ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΑΣ KAI Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
α. Ο Κλήμης Αλεξανδρέας είναι ο πρώτος μεγάλος θεολόγος της χριστιανικής Αιγύπτου και ο πρώτος δυναμικός συγγραφέας του Γ' αιώνα. Είναι σχεδόν σύγχρονος του Ειρηναίου, αλλά οι δύο άνδρες εκπροσωπούν τελείως διάφορες παραδόσεις: ο Ειρηναίος την αποστολική· ο Κλήμης την απόκρυφη και ιδιαίτερη, μολονότι εκφράζει αφοσίωση στην Εκκλησία. Σε μερικά σημεία ομοιάζει με τους απολογητές του Β' αιώνα, αλλά στο σύνολό του είναι κάτι το νέο, που μάλιστα δεν είχε συνεχιστές— με τη στενή έννοια— ώστε να διευκολύνεται η κατανόησή του. Είναι πνεύμα καθολικό, ενδιαφέρεται για όλες τις επιστήμες και τις θρησκείες που εκφράζουν τον άνθρωπο. Είναι φυσιογνωμία δασκάλου εξαιρετικά εντυπωσιακή και συγχρόνως μετριοπαθής και πολύ συμπαθής. Έχει φιλολογική ευαισθησία και συχνά εκφράζεται με ρυθμικό πεζό λόγο, αλλά υστερεί πολύ στη σύνθεση.
Προερχόταν από εθνικό περιβάλλον και το στήθος του έφλεγε η αγάπη για τον τέλειο βίο, στον οποίο ηθική και αλήθεια φαίνεται να ταυτίζονται. Ο Κλήμης, όπως και ο Ιουστίνος, άκουσε πολλούς δασκάλους, συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την πλατωνική φιλοσοφία κι έκανε πολλά ταξίδια, καταλήγοντας στο μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο της Ανατολής, την Αλεξάνδρεια. Εκεί γνώρισε και άκουσε περί το 180 το χριστιανό διδάσκαλο Πάνταινο με αποτέλεσμα να δεχθή το χριστιανισμό. Η Αλεξάνδρεια όμως την εποχή εκείνη ήταν κυριολεκτικά το σταυροδρόμι τριών μεγάλων πολιτισμών (του ελληνικού, του ανατολικού και του ιουδαϊκού) και η απύθμενη χοάνη των παντός είδους θρησκευτικών, φιλοσοφικών και καλλιτεχνικών σχολών και τάσεων. Προπαντός δε ήταν το κέντρο καλλιέργειας του γνωστικισμού, που είχε δημιουργήσει ένα νέο και ισχυρό κλίμα αγάπης για τη γνώση. Το κλίμα τούτο επηρέασε κι εμπότισε τόσο βαθιά τον Κλήμεντα, ώστε σε όλη τη ζωή του θα προσπαθή να φθάση και να καταδείξη τη γνώση, θα κατασκευάζη την προτομή του γνωστικού χριστιανού. Η γνώση κυριαρχεί τόσο πολύ στο πνεύμα του, ώστε θα προτιμούσε τη γνώση από τη σωτηρία (αν αυτές ήσαν χωριστές), όπως ο ίδιος βεβαιώνει (Στρωματείς Δ 22).
Επιδιώκει και οραματίζεται συνεχώς το πέρασμα από την πίστη στη γνώση. Η πίστη αποτελεί το πρώτο στάδιο, είναι λοιπόν για τους αδαείς και τους απλοϊκούς χριστιανούς. Ένα μέρος από τους πιστούς, οι εκλεκτοί, θα μπορούσαν να γίνουν γνωστικοί, μύστες του ανώτατου πνευματικού βίου, της γνώσεως. Το έργο τούτο, εξαιρετικά δύσκολο, θέλησε να πραγματοποιήση ο Κλήμης με τη βοήθεια του αλεξανδρινού ιουδαϊσμού και της ελληνικής σκέψεως, μάλιστα δε του πλατωνισμού. Τον πρώτο γνώρισε στο πρόσωπο του μεγάλου Ιουδαίου φιλοσόφου Φίλωνα, χωρίς το έργο του οποίου δεν κατανοείται ο Κλήμης και ο Ωριγένης (αλεξανδρινή σχολή), καθώς και ορισμένες μορφές θεολογικής σκέψεως των εκκλησιαστικών συγγραφέων γενικά. Γι’ αυτό και ανοίγομε εδώ σύντομη σχετική κατατοπιστική παρένθεση:
{{{ { ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ }
Ο Φίλων είναι ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές και συγγραφείς της ανθρωπότητος και ο επιφανέστερος του πρώτου χριστιανικού αιώνα. Γεννήθηκε από ιουδαίους γονείς περί το 20-15 π.Χ., σπούδασε στην Αλεξάνδρεια, όπου μυήθηκε στην ελληνική σκέψη, γνώρισε τις μυστηριακές και εθνικές θρησκείες και κυρίως έδρασε στους χρόνους του Κυρίου. Ο Φίλων αποτελεί πνευματικό μέγεθος χωρίς προηγούμενο και επόμενο, κάτι που δυσχεραίνει πολύ την κατανόησή του και κάνει αδύνατη την κατάταξή του σε μία σχολή, από τις πολλές που υπήρχαν και που γνώρισε. Η δράση του συμπίπτει με τα καινοδιαθηκικά γεγονότα, που όμως αγνοεί. Κάποιες ομοιότητες μεταξύ του Παύλου και της προς Εβραίους επιστολής άφ’ ενός και του Φίλωνα αφ’ ετέρου δεν αποδεικνύουν τελικά ουσιαστική σχέση ΚΔ και Φίλωνα. Ο ελληνοτραφής Ιουδαίος στοχαστής καταφάσκει την πίστη των πατέρων του, αλλά το ελληνικό πνεύμα τον σαγηνεύει τόσο πολύ, ώστε αισθάνεται την ανάγκη να αναγάγη τα θεμελιώδη παλαιοδιαθηκικά θεολογικά στοιχεία σε φιλοσοφική σκέψη και σύνθεση, την οποία να εκτιμούν οι θύραθεν διανοούμενοι. Πρόκειται για είδος «πνευματικής» ερμηνείας της ΠΔ, την οποία επιτυγχάνει με αλληγορική μέθοδο, την οποία χρησιμοποιούσαν ήδη οι έλληνες για την πνευματικότερη εξήγηση στίχων του Ομήρου. Ο Φίλων συστηματοποίησε την αλληγορική μέθοδο, την επεξέτεινε και την εφήρμοσε στους ανθρωπομορφισμούς της ΠΔ και στα περισσότερα κείμενά της, κάτω από τα οποία ζητούσε έννοιες και ιδέες, τις όποιες γνώρισε στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους στωικούς. Έτσι ως φιλόσοφος ήταν εκλεκτικός και ως θεολόγος ερμηνευτής. Με τη βοήθεια της αλληγορικής ερμηνείας και της ελληνικής φιλοσοφίας ανέπτυξε σε θαυμαστό βαθμό τη θεωρία του περί Λόγου, της εξαιρετικής εκείνης δυνάμεως που μεσολαβεί μεταξύ Θεού και ανθρώπου, δημιουργεί τον κόσμο, προνοεί, κατευθύνει και φανερώνει την αλήθεια, αλλά που δεν είναι τελικά ο Μεσσίας της ΠΔ. Η περίπτωση δείχνει ότι ο Φίλων περισώζει παλαιοδιαθηκικά σχήματα, αλλά σκέπτεται φιλοσοφικά-ελληνικά. Επομένως επιχειρεί και πραγματοποιεί μάλλον συνειδητά τον εξελληνισμό του ιουδαϊσμού, αφού μάλιστα το έργο του είναι στερημένο από βασικά παλαιοδιαθηκικά στοιχεία, όπως της σωτηριολογικής προοπτικής, του Μεσσία και της ελπίδας.
Ο Φίλων υπήρξε πολυγραφώτατος. Από τα έργα του γνωρίζομε τα εξής: α) Νόμων ιερών αλληγορία. 20 περίπου βιβλία, στα οποία ερμηνεύει χωρία της Γενέσεως με αλληγορική μέθοδο, β) Ζητήματα και λύσεις. Εξήγηση ολόκληρης της Πεντατεύχου. γ) Περί της κατά Μωυσέα κοσμοποιΐας (4 βιβλία με ιδιαίτερους τίτλους), ο) Περί του βίου του Μωυσέως (2 βιβλία). Τα γ' και δ' συνιστούν τα κατ’ εξοχήν συστηματικά του έργα, ε) Περί του πάντα σπουδαίον είναι ελεύθερον. στ) Περί αρετών και πρεσβείας προς Γάιον. ζ) Περί προνοίας. η) Αλέξανδρος ή περί τον λόγον έχειν τα άλογα ζώα. θ) Απολογία του ιουδαϊσμού (άποσπάσματα). ι) Περί βίου θεωρητικού, ια) Περί αφθαρσίας κόσμου. }}}
Την ελληνική σκέψη και τον πλατωνισμό γνώρισε ο Κλήμης κυρίως μέσω του Φίλωνα και του Αντιόχου Ασκαλωνίτη (+96 π.Χ.), που εκπροσωπούσε το λεγόμενο μέσο πλατωνισμό, του οποίου ως ένα σημείο θεωρείται ιδρυτής. Συγχρόνως γνώριζε βέβαια και άλλους μεταπλατωνικούς φιλοσόφους και μάλιστα τον Ποσειδώνιο, το Μουσώνιο (A' αι. μ.Χ.) και τον Eπίκτητο (+120), δεδομένου ότι το ηθικό του σύστημα είναι συναγωγή πλατωνικών, στωικών, αριστοτελικών και φυσικά χριστιανικών αντιλήψεων. Εν τούτοις ο Κλήμης αισθανόταν πιστό τέκνο της Eκκλησίας, στους κόλπους της οποίας και πέθανε. Ομιλεί για τη μία και καθολική Eκκλησία (Στρωμ. Ζ' 17) και το μοναδικό Κύριο, που προσφέρει τη μόνη αληθινή σωτηρία. Υποστηρίζει ότι μόνον ο γνωστικός χριστιανός γερνά σπουδάζοντας τη Γραφή, διασώζει την «αποστολικήν και εκκλησιαστικήν ορθοτομίαν των δογμάτων», ζει «κατά το Ευαγγέλιον ορθότατα» και ο βίος του είναι τα «έργα και λόγοι Κυρίου» (Στρωμ. Ζ' 16). Η στάση αυτή του Κλήμεντα, στάση «πιστότητος» εις την Εκκλησία, παίρνει τις ορθές διαστάσεις της μόνον όταν γίνη σαφές ότι η πιστότητα αυτή αναφέρεται ουσιαστικά σε παράδοση απόκρυφη.
β. Η απόκρυφη παράδοση του Κλήμεντα, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «γνωστική» (Στρωμ.A' 1), είναι διαφορετική, ανώτερη από αυτή που κατέχει η Eκκλησία και απευθύνεται μόνο στους εκλεκτούς. Προέρχεται από τους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο, Ιωάννη και Παύλο κι έφθασε στον ίδιο μέσω Πανταίνου (Στρωμ.A' 1). Στο σημείο τούτο, που είναι αποφασιστικό και θεμελιώδες, ο Κλήμης ακολουθεί την τακτική των ποικιλωνύμων γνωστικών του Β' αιώνα. Η άλλη παράδοση λοιπόν, την οποία ο Κλήμης ισχυρίζεται ότι έχει, σημαίνει και άλλη Eκκλησία, δεδομένου ότι η Παράδοση είναι η ταυτότητα της Eκκλησίας. Eπειδή όμως η απόκρυφη παράδοση του Κλήμεντα είναι μόνο τελειότερη και υψηλότερη, επειδή ο ίδιος υποτιμά μεν, αλλά δεν γκρεμίζει, δεν αρνείται τη γνήσια εκκλησιαστική Παράδοση, έπεται ότι δεν ήταν συνήθης γνωστικός διδάσκαλος, αλλά δεν ήταν και θεολόγος που εκπροσωπούσε το γνήσιο φρόνημα και την Παράδοση της Eκκλησίας. Ένεκα τούτου η δημιουργία του Κλήμεντα δεν είναι συνέχιση της υπαρχούσης οικοδομής, όπως συμβαίνει με τους γνήσιους εκκλησιαστικούς άνδρες, αλλά κατασκευή τελειότερης και άρα νέας οικοδομής, που ο ίδιος θα μπορούσε να της δώση τον τίτλο «γνωστικός χριστιανισμός» ή «χριστιανική και γνωστική φιλοσοφία», αφού συνεχώς ομιλεί περί γνωστικού χριστιανού. Ενδεικτικό της υιοθετήσεως απόκρυφης παραδόσεως είναι και ότι σπάνια ομιλεί για την Εκκλησία. Και όταν το κάνη, ο λόγος του δεν έχει ρεαλισμό, δεν εκφράζει την εν τόπω και χρόνω ιστορική Εκκλησία που αγωνίζεται και είναι οργανωμένη. Στο περίφημο χωρίο του Παιδαγωγού (Α' 6) έχομε σε ρυθμικό πεζό λόγο αναφορά στην Eκκλησία, που υπενθυμίζει το απόκρυφο ποιητικό έργο ΩδαΙ Σολομώντος και την ασιανική ρητορεία. Eδώ υπογραμμίζει το μυστήριο της ενσαρκώσεως και της μετοχής στο σώμα του Χριστού, χωρίς να περιγράφεται η Ευχαριστία ή κάποια μυστηριακή πράξη. Μνημονεύεται η σάρκα και το αίμα του Κυρίου, αλλά δίνεται η εντύπωση ότι αυτά εικονίζουν το λόγο, τη δύναμη, που παίρνει ο γνωστικός χριστιανός από τον Κύριο: «σάρκα ημίν το πνεύμα το άγιον αλληγορεί και γαρ υπ’ αυτού δεδημιούργηται η σάρξ. Αίμα ημίν τον λόγον αινίττεται και γαρ ως αίμα πλούσιον ο λόγος επικέχυται τω βίω. Η κράσις δε η αμφοίν ο Κύριος, η τροφή των νηπίων. Ο Κύριος πνεύμα και λόγος. Η τροφή, τουτέστιν ο Κύριος Ιησούς, τουτέστιν ο λόγος του Θεού...» (Παιδαγ. Α' 6). Στο ίδιο έργο του (Β' 2) διακρίνει σαρκικό και πνευματικό αίμα στον Κύριο. Η ισχύς, λέγει, του Λόγου είναι το πνεύμα, το οποίο και δίδεται στον άνθρωπο. Η Ευχαριστία όμως είναι και το αισθητό (=το ποτόν) και το πνευματικό (=ο λόγος). Eφόσον ο Χριστός εις τον Κλήμεντα είναι κυρίως Λόγος, έπεται ότι ο άνθρωπος μετέχει στην πνευματική δύναμη του Λόγου και όχι στο σώμα (σάρξ—αίμα) του Χριστού. Αλλού πάλι απορρίπτει (ως αντίδραση προς τους εθνικούς) κάθε θυσία, διότι κάτι τέτοιο δεν αρμόζει στον ανενδεή Θεό (Στρωμ. Ζ' 3). Φαίνεται λοιπόν ότι ο Κλήμης δεν είχε συνείδηση της Ευχαριστίας ως θυσίας, αλλά την ταύτιζε με την προσευχή και τους προσευχομένους (Στρωμ.Ζ' 6).
Η ερμηνεία αυτή δε σημαίνει ότι ο Κλήμης αγνοούσε την πράξη της Ευχαριστίας και την ιστορική Eκκλησία, την οποία πρώτος ονόμασε μητέρα (Παιδαγ.Α' 6). Εξηγεί μόνο την όλη θεολογική του δομή και την τάση του να δημιουργήση πνευματική Eκκλησία και Ευχαριστία, διότι η ιστορική ήταν για τους πιστούς και όχι για τους γνωστικούς χριστιανούς, οι όποιοι έβλεπαν σ’ αυτή μόνο σχήματα και σύμβολα, τα οποία ξεπερνούσαν με την αλληγορική ερμηνεία. Και οι αναφορές του Κλήμεντα στην Ευχαριστία (σάρξ, αίμα) και την Eκκλησία κατανοούνται σαν προσπάθειες αλληγορικής τους ερμηνείας, σαν προσπάθεια υπερβάσεώς τους. Η τάση αυτή βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με την ερμηνεία του προσώπου του Χριστού, που είναι κυρίως Λόγος και ως Λόγος κυρίως «παιδαγωγός» (όχι αυτός που προσλαμβάνει ρεαλιστικά ολόκληρο τον άνθρωπο, διότι μπορεί να ενωθή πραγματικά μ’ αυτόν). Από τον Κλήμεντα η αλληγορική μέθοδος υιοθετείται απόλυτα, συστηματοποιείται και εισέρχεται στη θεολογία, η οποία μέχρι τότε γνώριζε κυρίως μόνο την τυπολογική. Η αλληγορία ανοίγει την πόρτα στην αυθαιρεσία και την κακοδοξία, η τυπολογία στην υπογράμμιση της ιστορικότητος των καινοδιαθηκικών γεγονότων. Η Εκκλησία γενικά θα χρησιμοποιή με φειδώ και προσοχή την πρώτη και θα καλλιεργή τη δεύτερη. Μα αν συγκρίνη κανείς τη θεολογία της «ανακεφαλαιώσεως» του Ειρηναίου και την παραπάνω τοποθέτηση του Κλήμεντα, θα διαπιστώση πόσο από τον δεύτερο λείπει ο ευχαριστιακός ρεαλισμός και πόσο βαθειά είναι ακόμη εμποτισμένος από τα ιδεώδη του γνωστικισμού και τις ηθικές αντιλήψεις των φιλοσόφων. Έτσι μπορούμε να είπωμε ότι ο Κλήμης είναι ικανός θεολόγος και δημιούργησε νέα χριστιανική σχολή, αλλά το έργο του ανήκει στο περιθώριο της Eκκλησίας. Έτσι εξηγείται γιατί η Εκκλησία όχι μόνο δεν τον τίμησε ως άγιο, αλλά και τον λησμόνησε σχεδόν: Ήθελε να λησμονήση τη φιλοσοφική του θεολογία. Ο ιερός Φώτιος εκφράζει ασφαλώς το αίσθημα της Eκκλησίας, όταν του αποδίδει παρεκκλίσεις και κακοδοξίες, όπως ότι αρνείται τη σάρκωσή του Λόγου κ.ά. (Βιβλιοθήκη 109).
γ. Οι θεωρίες περί Λόγου και περί γνώσεως προσδιορίζουν απόλυτα τη σκέψη και το έργο του Κλήμεντα. Η πρώτη ως προϋπόθεση, η δεύτερη ως κέντρο. Και οι δύο έχουν εξωχριστιανική προέλευση (Φίλων—γνωστικισμός— μέσος πλατωνισμός). Η παρουσία του Λόγου είναι απαραίτητη για τη γνώση, διότι ο Θεός Πατήρ είναι απόλυτα υπερβατικός, επομένως άρρητος, ανώνυμος, άγνωστος..., ως μόνος αγέννητος, και ασύνθετος. Η πρόσβαση προς το αόρατο θείο γίνεται μέσω του Λόγου, που έχει όνομα, διότι είναι γενητός και άρα σύνθετος και άρα γνωστός, αφότου προσέλαβε το «προσωπείο» του ανθρώπου, για να υποκριθή (παίξη) το δράμα της σωτηρίας του ανθρώπου (Προτρ. 10). Ο Λόγος, όντας ο μόνος γνώστης του υπερβατικού Θεού, αποκαλύπτει στον άνθρωπο τη γνώση αυτή κι έτσι γίνεται μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπου και ο μόνος αληθινός παιδαγωγός.
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσωμε ότι ο Κλήμης γνωρίζει πολύ καλά τον ιστορικό Χριστό και το έργο του γενικά. Η σάρκωση του Λόγου μνημονεύεται συχνά σαν απόλυτη προϋπόθεση της γνώσεως και άρα και σωτηρίας του ανθρώπου. Η προκατάληψή του όμως ότι η ιστορικότητα ικανοποιεί μόνο τους απλοϊκούς πιστούς, τον οδηγεί στην αναζήτηση κάτω από την ιστορικότητα ερμηνειών «ανωτέρων» χάριν του γνωστικού χριστιανού. Έτσι, ασυναίσθητα ίσως, αποψιλώνει το Χριστό, τον κάνει Λόγο χωρίς σάρκα, μέχρι του σημείου να θεωρή το μυστήριο της σωτηρίας θεατρικό δράμα, στο οποίο τον πρώτο ρόλο «υποκρίνεται» ο Κύριος (Προτρ. 10). Έχομε λοιπόν ένα είδος απομυθεύσεως χάριν δήθεν της αληθείας, που κρύβεται πίσω από τα ιστορικά δεδομένα των καινοδιαθηκικών χρόνων. Η σχέση του Λόγου με το Θεό Πατέρα είναι στον Κλήμεντα απήχηση της περί Λόγου αντιλήψεως του Φίλωνα. Κατ’ αρχήν ο Λόγος ήταν ο λόγος - νους του ενός Θεού κι έπειτα έγινε συγκεκριμένο ον, δεύτερη υπόσταση. Ακόμη ο Κλήμης σε πολύ συζητημένο απόσπασμά του (π.χ. Mortley, σ. 14), διακρίνει το Λόγο που ήλθε στον κόσμο από τον Υιό Λόγο. Δεν ήλθε στον κόσμο ο Υιός Λόγος, αλλά «δύναμίς τις» του Θεού (Φωτίου, Βιβλιοθήκη109. Το χωρίο προέρχεται από το χαμένο έργο Υποτυπώσεις).Υποστηρίχθηκε ότι με τις αντιλήψεις του αυτές ο Κλήμης έγινε πρόδρομος του Αρείου. Αλλά η περί Λόγου θεωρία του Κλήμεντα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά (φιλώνεια κυρίως), ενώ ο Άρειος αποτελεί απλώς το κορύφωμα και την έξαρση της αντιλήψεως περί κατωτερότητος (subordinatio) του Υιού έναντι του Πατρός, αντίληψη άλλωστε που ήταν διάχυτη στον Β' και Γ' αιώνα, μάλιστα δε στους λεγόμενους απολογητές, στον Ωριγένη και τον Κλήμεντα.
Η γνώση, που αρχίζει σαν απόδειξη του περιεχομένου της πίστεως, έχει θεωρητική και πρακτική όψη. Αφορά στην κατανόηση των θείων μυστηρίων (της αποκαλύψεως) και της φύσεως, στην κάθαρση και στην ομοίωση με το Θεό, κάτι που απαιτεί χωρισμό του ανθρώπινου πνεύματος από τα αισθητά και ορατά πράγματα και ένωσή του με το υπεραισθητό, το θείο. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος ξεκινάει από τα αισθητά για να φθάση στα υπεραισθητά. Η υπέρβαση είναι δυνατή ένεκα της αναλογίας που υπάρχει μεταξύ αισθητού και αοράτου (Στρωμ.Β'2). Η αντίληψη αυτή είναι θεμελιώδης. Χωρίς την αναλογία δεν θα γνωρίζαμε ποτέ το Θεό, στον οποίο για να φθάση κανείς πρέπει ακόμη να ακολουθήση την αποφατική μέθοδο, την άρνηση δηλαδή των ιδιοτήτων που δεν του ανήκουν. Αλλά και πάλι με την αναλογία και την αποφατική μέθοδο δε φθάνει ο άνθρωπος εις την τελεία γνώση του Θεού. Τη γνώση ακολουθεί πνευματική κατάσταση ευρύτερη, η σοφία, την οποία όμως δεν εξηγεί αρκετά ο Κλήμης και φαίνεται να ταυτίζη προς τη γνώση (διότι την θέλει επίσης «γνώσιν θείων τε και ανθρωπίνων πραγμάτων», ΣΤ' 7) και την αγάπη, την κατάσταση δηλαδή συνυπάρξεως με το Θεό (Ζ' 10).
δ. Η αξία της φιλοσοφίας και της ηθικής σκέψεως των θύραθεν στοχαστών και ποιητών οφείλεται στο γεγονός ότι ο Λόγος μετέδωσε κατ’ αρχήν σε όλα τα έθνη μέσω αγγέλων μέρος της αληθινής γνώσεως, της αληθείας, υπό ποικίλες μορφές. Οι πάντες μπορούσαν να υιοθετήσουν, να καλλιεργήσουν την αλήθεια και να ζήσουν σύμφωνα με αυτή. (Όλες οι μορφές αληθείας είναι θεμιτές, γι’ αυτό και δεν δυσκολεύεται ο Κλήμης να δώση στην αλήθεια του Ευαγγελίου τη μορφή [μόνο μορφή;] της ελληνικής σκέψεως). Τις περισσότερες όμως φορές συνέβαινε το αντίθετο. Αντί να καλλιεργούν θετικά νόθευαν την αλήθεια. Γι’ αυτό και η πορεία της ανθρωπότητος είναι καθοδική και όχι ανοδική. Η πτώση και όχι η πρόοδος χαρακτηρίζει την ιστορία. Το σχήμα τούτο, η ερμηνεία αυτή της ιστορίας, βρίσκεται στον Αντίοχο Ασκαλωνίτη και τον Ποσειδώνιο, τους όποιους γνωρίζει καλά ο Κλήμης. Η πάροδος του χρόνου σήμαινε νόθευση και διαστροφή της αληθείας, γι’ αυτό και πολύ συχνά ο Κλήμης κρίνει αυστηρά τους φιλοσόφους και τους γνωστικούς. Όσο παλαιότεροι είναι οι λαοί τόσο γνησιότερα κατέχουν την αλήθεια. Οι έλληνες, που τόσο ανέπτυξαν τη φιλοσοφία, δανείσθηκαν βασικά τη σοφία από τους αρχαιότερους βάρβαρους λαούς: αιγύπτιους, ασύριους, πέρσες, Ινδούς και μάλιστα τους εβραίους. Οι εκλεκτοί (αναφέρει: Όμηρο, Πυθαγόρα κ.ά.) στοχαστές και ποιητές όλων των λαών πέτυχαν να δώσουν ως ένα βαθμό στοιχεία της αληθείας, που είχε ήδη δοθή από το Λόγο και που φανερώνεται ολόκληρη και τελεία στο Χριστό. Η ικανότης των εθνικών να ασκούν φιλοσοφία και να προσεγγίζουν την αλήθεια χαρακτηρίζεται από τον Κλήμεντα «αισθητικόν πνεύμα» (Στρωμ. ΣΤ' 17), κάτι που θυμίζει τους αρχαιότερους απολογητές. Ο Κύριος σαν Λόγος και αλήθεια είναι η συναγωγή των επί μέρους στοιχείων της αληθείας και μάλιστα το πλήρωμα, η ολική φανέρωση της αληθείας. Είναι ακόμη και η πραγμάτωση των προτυπώσεών του όχι μόνο στην ΠΔ, αλλά και στον ελληνισμό. Ο Ορφέας π.χ. προτυπώνει στον ελληνικό πνευματικό χώρο τον Κύριο, κάτι που θέτει την ελληνική σκέψη και μυθολογία στο πλαίσιο του θείου σχεδίου για τη σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι στο γνωστικό χριστιανισμό του Κλήμεντα κορυφώνεται η φιλοσοφική σκέψη και ο ιουδαϊσμός, πληρώνεται κάθε ανθρώπινη προσπάθεια (θρησκευτική— πολιτιστική).
Στην Αλεξάνδρεια, που ήταν τότε παγκόσμια χοάνη φιλοσοφικών και θρησκευτικών ρευμάτων, συζητήθηκε πολύ το θέμα της σχέσεως της φιλοσοφίας προς το χριστιανισμό. Μερικοί χριστιανοί συγγραφείς (Θεόφιλος, Τατιανός) του Β' αιώνα και πολλοί γνωστικοί περιφρονούσαν απόλυτα τη φιλοσοφία και όταν συνειδητά ή ασυνείδητα επηρεάζονταν από αυτή. Το κλίμα τούτο ανάγκασε τον Κλήμεντα να αντιμετωπίση το θέμα, καθώς μαρτυρούν κείμενά του (κυρίως: Στρωμ, Α' 5-6 και ΣΤ' 17). Έτσι με βάση τα παραπάνω ήταν συνεπές για τον πρώτο μεγάλο αλεξανδρινό θεολόγο να υποστηριξή τα εξής: Η φιλοσοφία είναι «έργον» κι «επίνοια» του Θεού. Είναι δώρον «θεόθεν» προς τον άνθρωπο και γι’ αυτό δεν μπορεί παρά να είναι «καλόν». Η φιλοσοφία δόθηκε στους έλληνες, όπως δόθηκε στους Ιουδαίους ο Νόμος και σε όλο τον κόσμο μετά την «παρουσία» του Κυρίου η «καθολική» «κλήσις», δηλ. το Ευαγγέλιο. Ο ρόλος της φιλοσοφίας είναι απόλυτα προπαιδευτικός: προπαιδεύει, προγυμνάζει για τη σοφία και την αλήθεια. Η σοφία είναι «επιστήμη θείων και ανθρωπίνων», ανώτερη από τη φιλοσοφία, η οποία ενώ άλλοτε (π.Χ.) ήταν «αναγκαία», τώρα είναι απλώς «χρήσιμη». Ακλουθώντας τον Φίλωνα, εξηγεί το φαινόμενο της θύραθεν φιλοσοφίας σαν προσφορά του Θεού, ένεκα της στειρότητος που οι εβραίοι έδειξαν, μολονότι κατείχαν την αλήθεια (Νόμο). Πρόκειται για την αλληγορική ερμηνεία της νόμιμης αλλ’ άτεκνης συζύγου του Αβραάμ Σάρρας και της εθνικής υπηρέτριας Άγαρ, με την οποία ο Αβραάμ έκαμε τέκνα. Η σημαντικότερη προσφορά της φιλοσοφίας έγκειται στο εξής: συντελεί στην κάθαρση της ψυχής από τα αισθητά και βοηθεί στην απόδειξη όσων πιστεύομε. Δεδομένου δε ότι η νόηση (η αποδοχή «των πρώτων αιτίων») και η πίστη (η αφελής πίστη στην αλήθεια χωρίς έλεγχο) ανάγονται σε γνώση με την απόδειξη του περιεχομένου τους, γίνεται φανερή η μεγάλη σημασία της φιλοσοφίας. Η ύπαρξη μερικής αληθείας στους έλληνες και τους βαρβάρους είναι κάτι το αυτονόητο στην αντίληψη του Κλήμεντα περί ιστορίας και θείας οικονομίας.
Γι’ αυτό και δεν αισθάνεται την ανάγκη να εργασθή για τη συμφιλίωση ελληνικής σκέψεως και χριστιανισμού, όπως υποστηρίχθηκε. Ο Χριστός είναι το πλήρωμα και το κορύφωμα μιας πνευματικής καταστάσεως και όχι ανακεφαλαίωση των πάντων, όπως δίδαξε ο Ειρηναίος. Έτσι ο λεγόμενος εξελληνισμός του χριστιανισμού από τον Κλήμεντα παίρνει άλλες διαστάσεις. Η σύνθεση του Κλήμεντα είναι βασικά χριστιανική και γνωστική φιλοσοφία. Διότι συγκροτεί φιλοσοφικά και με προϋποθέσεις του γνωστικισμού τη διδασκαλία της Eκκλησίας. Σκοπός του δεν ήταν να ενισχύση τη φιλοσοφία με χριστιανικά στοιχεία, αλλά να ανυψώση το χριστιανισμό σε φιλοσοφία, σε κατηγορία που σέβονταν οι πάντες.
ε. Ο γνωστικός χριστιανός είναι ο ιδανικός τύπος του Κλήμεντα, είναι ο σκοπός του έργου του. Η ιδιαίτερη και απόκρυφη παράδοση που προβάλλει, η θεωρία περί Λόγου και γνώσεως και η θετική αξιολόγηση της ελληνικής σκέψεως αποτελούν το υλικό, με το οποίο κατασκευάζει το γνωστικό χριστιανό, τον οποίο κατόπιν αντιπαραθέτει στον ιδεώδη τύπο του ελληνισμού, του ιουδαϊσμού και του γνωστικισμού. Ο ευαγγελικός τύπος της Eκκλησίας θεωρήθηκε ανεπαρκής και αφελής για ένα τόσο ανεπτυγμένο πολιτιστικά και θρησκευτικά περιβάλλον, όπως ήταν της Αλεξανδρείας. Έτσι τον ευαγγελικό ή εκκλησιαστικό χριστιανό ανέλαβε να ανυψώση σε γνωστικό χριστιανό, που θα άντεχε στην κριτική τόσο της φιλοσοφίας όσο και του γνωστικισμού, με τη βοήθεια όμως και στοιχεία των οποίων προχώρησε ο Κλήμης στην κατασκευή του, όπως φαίνεται στο Ζ' βιβλίο των Στρωματέων. Κατ’ αρχήν συνδέει άμεσα και απόλυτα το γνωστικό με το Χριστό και μάλιστα με το Λόγο. O γνωστικός είναι: ο μόνος αληθής μαθητής του Κυρίου και ο μόνος γνώστης των μυστηρίων και της διδασκαλίας του Κυρίου. Κατανοεί και γνωρίζει τα πάντα (ΣΤ' 8), διότι έχει τη δύναμη που έχει ο Κύριος (Ζ' 3), διότι ο Κύριος που έχει όλη τη γνώση δεν θα ήταν δυνατό να στερήση μέρος της από το γνωστικό (ΣΤ' 8). Είναι ο μόνος ευσεβής (Ζ' 7), «αναμάρτητος» (Ζ' 3), απαθής, εγκρατής, ανδρείος και επιστήμων (θείων και ανθρωπίνων). Έχει τη θεωρία των θείων όχι εν εσόπτρω, αλλά «εναργή» και «ειλικρινή» (Ζ' 3). Η τελική μακαριότης του γνωστικού έγκειται στην «καταληπτική θεωρία», κατά την οποία συγγίνεται και προσομιλεί με το Θεό δια του Κυρίου (Ζ' 3). Η θεωρία είναι για το γνωστικό κατάσταση μόνιμη («αδιάλειπτος») (Ζ' 7) και άτρεπτη (Ζ' 10). Τούτο ακριβώς και άλλα στοιχεία, που χρησιμοποιεί στη συγκρότηση του γνωστικού (όπως: Απόλυτη γνώση, απρόσβλητο από πειρασμούς, κατοχή όλων των πνευματικών αγαθών, εξομοίωση με τη δύναμη του Κυρίου, «αγία εβδομάς» κ.ά.), μαρτυρούν γενικά την επίδραση του γνωστικισμού και μάλιστα τη σκανδαλώδη έλλειψη της αγωνίας και του προσωπικού δράματος του πιστού. Η αίσθηση του αγώνα και της ασκήσεως απουσιάζει ουσιαστικά από την πορεία του γνωστικού. Αυτά εξηγούν και γιατί ο Κλήμης πλάθει το γνωστικό χριστιανό, ομιλεί περί του Λόγου, της γνώσεως και της φιλοσοφίας χωρίς να προϋποθέτη ουσιαστικά το προπατορικό αμάρτημα, το δράμα της πτώσεως και τη σκληρή εμπειρία της τραγικότητος. Δεν αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα της σκέψεώς του η πτώση του ανθρώπου κι έτσι καταλήγει σε μια υπεραισιόδοξη αντίληψη για την αντιμετώπιση της τελειώσεώς του. Έτσι όσα λέγονται περί καθάρσεως της ψυχής, περί αγνείας, αρετών και απαθείας, παραμένουν αφηρημένα σχήματα, ενώ η θεωρία και η τελειότης αποδεικνύονται διανοητικά επιτεύγματα, αυτοματική ηθική χωρίς βάση ρεαλιστική. Η κατάσταση του γνωστικού δεν είναι και η ανώτατη. Δεν αρκεί δηλαδή για τον πιστό να ανυψωθή στην τάξη του γνωστικού. Ακολουθεί η κατάσταση της αγάπης, κατά την οποία συνυπάρχει ο γνωρίζων γνωστικός με τη γνωριζομένη αλήθεια (Ζ' 10). Εν τούτοις η κατάσταση της αγάπης ταυτίζεται μάλλον με τη γνώση, της οποίας είναι ιδίωμα ή ένα χαρακτηριστικό.
ΒΙΟΣ
Για τη ζωή και τη δράση του μεγάλου αλεξανδρινού θεολόγου, που το πλήρες όνομά του είναι Τίτος Φλάβιος Κλήμης, γνωρίζομε πολύ λίγα. Ο ίδιος αναφέρει στους Στρωματείς (A1) ότι είχε την ευτυχία να μαθητεύση σε «μακαρίους» και «αξιόλογους» δασκάλους, τους οποίους άκουσε στην Αθήνα, την κάτω Ιταλία, την Ανατολή (Συρία) και την Αίγυπτο. Οι δάσκαλοι αυτοί ήσαν από την Ιωνία, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Ασσυρία, την Παλαιστίνη και τη Σικελία (Πάνταινος), ήσαν δηλαδή αντιπροσωπευτικοί όλων των μεγάλων πολιτισμών της εποχής (ελληνορωμαϊκού, ιουδαϊκού, ανατολικού-αιγυπτιακού). Έτσι εξηγείται το γιατί κινείται με άνεση εξαιρετική στις διδασκαλίες και τις θρησκείες των χρόνων του. Η αναζήτηση της αληθείας και ο ανήσυχος χαρακτήρας του τον ώθησαν σε ταξίδια, τα οποία τελικά τον έφεραν περί το 180 (;) στην Αλεξάνδρεια, όπου άκουσε και γνώρισε το σικελό χριστιανό διδάσκαλο Πάνταινο, στον οποίο το πνεύμα του αναπαύθηκε και ο οποίος έγινε ο κατ’ εξοχήν δάσκαλός του. Ποιος ήταν ο Πάνταινος και τι δίδαξε ή τι έγραψε, ώστε να επιδράση τόσο βαθειά στον Κλήμεντα, δε γνωρίζομε. Η πληροφορία του Κλήμεντα ότι προσέφερε τη «γνώση» είναι ίσως ενδεικτική της παραδόσεώς του και της σχέσεώς του με το γνωστικισμό. Ως ένα σημείο ο Πάνταινος υπήρξε φαίνεται μικρογραφία του ίδιου του Κλήμεντα. Το γεγονός ότι δε σώθηκε ούτε καν τίτλος έργου του Πανταίνου σημαίνει ότι δεν έγραψε. (Η υπόθεση του Η. Marrou ότι ο Πάνταινος έγραψε την προς Διόγνητον επιστολή δεν έχει σοβαρά στηρίγματα. Βλ. SCh33, Paris1952, σσ. 266-268). Περιορίσθηκε στη διδασκαλία, την οποία η παράδοση τοποθετεί στο «διδασκαλείον» της Αλεξάνδρειας, δηλαδή σε ό,τι ονομάζομε «θεολογική» ή «κατηχητική σχολή» (Ρ. Nautin, Pantene, εις Millenaire de la Bibliotheqne patriarcale d’ Alexandrie, Alexandrie 1953, σσ. 145-152). Έτσι ο Πάνταινος θεωρείται και ο ιδρυτής της σχολής αυτής, στη διεύθυνση της οποίας τον διαδέχθηκε ο μαθητής του Κλήμης, άγνωστο πότε ακριβώς, αλλ’ ίσως περί το 200, μολονότι το διδακτικό του έργο θα είχε αρχίσει ενωρίτερα. Δύο περίπου έτη αργότερα, το 202, ο Κλήμης εγκαταλείπει τη Αλεξάνδρεια ένεκα του διωγμού του Σεπτιμίου Σεβήρου και καταφεύγει στην Καππαδοκία. Για τελευταία φορά μνημονεύεται ο Κλήμης ως μακαρίτης από το μαθητή του και κατόπιν επίσκοπο Ιεροσολύμων Αλέξανδρο, σ’ επιστολή του τελευταίου προς τον Ωριγένη (Ευσεβίου,Εκκλ Ιστ. ΣΤ 14,8-9). Με τη μελέτη του κειμένου αυτού ασχολήθηκε ο Th. Zahn, που χρονολογώντας το, το 215/16, τοποθέτησε το θάνατο του Κλήμεντα λίγο προ του 215. Την άποψη υιοθέτησαν γενικά οι ερευνητές, πλην του Ρ. Nautin, που εσχάτως αναχρονολόγησε αρκετά πειστικά τις δύο επιστολές του Αλεξάνδρου προς την εκκλησία Αντιόχειας (Ευσεβίου,Εκκλησ. ιστ. ΣΤ 11,6) και τον Ωριγένη (ΣΤ 14,8-9). Η πρώτη από τις επιστολές γράφηκε το νωρίτερο περί το 215/16 και τη μετέφερε ο ίδιος ο Κλήμης στην Αντιόχεια ως «πρεσβύτερος», που σημαίνει ότι ήταν εγκατεστημένος οριστικά στα Ιεροσόλυμα. Είχε δηλαδή εγκατελείψει την Eκκλησία Αλεξανδρείας ή ένεκα φιλίας προς τον Αλέξανδρο, που υπήρξε μαθητής του, ή ένεκα δυσχερειών που είχε με τον Αλεξανδρείας Δημήτριο λόγω ασφαλώς της θεολογίας του (όπως έγινε και λίγο βραδύτερα με τον Ωριγένη). Ο Κλήμης έζησε αρκετά έτη πλησίον του Αλεξάνδρου μετά την εγκατάστασή του (215/16). Η δεύτερη επιστολή γράφηκε περί το 231 και ο Κλήμης μνημονεύεται ως αποθανών πριν από χρόνια. Επομένως ο θάνατός του πρέπει να τοποθετηθή μετά το 220 και πριν από το 231. Αν δε απέθανε σε ηλικία 80 ετών, γεννήθηκε μεταξύ 140 και 150. Ακόμη το Α' Στρωματείς γράφηκε στους χρόνους του Σεβήρου (193-211) και ο Πάνταινος μνημονεύεται ως μακαρίτης.
Μεταγενέστερη παράδοση ότι ο Κλήμης υπήρξε αθηναίος δεν επιβεβαιώνεται. Τουναντίον φαίνεται απίθανη, διότι ο ίδιος κατατάσσει τον εαυτό του μεταξύ των «βαρβάρων» (Στρωμ. ΣΤ' 17).
ΕΡΓΑ
Ο Κλήμης Αλεξανδρέας υπήρξε ταλαντούχος συγγραφέας, όπως υπήρξε και ταλαντούχος δάσκαλος. Είχε ανεπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο, διεισδυτικότητα, ευρύτατη γνώση της ποιήσεως, της μυθολογίας, της αρχαιολογίας, των θρησκειών, των επιστημών και της φιλοσοφίας των χρόνων του (συχνά όμως μέσω Ανθολογιών κι εγχειριδίων), κλίση προς τον ποιητικό λόγο, που συχνά τον βρίσκομε στα κείμενά του, και θαυμασμό προς ό,τι σπουδαίο δημιούργησε το ανθρώπινο πνεύμα. Συγχρόνως όμως υστερεί εντυπωσιακά στη σύνθεση. Τα έργα του λίγο-πολύ καθρεπτίζουν τη διδασκαλία του στο «διδασκαλείον» της Αλεξανδρείας και απευθύνονται βασικά σε καλλιεργημένους ανθρώπους ανωτέρας τάξεως, διότι αυτών την κοινωνική κατάσταση προϋποθέτουν οι συμβουλές του στον Παιδαγωγό κυρίως, αλλά και σε άλλα έργα του. Άλλωστε γενικά η σκέψη του Κλήμεντα προσβλέπει στους εκλεκτούς πνευματικά ανθρώπους, έχει δηλαδή έντονο ελιτιστικό χαρακτήρα, που κληρονόμησε από το γνωστικισμό ή από τα ελληνικά θρησκευτικά μυστήρια, δεδομένου ότι πιθανότατα είχε μυηθή στα ελευσίνια, αν κρίνουμε από τις λεπτομερείς περιγραφές τους.
Σε όλη την έκταση του έργου του γίνεται αντιπαράθεση της χριστιανικής διδασκαλίας προς την ελληνική σκέψη κυρίως, αλλά και προς τη μυθολογία και το γνωστικισμό. Τα μεγέθη αυτά είναι κατώτερα από το χριστιανισμό ή και τελείως απορρίψιμα, αλλά χρησιμοποιούνται στην οικοδόμησή του νέου ιδεώδους τύπου, του γνωστικού χριστιανού. Έτσι ο Κλήμης δεν παραπέμπει μόνο στην ΠΔ (1002 φορές), την ΚΔ (1608) και στους σύγχρονους εκκλησιαστικούς συγγραφείς (153 φορές μόνο), αλλά και στους έλληνες κλασσικούς (966: εντυπωσιακά περισσότερο απ’ όσο στους χριστιανούς συγγραφείς). Τα σπουδαιότερα έργα του είναι ο Προτρεπτικός, ο Παιδαγωγός και οι Στρωματείς, στα οποία συνήθως διαπιστώνεται αλληλουχία και με τα οποία προτρέπει σε αποδοχή του χριστιανισμού, διαπαιδαγωγεί όσους αποδέχονται το χριστιανισμό και εισάγει στη βαθύτερη γνώση. Η αλληλουχία των τριών έργων είναι εν τούτοις προβληματική.
1. Προτρεπτικός προς Έλληνας. Έργο εξαιρετικά φροντισμένο (αρχίζει ποιητικά) που απευθύνεται προς εθνικούς, αλλά πράγματι αποτελεί βοήθημα και όπλο στα χέρια των χριστιανών, για να μπορούν να απαντούν στις επικρίσεις των εθνικών και να ενισχύονται στην πίστη τους. Ο τίτλος «προτρεπτικός» ήταν πολύ συνήθης και τον είχαν ήδη χρησιμοποιήσει πολλοί στωικοί (Επίκουρος, Ποσειδώνιος κ.ά.). Το έργο μοιάζει πολύ με τα έργα των παλαιότερων απολογητών. Παρουσιάζονται οι εθνικές θρησκείες και τα μυστήρια με τις αφελότητες και τις ανηθικότητές τους έτσι, ώστε να μη χρειάζεται καν η εναντίον τους επιχειρηματολογία. Η μέθοδος είναι γνωστή από τη λαϊκή ελληνική φιλοσοφία. Έπειτα εμφανίζονται οι αντιτιθέμενες μεταξύ τους φιλοσοφικές αντιλήψεις, κάτι που οδηγεί στην αυτοαναίρεση της φιλοσοφίας. Φέρνει στο προσκήνιο τον αγαπημένο του φιλόσοφο Πλάτωνα και αποδίδει σχετική αξία στην αλήθειά του. Όλα τα σχήματα και η τακτική του Κλήμεντα οδηγούν στην προτροπή: προσέλθετε στο Χριστό, διότι μόνο αυτός προσφέρει ανώτερο ηθικό βίο, ανάσταση και σωτηρία.
2. Παιδαγωγός. Ο αληθής παιδαγωγός είναι ο θείος Λόγος, που αναλαμβάνει το τέκνο, τον πιστό, τον διορθώνει και τον ανυψώνει ηθικά. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσπάθεια στην αρχαία Εκκλησία συντάξεως εγχειριδίου ηθικής, που συχνά καταλήγει σε κώδικα ηθικής, καλής συμπεριφοράς και κανονισμού του καθημερινού βίου, ακόμη και στις λεπτομέρειές του. Άλλοτε με χάρη και άλλοτε με αδιακρισία εισέρχεται ο Κλήμης στα σαλόνια, τις τραπεζαρίες, τις κρεβατοκάμαρες και τα λουτρά των πλουσίων αλεξανδρινών, για να τους διαγράψη με ακρίβεια πώς να κινούνται και πώς θα συμπεριφέρωνται σ’ αυτά (πώς να βαδίζουν, πώς να τρώγουν, πώς να ομιλούν— όχι με γεμάτο το στόμα — πώς να στολίζονται οι γυναίκες κ.ά. όμοια). Έτσι μαθαίνομε το κοινωνικό επίπεδο των αλεξανδρινών, παρακολουθούμε πλούσια αρετολογία που έχει πηγές ελληνοχριστιανικές, αλλά χάνομε την προοπτική του ευαγγελικού ήθους. Το έργο τούτο, που διακρίνεται σε τρία μέρη, απευθύνεται στους ευγενείς και πλούσιους χριστιανούς της Αλεξανδρείας, χωρίς να καταδικάζη τον πλούτο και την πολυτέλεια: αρκεί να μην υποδουλώνεται σ’ αυτά η ψυχή.
Το έργο τελειώνει με «αίνον» στo Λόγο, ποίημα με 65 βραχύτατες στροφές, εξαιρετικής σημασίας, ενδεικτικό της καλλιέργειας της ποιήσεως στους κόλπους του χριστιανισμού. Το ύφος υπενθυμίζει το μακρύ ποιητικό έργο του Μελίτωνα Σάρδεων «Περί Πάσχα» και γνωστικά ποιητικά κείμενα, ενώ πολλές εκφράσεις του απαντούν στις σελίδες έργων του Κλήμεντα, κάτι που διαλύει τις αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητά του. Άλλωστε ο Κλήμης εκφράζεται συχνά με ρυθμικό πεζό λόγο στα έργα του και άρα θα μπορούσε να συντάξη ένα τέτοιο ποίημα.
3. Στρωματείς. Με τον τίτλο αυτό παραδίδονται οκτώ βιβλία, σχεδόν ανεξάρτητα μεταξύ τους. Του πρώτου βιβλίου ο πλήρης τίτλος είναι εκτενής: «Τών κατά την αληθή φιλοσοφίαν γνωστικών υπομνημάτων στρωματέων πρώτος». Το Η' βιβλίο υποστηρίχθηκε πώς είναι σχεδιάσματα, που πιθανότατα προέρχονται από τον Κλήμεντα, κάτι που αμφισβητήθηκε. Σε πρόσφατο άρθρο του ο Ρ. Nautin (εις VC 30[1976] 268-302) υποστηρίζει ότι τα κείμενα του ογδόου τούτου βιβλίου είναι αποσπάσματα του ίδιου του Κλήμεντα από το όγδοο Στρωματέων και από άλλο Τόμο που περιείχε την «φυσικήν», τας «Θεοδότου επιτομάς» και το «Εκ των προφητικών εκλογών» έργο του. Οι Στρωματείς θα ήταν το εκτενέστερο έργο της αρχαίας χριστιανικής γραμματείας, εάν ήταν ενιαίο. Πρόκειται όμως για πραγματείες ή διατριβές με πολύ χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους. Στους Στρωματείς επαναλαμβάνονται πολλά θέματα των προηγουμένων έργων, αλλά εξετάζονται πιο εμπεριστατωμένα: ο τέλειος βίος, η νομιμότης του γάμου, η γνώση του Θεού, η ερμηνευτική της Γραφής κ.ά. Τα κεντρικά όμως θέματα και οι στόχοι των Στρωματέων είναι: α) η σχέση της φιλοσοφίας προς το χριστιανισμό. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε το θέμα τούτο ερευνηθή τόσο επίμονα και τόσο πλατειά. β) O γνωστικός χριστιανός. Προβάλλεται και αναλύεται με κάθε λεπτομέρεια ο ιδεώδης αυτός τύπος, που ζη την τέλεια ηθική ζωή και έχει την απόλυτη γνώση.