ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ (92 – 101 μ.Χ.)
Ο επίσκοπος Ρώμης Κλήμης είναι ο πρώτος επώνυμος Εκκλησιαστικός συγγραφέας, αλλά όσα γνωρίζομε γι’ αυτόν είναι πενιχρά. Κατά τον Ειρηναίο (Έλεγχος Γ ΙΙΙ 3) ήταν τρίτος επίσκοπος Ρώμης (Λίνος, Ανέγκλητος, Κλήμης), ενώ κατά τον Τερτυλλιανό (De praescr. haeret. XXXII 2) χειροτονήθηκε από τον απόστολο Πέτρο και άρα έγινε πρώτος επίσκοπος Ρώμης. Η παράδοση της Eκκλησίας έκλινε υπέρ της πρώτης εκδοχής. Η έλλειψη βιογραφικών στοιχείων για τον Κλήμεντα, η αφελής ευσέβεια και η εκκλησιαστικοπολιτική σκοπιμότης έγιναν αφορμή για σύνταξη κειμένων (Μαρτύριον και Ψευδοκλημέντια), τα οποία παρέχουν μακρά σειρά φανταστικών ειδήσεων. Τη μνήμη του η Eκκλησία (Ανατολής και Δύσεως) τιμά στις 23 Νοεμβρίου.
Η παράδοση από τον Β' αιώνα αποδίδει στον Κλήμεντα Eπιστολή προς Κορινθίους, η οποία και σώζεται. Αναφορές ή ενδείξεις του κειμένου τούτου, σε συνδυασμό με πληροφορία του Ευσεβίου (Εκκλ. ιστορία Γ΄15,34), οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Κλήμης ποίμανε την Eκκλησία της Ρώμης μεταξύ των ετών 92 και 101 και έγραψε την επιστολή μεταξύ 95 και 98. Από το κείμενο της επιστολής συνάγεται ότι ο Κλήμης είχε μόρφωση ελληνική, ήταν ισχυρή φυσιογνωμία, θεληματικός άνδρας, φλεγματικός, θαυμαστής της πειθαρχίας, γνώστης άριστος της ΠΔ (αλλ’ όχι τηρητής του τυπικού της), εκφραστής του ρωμαϊκού κοινωνικού κλίματος των χρόνων του, πλήρης αγάπης και κατανοήσεως για τις τοπικές Eκκλησίες, φορέας της αποστολικής παραδόσεως και αρκετά ικανός για να επιβάλη τις απόψεις του. Παράλληλα όμως διαπιστώνομε ότι δεν ήταν ταλαντούχος συγγραφέας, όπως δεν ήταν και σπουδαίος θεολόγος.
Η Επιστολή. Αποτελείται από 65 κεφάλαια και μάλλον προϋποθέτει κείμενο που περιείχε διατάξεις και παραινέσεις για τη ζωή της Εκκλησίας. Στην αρχή επαινείται εξαιρετικά η Εκκλησία της Κορίνθου. Έπειτα επισημαίνεται η αναταραχή στους κόλπους της, γίνεται παραίνεση για υπακοή, ταπεινοφροσύνη, ειρήνη και ομόνοια· υπενθυμίζεται ότι ο Θεός θα εκπληρώση τις υποσχέσεις του, αναφέρεται στη μέλλουσα ανάσταση, τονίζεται η ανάγκη πειθαρχίας με την προσαγωγή παραδειγμάτων από τη ζωή του Ισραήλ και του ρωμαϊκού στρατού. Προς το τέλος (59,4-61) υπάρχει ρυθμική προσευχή, η οποία βασικά έχει ληφθή από τις υπάρχουσες ήδη ευχές της λειτουργικής ζωής της Ρώμης ή και της Αλεξανδρείας. Το κείμενο τούτο είναι αξιόλογο και πρέπει να θεωρήται από τα αρχαιότερα υμνολογικά δείγματα με ποιητική διάθεση (τονικής ρυθμοποιίας). Τα ρυθμικά χαρακτηριστικά του κειμένου αυτού, που πάντως δεν μπορεί να θεωρηθή ποίημα, είναι τάση για ομοιοτέλευτο, παροξυτονισμό, παραλληλισμό μελών και αντίθεση (Δ. Δρίτσας). Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν ως ένα βαθμό και σε αλλά σημεία του κειμένου.
Αιτία της Επιστολής είναι η κρίση στους κόλπους της Eκκλησίας της Κορίνθου. Μερικοί «φιλόνεικοι και ζηλωταί» (45) δηλαδή προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τους πρεσβυτέρους της Κορίνθου με άλλους. Τη διάθεση αυτή των κορινθίων κατανοούμε στο γενικότερο κλίμα της εποχής. Οι τοπικές Eκκλησίες είχαν έντονες αμφιβολίες για τη μονιμότητα του λειτουργήματος των κληρικών, εκείνων δηλ. που τελούσαν τη «λειτουργία» (=το λειτουργικό ή μυστηριακό έργο). Ακόμη αμφέβαλαν και για το εάν οι πράξεις των μόνιμων λειτουργών (επισκόπων-πρεσβυτέρων) ήσαν τόσο έγκυρες, όσο και οι πράξεις των χαρισματούχων, οι οποίοι άρχισαν ήδη να εκλείπουν και στους οποίους είχαν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Την προβληματολογία και την κρίση αυτή, που δεν εκτιμήθηκε όσο πρέπει, εκφράζουν και αλλά κείμενα της εποχής, όπως κυρίως η Διδαχή(αι) των Αποστόλων και οι Eπιστολές του Ιγνατίου. Μερικοί κορίνθιοι λοιπόν πρότειναν την αντικατάσταση των λειτουργών, νομίζοντας προφανώς ότι το λειτούργημά τους είναι κάτι που εξαρτάται μόνο από τη θέληση των μελών της Eκκλησίας. Το διάβημα τούτο για τον Κλήμεντα οφείλεται απλώς εις την αυθάδεια και τον άμετρο ζήλο (1) των Κορινθίων. Η απάντηση δε στο πρόβλημα δίδεται στο κεφαλ. 44: τους λειτουργούς, που κατέστησαν οι Απόστολοι ή και οι διάδοχοι αυτών, δε μπορεί να τους αντικαταστήση κανείς, διότι έλαβαν το λειτούργημά τους από τους Αποστόλους. Η απαγόρευση ισχύει υπό τον όρο ότι οι λειτουργοί τελούν αμέμπτως και οσίως τη λειτουργία. Αυτό είναι το μέγα πρόβλημα της εποχής του Κλήμεντα και αυτή η απάντησή του, την οποία προσφέρει με έντονη ηθικολογία και παραινέσεις για υπακοή, ταπεινοφροσύνη, υποταγή, δικαιοσύνη και αγνότητα. Ο τρόπος αυτός αντιμετωπίσεως του προβλήματος και η δήλωση ότι σκοπός της Eπιστολής είναι η «ειρήνη και η ομόνοια» (43) και όχι η λύση του προβλήματος που φυγάδευσε την ειρήνη, δείχνει ότι ο Κλήμης δεν συνέλαβε το βάθος της κρίσεως και δεν κατώρθωσε να λύση το θεολογικό πρόβλημα του κύρους και της μονιμότητος του λειτουργήματος των επισκόπων, οι οποίοι διαδέχθηκαν τους χαρισματούχους. Αυτό θα το επιτύχη πρώτος ο Ιγνάτιος. Είναι όμως ήδη σημαντικό ότι ο Κλήμης καταδικάζει την κίνηση των «προπετών» κορινθίων, αναφέρεται (χωρίς θεολογική ανάλυση) στην αποστολική διαδοχή και τονίζει την ανάγκη υποταγής εις τους λειτουργούς, τους οποίους ονομάζει επισκόπους και διακόνους (κεφ. 42) ή πρεσβυτέρους (47 και 54). Ο τρόπος με τον οποίο αναφέρει ο Κλήμης τους λειτουργούς μαρτυρεί αστάθεια στη χρήση των όρων επίσκοπος, πρεσβύτερος και διάκονος και μάλιστα δυσχέρεια στη διάκριση επισκόπου και πρεσβυτέρου, κάτι που εκφράζει το κλίμα του τέλους του Α' αιώνα.
Ο χαρακτήρας της επεμβάσεως του επισκόπου Ρώμης στα πράγματα της Κορίνθου αποτελεί πρόβλημα, που έδωσε αφορμή σε ποικίλες υποθέσεις κι ερμηνείες. Η κατάσταση νομίζομε έχει ως εξής: Η αποστολική Eκκλησία της Κορίνθου συγκλονίζεται από φοβερή κρίση. Στη Ρώμη, που δεν έχομε παρόμοια κρίση, επισκοπεύει ένας αποστολικός, παραδοσιακός και θεληματικός άνδρας, ο Κλήμης, με βαθεία συνείδηση της γνησιότητάς του. Αυτή, συνδυασμένη με την αυταρχικότητα του χαρακτήρα του, τον ωθεί στην επέμβαση. Η γνησιότης λοιπόν της αληθείας που εξέφραζε του έδινε το θάρρος της επεμβάσεως. Ήταν δε επέμβαση και όχι απλώς παραίνεση, διότι στο τέλος της Επιστολής ο Κλήμης ζητά έμμεσα να του απαντήσουν μέσω των απεσταλμένων του, εάν συμμορφώθηκαν («υπήκοοι γενόμενοι», κεφ. 63) με τις υποδείξεις του. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και λίγο αργότερα με το Διονύσιο Κορίνθου, ο οποίος ακριβώς διότι είχε συνείδηση της αλήθειας που εξέφραζε, έγραφε και ζητούσε να συμμορφωθούν προς τις απόψεις του άλλες τοπικές Εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και της Ρώμης. Μπορούμε λοιπόν να μιλήσωμε για ένα είδος πρωτείου αληθείας στην Εκκλησία, το οποίο όταν έχη κάποιος επίσκοπος αισθάνεται ηυξημένη ευθύνη και μάλιστα ηυξημένο κύρος έναντι εκείνων που δεν έχουν την αλήθεια ή την Παράδοση όσο αυτός. Το πρωτείο δε τούτο δεν έχει σχέση με πρωτείο εξουσίας. Άλλωστε και αν ακόμη ο Κλήμης θεωρηθή εκφραστής πρωτείου εξουσίας, αυτό αποτελούσε για την Εκκλησία παρέκκλιση, κάτι ξένο προς το πνεύμα της, γι’ αυτό και το απέρριψε.
Νόθα έργα. Στον Κλήμεντα Ρώμης αποδόθηκαν εσφαλμένα Oμιλία (ως Β' Επιστολή προς Κορινθίους), έργο των μέσων του Β' αι., δύο επιστολές προς Παρθένους, έργο του Γ' αι., και τα λεγόμενα Ψευδοκλημέντια (20 Ομιλίες, ή Επιτομή τους και οι Αναγνωρισμοί), έργα του Δ' αι. Για τα έργα αυτά θα γίνη λόγος στη χρονολογική τους σειρά.