δευτεροκανονικά τεμάχια, είναι το αρχαιότερο εξηγητικό υπόμνημα σε βιβλίο της Γραφής και σώζεται ελληνικά το μεγαλύτερο μέρος του, ενώ έχομε ολόκληρο το έργο σε σλαβική μετάφραση.
Απόδειξις χρόνων του Πάσχα. Στον ανδριάντα του Ιππολύτου μνημονεύεται ομότιτλο έργο και σημειώνεται πίνακας 112 Πάσχα από το έτος 222 και εξής.
Προς Έλληνας και προς Πλάτωνα η περί της τον παντός ουσίας. Γράφηκε προ του 222, αποτελείται από 4 βιβλία, σώζεται αποσπασματικά, είναι επηρεασμένο από το έργο προς Αυτόλυκον του Θεοφίλου Αντιόχειας και αμφισβητήθηκε η γνησιότητά του χωρίς πειστικά επιχειρήματα.
Επιστολή προς Μαμμαίαν η περί αναστάσεως. Γράφηκε προ του 222, αναφέρεται στο πρόβλημα της αναστάσεως και απευθύνεται στην Ιουλία Μαμμαία, μητέρα του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Σεβήρου. Σώζονται, μόνο αποσπάσματα.
Υπόμνημα εις τας ευλογίας του Ισαάκ, του Ιακώβ και του Μωυσέως. Γράφηκε μετά το 204 και είναι υπόμνημα εις Γεν. κζ' και μθ' και Δευτερ. λγ. Σώζεται το πρώτο μέρος (βιβλίο) ελληνικά και ακέραιο αρμενικά και γεωργιανά. Το ελληνικό κείμενο εξέδωσαν πρώτοι οι Κ. Δυοβουνιώτης και Ν. Βέης.
Ομιλία εις τους Ψαλμούς. Σώζεται και ελληνικά και αναφέρεται σε εισαγωγικά προβλήματα των Ψαλμών (συγγραφέας, τίτλοι κλπ.).
Εις την αίρεσιν του Νοητού. Σπουδαίο αντιαιρετικό κείμενο που γράφηκε μάλλον στους χρόνους της αρχιερατείας του Καλλίστου (217-223). Καταπολεμεί τους μοναρχιανούς πατροπασχίτες, υποστηρίζοντας την ενότητα του Θεού και την ιδιαιτερότητα Πατρός και Υιού. Υποστηρίχθηκε ότι το έργο αποτελεί το τέλος του απολεσθέντος Συντάγματος, αλλά φαίνεται ότι είναι τμήμα διαφορετικού και εκτενέστερου έργου.
Ομιλία εξηγητική περί Δαβίδ και Γολιάθ (Γ' Βασ. ιζ'). Σώζεται, ολόκληρη σε αρμενική και γεωργιανή μετάφραση.
Συναγωγή χρόνων και ετών από κτίσεως κόσμου έως της ενεστώσης ημέρας. Είδος χρονογραφίας που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και τελειώνει το 234. Σώζεται ελληνικά μόνο το πρώτο μέρος. Το υπόλοιπο σε λατινική, αρμενική και γεωργιανή επεξεργασία. Πηγή του είναι η Γραφή, το ανάλογο έργο του Ιουλίου Αφρικανού (221), οι χρονολογικές πληροφορίες του Κλήμεντα Άλεξ. (Στρωμ. A. 109-136) και τα ελληνιστικά γεωγραφικά εγχειρίδια.
Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος. Γράφηκε στο τέλος της ζωής του και είναι το αντιπροσωπευτικότερο έργο του. Δεν το αναφέρουν ο Ευσέβιος και ο Ιερώνυμος, αλλά η γνησιότητά του θεωρείται βέβαιη, μολονότι ο Ρ. Nautin βάσει της πολύπλοκης θεωρίας του το αποδίδει στον Ιώσηπο. Αποτελείται από δέκα βιβλία και ανακαλύφθηκε τμηματικά: το Α' το 1701 και τα Δ-Ι το 1842 στο άγιον Όρος από το Μηνά Μηνωΐδη. Τα βιβλία Β-Γ δε βρέθηκαν ακόμη. Μέχρι το 1851, που το εξέδωσε ο Miller ολόκληρο, κυκλοφορούσε ως έργο του Ωριγένη. Στο Α' βιβλίο (που μόνο αυτό μπορεί να φέρη το συνήθη τίτλο φιλοσοφούμενα) εκθέτει τις αντιλήψεις ελλήνων φιλοσόφων, για να δείξη ποια υπήρξε η πηγή των αιρέσεων, οι οποίες για το λόγο αυτό δε μπορούν να έχουν αξιώσεις αληθείας, η οποία υπάρχει μόνο στη Γραφή και την Παράδοση. Η τακτική του αυτή απηχεί το ανάλογο έργο του δασκάλου του Ειρηναίου. Ιδιαίτερη σημασία έχει το έργο και για το υλικό που παραθέτει, διότι αυτό συχνά έχει χαθή και ο Ιππόλυτος αποβαίνει γι’ αυτό μοναδική πηγή. Σε μερικές περιπτώσεις το υλικό του διαπιστώθηκε στους κοπτικούς πάπυρους γνωστικών κειμένων, που ήρθαν τελευταία στο φως. Με τον όρο αιρέσεις ο Ιππόλυτος αντιλαμβάνεται τα γνωστικά συστήματα, εκ των οποίων παρουσιάζει 33.
Αποσπάσματα εξηγητικά. Σώζονται λίγα και κάποτε αμφίβολα αποσπάσματα εξηγητικών έργων, όπως: α) Εις την Εξαήμερον, β) Εις τα μετά την Εξαήμερον, γ) Εις την Εξοδον, ο) Εις τας ευλογίας του Βαλαάμ, ε) Εις την ωδήν την μεγάλην, στ) Εις την Ρουθ, ζ) Εις τον Ελχαναν και την Άνναν, η) Εις εγγαστρίμυθον, θ) Εις τους Ψαλμούς, ι) Εις τας Παροιμίας, ια) Εις τον Εκκλησιαστήν, ιβ) Εις τον Ζαχαρίαν, ιγ) Εις τον Ησαΐαν, ιδ) Εις τον Ιεζεκιήλ, ιε) Εις τον Ματθαίον, ιστ) Εις την των Ταλάντων διανομήν, ιζ) Εις τους δύο ληστάς, ιη) Ωδαί εις πάσας τας Γραφάς. Μερικοί από τους παραπάνω τίτλους αναφέρονται απλώς σε αποσπάσματα, που προέρχονται από γνωστά έργα. Έτσι π.χ. τα αποσπάσματα με τον τίτλο Εις την Ωδήν την μεγάλην ανήκουν στο χαμένο Περί Πάσχα έργο (βλ. Ρ. Nautin, LedossierdfHippolyte..,, σσ. 139-149). Μερικά αποσπάσματα είναι αμφιβαλλόμενα ή νόθα.
Περί χαρισμάτων, Αποστολική παράδοσις. Πρόκειται για συρραφή δύο διαφορετικών κειμένων. Το πρώτο αναφέρεται στα χαρίσματα και τη σημασία τους, ενώ το δεύτερο, που είναι κανονιστική συλλογή, καταγράφει πλήθος διατάξεων, σχετικών με τις ποικίλες εκδηλώσεις του εκκλησιαστικού βίου. Οι κανόνες ή τα παραγγέλματα αναφέρονται σε θέματα χειροτονίας, λειτουργικής τάξεως, ευχαριστίας, βαπτίσματος, επισκόπων, πρεσβυτέρων διακόνων, διακονισσών, αναγνωστών, ομολογητών, λαϊκών, νηστείας, αγαπών, χηρών, επορκιστών, δεκατών, περισσευμάτων, εργασίας δούλων (να εργάζονται πέντε ημέρες μόνο), ευχών του όρθρου, μνημοσύνων κ.ά. Στo σημείο μάλιστα, όπου ο λόγος για το μυστήριο του βαπτίσματος, παρατίθεται με μορφή ερωτήσεων Σύμβολο πίστεως, που είναι το πρώτο αποκρυσταλλωμένο και σχετικά εκτενές (7 προτάσεις), απ’ όσα Σύμβολα γνωρίζομε.
«Πιστεύεις εις Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα;
Πιστεύεις εις Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν τον Θεού,
τον γεννηθέντα δια Πνεύματος αγίου εκ Μαρίας της Παρθένου,
τον σταυρωθέντα επί Ποντίου Πιλάτου και αποθανόντα,
και αναστάντα τη τρίτη ημέρα ζώντα εκ νεκρών,
και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθίσαντα εκ δεξιών τον Πατρός,
ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς»;
Η λειτουργικοκανονική αυτή συλλογή συγκροτήθηκε σιγά-σιγά από τα μέσα του Β' αιώνα, κυκλοφορούσε στους χρόνους του Ιππολύτου και απηχούσε κατά βάση την εκκλησιαστική κατάσταση της συριακής και της ρωμαϊκής (Hanssens: αλεξανδρινής) Εκκλησίας. Εκτιμήθηκε πολύ από τον Ιππόλυτο, που την υιοθέτησε και που είχε κάποια επέμβαση στη μορφή και τη σύνταξη του κειμένου, ώστε να δικαιολογήται η αναγραφή της στον κατάλογο των έργων του, τα οποία χαράχθηκαν στον ανδριάντα του.
Το κείμενο της Αποστολικής παραδόσεως, που σώζεται σε ανατολικές γλώσσες (κοπτική, αραβική, αιθιοπική κ.ά.) και στη λατινική, οφείλομε στις εργασίες των Ε. Schwartz και R. Η. Connolly (1910 και 1916). Ήδη όμως ήσαν γνωστά πέντε συγγενή μεταξύ τους εργίδια (βιβλίο Η' των Διαταγών Αποστόλων, η Επιτομή του, Διατάξεις αιγυπτιακής Εκκλησίας, Διαθήκη Κυρίου και Κανόνες Ιππολύτου), που συνιστούν μεταγενέστερες επεξεργασίες του κειμένου μας ή προέρχονται από την ίδια με αυτό πηγή. Η έκταση της συμβολής του Ιππολύτου στη διαμόρφωση του κειμένου είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθή. Το έργο έχει τεράστια σημασία για την ιστορία των εκκλησιαστικών θεσμών και τη ζωή της Εκκλησίας και είναι το πρώτο έργο με περιεχόμενο παρόμοιο προς το περιεχόμενο της «Διδαχής των Αποστόλων».