Διονύσιος Κορίνθου (περίπου 160-180)
… Η στάση αυτή (του Διονυσίου), που συνιστούσε προσωρινά τουλάχιστον τη λύση της κρίσεως στους κόλπους της Εκκλησίας, έδωσε στο Διονύσιο Κορίνθου εξαιρετικά μεγάλο κύρος, οικουμενική αναγνώριση και ασυνήθη εμπιστοσύνη των Εκκλησιών στο πρόσωπό του. Τούτο αποδεικνύεται (αλλά κι εξηγείται) από το γεγονός ότι πολλές Εκκλησίες, κατά τη μαρτυρία του και τις περιλήψεις Επιστολών του, απευθύνονταν στον επίσκοπο Κορίνθου, ζητώντας απάντηση σε θέματα που τις απασχολούσαν. Αυτά συνέβαιναν κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής παντοδυναμίας, η οποία έδινε ασυνήθη δύναμη και κύρος στην Εκκλησία της Ρώμης, που άλλωστε ήταν η «προκαθημένη της αγάπης» (Ιγνατίου, Προς Ρωμ.). Εν τούτοις στους χρόνους της ακμής του Διονυσίου (160-175/80) οι τοπικές Εκκλησίες προσέφευγαν για θέματα αληθείας στον επίσκοπο Κορίνθου και όχι στον επίσκοπο Ρώμης, στον οποίο προσέφευγαν για αίτηση προστασίας και οικονομικής ενισχύσεως. Ο Διονύσιος δεν συμβούλευε απλώς, αλλά κάποιος παράγων τού δημιουργούσε αίσθημα γενικής ευθύνης, ώστε να «προστάττη» (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Δ 23,6) προς αποδοχή κι εφαρμογή όσων πρέσβευε. Από αυτό δεν εξαιρείται ούτε ο ισχυρός επίσκοπος Ρώμης Σωτήρ, που, ενώ διαφωνούσε με τον Διονύσιο, υποχώρησε σιγά σιγά στις απόψεις του τελευταίου. Η πραγματικότης αυτή και η αίσθηση ηυξημένης ευθύνης του Διονυσίου οδηγούν στη διαπίστωση του πρωτείου αληθείας. Στην Εκκλησία δηλαδή υπήρχε και υπάρχει πράγματι πρωτείο, αλλά τούτο εξαρτάται από την αλήθεια, από το ότι ένας επίσκοπος εκφράζει γνησιότερα και βαθύτερα απ’ όσο οι άλλοι επίσκοποι τη θεία αλήθεια σχετικά με προβλήματα, που αφορούν τη σωτηρία, τη ζωή της Εκκλησίας. Το πρωτείο της αληθείας, που είναι θείο μυστήριο, ανευρίσκομε στον Κλήμεντα Ρώμης πρώτα, στον Ιγνάτιο Αντιοχείας έπειτα και στον Διονύσιο Κορίνθου τώρα (βλ. σχετικά Στυλ. Παπαδοπούλου, Διονύσιος Κορίνθου, Αθήνα 1975, σ. 19-21). Το πρωτείο τούτο, που δημιουργεί εσωτερική ευθύνη στον εκφραστή του και τού παρέχει το λόγο για να επιμένει και να «προστάττη» τις Εκκλησίες, όχι μόνο δεν έχει καμμία σχέση με το πρωτείο δικαιοδοσίας ή εξουσίας, αλλά και το αναιρεί ουσιαστικά.
(Πατρολογία Α 268-269)
Ειρηναίος Λυών (130/140 – 202 μ.Χ.)
Το πρωτείο αληθείας. Η περίπτωση του Διονυσίου Κορίνθου, που έδρασε περί το 160-180 και έγινε φορέας του πρωτείου αληθείας, επαναλαμβάνεται στον Ειρηναίο. Ο τελευταίος, μολονότι επισκοπεύει στην άσημη και μακρυνή επισκοπή της Λυών, συμβουλεύει, επιπλήττει και επιβάλλει τις απόψεις του στην πρώτη, την ένδοξη και πανίσχυρη επισκοπή της Ρώμης. Αυτό συνέβη, διότι ο Ειρηναίος εξέφραζε την αλήθεια, την ορθή απάντηση στη μεγάλη κρίση της εποχής του και μάλιστα στο πρόβλημα της επιεικείας (έναντι μετανοούντων) και της ενότητος της Εκκλησίας (παρά τις υφιστάμενες ριζικές διαφωνίες για τον εορτασμό του Πάσχα στη Ρώμη και τη Μικρασία). Η αλήθειά του, που στο μεταξύ αναγνωρίσθηκε, τού έδινε το προβάδισμα, το πρωτείο έναντι άλλων να συμβουλεύη.
Η αναφορά του Ειρηναίου (Γ 3, 2) στην Εκκλησία της Ρώμης με τρόπο ιδιαίτερα τιμητικό για τη γνησιότητα της παραδόσεώς της δεν αλλάζει την ιστορική πραγματικότητα, κατά την οποία πρωτείο = αλήθεια εξέφρασε ο Ειρηναίος και όχι ο ισχυρός επίσκοπος Ρώμης. Η στάση λοιπόν του Ειρηναίου πρέπει να γίνη ερμηνευτικός όρος του κειμένου του, που θέλει τις Εκκλησίες ή τους πιστούς να «συμφωνούν με την Εκκλησία της Ρώμης ή να προσέρχωνται σ’ αυτή».
Είναι γνωστό πως ο Ειρηναίος στην πράξη δε ζητεί από την Εκκλησία της Εφέσου να συμφωνήση με την Εκκλησία της Ρώμης, δηλ. δεν καταφάσκει το χωρίο του, όπως είναι στη λατινική. Επομένως ή το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο του Ειρηναίου ήταν διαφορετικό ή το χωρίο, όπως έχει, δεν αποδίδει πράγματι πρωτείο εξουσίας στην Εκκλησία της Ρώμης, αλλά είδος τιμητικής διακρίσεως μόνο ένεκα της ιστορίας της και της προελεύσεώς της από τους δύο κορυφαίους αποστόλους. Πιθανόν ακόμη να αφορά η σχετική φράση στις πολλές σχισματικές χριστιανικές ομάδες, που συχνά σχηματίζονταν στη Ρώμη με αποτέλεσμα να δημιουργούν σύγχυση στους απλούς πιστούς και τους νεήλυδες χριστιανούς (Π. Χρήστου). Στην αρχαία Εκκλησία κατά συνέπεια δεν εμφανίζεται το πρωτείο εξουσίας, αλλά το πρωτείο αληθείας, αφού και όταν ο επίσκοπος Ρώμης απειλούσε τις μικρασιατικές Εκκλησίες πρόβαλλε συνήθως την ορθότητα και την παραδοσιακότητα της θέσεώς του και όχι κάποια εξουσία.
(Πατρολογία Α 302-303)
Κυπριανός Καρθαγένης (+ 258)
Τη διπλή αυτή μοναδικότητα (Eκκλησίας και επισκοπής-επισκόπου) επιχειρεί να εξήγηση με τους λόγους του Κυρίου προς τον αποστ. Πέτρο: «συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Eκκλησίαν» (Ματθ. 16, 18). Οι λόγοι αυτοί, στην αρχική σκέψη του αγ. Κυπριανού, είχαν φαίνεται σχέση με κάποιο «πρωτείον» του Πέτρου. Γρήγορα όμως ο ιερός άνδρας έγραψε πάλι το περίφημο κεφ. 4 του De unitate, όπου τα κρίσιμα σχετικά χωρία. Στη νέα σύνταξη του κεφαλαίου δίδει την οριστική θεολογική του ερμηνεία στη μοναδικότητα της εντολής προς τον Πέτρο: Ο Κύριος απευθύνθηκε μόνο στον Πέτρο και είπε ότι θα ίδρυε την Eκκλησία μόνο στον Πέτρο, «για να δείξη έτσι ότι η Eκκλησία του Χριστού είναι Μία» («ut ecclesia Christi una mon-stretur»). Μιλώντας ακόμη περί του ότι όλοι οι απόστολοι στάλθηκαν στον κόσμο για τον ευαγγελισμό, όλοι έλαβαν το άγιο Πνεύμα και ότι όλοι είχαν την ίδια εξουσία να συγχωρούν (Ιωαν. 20,21-23), επανέρχεται πάλι στην ίδια ερμηνεία: «Για να δείξη όμως (ο Κύριος) την ενότητα, όρισε με την αυθεντία του την αρχή της ενότητος αυτής, ώστε να άρχεται από ένα» («tamen, ut unitatem m a n i f e s t a r e t...»), μολονότι «οι λοιποί απόστολοι ήσαν επίσης ό,τι και ο Πέτρος, συμμέτοχοι της αυτής τιμής και δυνάμεως». Ο Κύριος λοιπόν είπε ότι θα ιδρύση την Eκκλησία σ’ ένα απόστολο, μόνο και μόνο για να δείξη την ενότητά της, για να δ ε ί ξ η ότι αν και οι απόστολοι και οι επίσκοποι είναι πολλοί, αν και έχομε συγχρόνως πολλές γνήσιες Eκκλησίες κατά τόπους, το γεγονός Eκκλησία είναι ένα, ενιαίο και αδιαίρετο. Η επιμονή του Κυπριανού στη χρήση των ρημάτων manifestaret και monstretur (δείχνω) σημαίνει ότι στη σκέψη του η διάκριση του Πέτρου είχε συμβολικό χαρακτήρα προς υπογράμμιση της μοναδικότητος και ενότητος της Eκκλησίας. Η αναφορά του Κυρίου στον Πέτρο είναι τρόπος ή σχήμα, μέσω του οποίου υπογραμμίζει τη μοναδικότητα και την ενότητα της Εκκλησίας. ……
Στα τελευταία έτη του βίου του ο Κυπριανός αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα της μοναδικότητος και ενότητος της Eκκλησίας από άλλη πλευρά. Συνεπής προς όσα σχετικά δίδασκε δεν αναγνώριζε το βάπτισμα των αιρετικών, τους οποίους αναβάπτιζε, όταν ήθελαν να εισέλθουν στην Eκκλησία. Στη διατύπωσή της και στο θεολογικό της βάθος η θέση του Κυπριανού είναι ορθή, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να διακρίνη μεταξύ αιρετικών και σχισματικών ή αυτών που άλλοτε ανήκαν στην Eκκλησία. Τη διάκριση αυτή θα κάνη λίγο μετά το θάνατο του Κυπριανού ο Διονύσιος Αλεξανδρείας. Με τη βελτίωση αυτή η θέση του Κυπριανού θα γίνη κανόνας της Eκκλησίας. Ο Στέφανος Ρώμης αντίθετα δεν αναβάπτιζε τους αιρετικούς, θεωρώντας το βάπτισμά τους έγκυρο, κάτι που έθετε σε κίνδυνο την αφετηρία του Κυπριανού: «salus extra ecclesiam non est» ( Επιστ. 73, 21). Αθεολόγητος και ισχυρογνώμων ο Στέφανος προχώρησε στην απόσχιση της βορειοαφρικανικής Eκκλησίας και στον αφορισμό του Κυπριανού (ο θάνατος του Στεφάνου εμπόδισε την τυπική επικύρωση του αφορισμού), ο οποίος, πιστεύοντας ότι εκφράζει την αλήθεια, δεν υπέκυψε. Εν τούτοις την ίδια εποχή δε διστάζει να γράφη ότι «πηγή» της ενότητος είναι ο Πέτρος (Επιστ. 73, 7). Τούτο σημαίνει και πάλι ότι στις παρόμοιες αναφορές ο Πέτρος απλώς συμβολίζει την επισκοπή ή την Εκκλησία και ότι κάθε επίσκοπος έχει (ή μπορεί να έχει) με τον Πέτρο τη σχέση που βασικά έχει και ο επίσκοπος Ρώμης.
Πρωτείο αληθείας.
Το γεγονός ότι ο Κυπριανός επιμένει σταθερά στις θέσεις του, ότι αρνείται να υποχωρήση στις αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης και ότι σιγά σιγά οι θέσεις του γίνονται πίστη και Παράδοση της Eκκλησίας (ενώ οι θέσεις του αντιπάλου του επισκόπου Ρώμης Στεφάνου σιγά σιγά απορρίπτονται), σημαίνει ότι στο πρόσωπό του υπάρχει σαφώς το πρωτείο αληθείας, το μόνο ουσιαστικά πρωτείο που έζησε η Eκκλησία. Ο Κυπριανός δηλαδή έβρισκε την εσωτερική δύναμη αντιστάσεως προς τον Στέφανο, διότι εξέφραζε γνήσια την αλήθεια. Και η Eκκλησία τού αναγνώρισε τη γνησιότητα αυτή σε αντίθεση με ό,τι έκανε για τον Στέφανο. Η αναγνώριση μάλιστα αυτή υπήρξε γενική για τη Δυτική και την Ανατολική Eκκλησία και στα μέσα του Γ' αιώνα ο Κυπριανός με τον Διονύσιο Αλεξανδρείας υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν γνήσιοι εκφραστές της αληθείας και της όλης Παραδόσεως και γι’ αυτό οι κατ’ εξοχήν Πατέρες και Διδάσκαλοι ολόκληρης της Εκκλησίας.
(Πατρολογία Α 431-432 και 433-434)
Σύνοδος της Σαρδικής (343 μ.Χ.)
Η σύνοδος της Σαρδικής απέκτησε ιδιάζουσα σημασία στην ανάπτυξη πρωτείου δικαιοδοσίας του επισκόπου Ρώμης ένεκα των κανόνων 3-5, τους οποίους εισηγήθηκαν στα μέλη της συνόδου οι Όσιος Κορδούης και Γαυδέντιος.
Η γνησιότητα των κανόνων αμφισβητήθηκε και η ερμηνεία τους παρουσιάζει προβλήματα. Φαίνεται όμως ότι, και αν ακόμη γνώρισαν κάποιες μεταγενέστερες επεμβάσεις, είναι μάλλον γνήσιοι. Μάλιστα οι Κανόνες όλοι της Σαρδικής πολύ ενωρίς στη Ρώμη συνδέθηκαν επίτηδες ή από λάθος με τους κανόνες της Νίκαιας και κυκλοφορούσαν ως νικαϊκοί, δηλαδή με αυξημένο κύρος. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους κανόνες 3-5, όταν ένας επίσκοπος καταδικαστεί από τοπική σύνοδο, δικαιούται εφόσον έχει σοβαρούς λόγους να προσφύγει στον επίσκοπο Ρώμης. Αυτός εξετάζει την υπόθεση και αν κρίνει σκόπιμο αναπέμπει την υπόθεση στην τοπική σύνοδο, η οποία κρίνει εκ νέου. Οι Κανόνες αυτοί δεν θεσμοθετούν για τον Ρώμης το έκκλητον, το δικαίωμα δηλαδή να δέχεται έφεση και να κρίνει αυτός σε δεύτερο βαθμό. Του δίνουν όμως για πρώτη φορά την ευχέρεια να αποφασίζει αυτός, εάν μία υπόθεση θα επανακριθεί ή όχι από το φυσικό της δικαστήριο, δηλαδή την τοπική σύνοδο. Την ευχέρεια πάντως αυτή, που δεν είναι σύμφωνη με τον κανόνα 6 της πρώτης οικουμενικής Συνόδου, ερμήνευσαν οι ρωμαϊκοί εκκλησιαστικοί κύκλοι ως στηρικτική του ρωμαϊκού πρωτείου, μολονότι στην πράξη της ίδιας της Δύσεως δεν εφαρμόστηκε, όπως δείχνει και η περίπτωση της συνόδου του 418 στην Καρθαγένη, όπου οι συνοδικοί δεν αναγνώρισαν ανάλογες αξιώσεις του Ρώμης, αλλά επέμειναν οι κρίσεις να οριστικοποιούνται στην τοπική σύνοδο. Γενικότερα οι Κανόνες αυτοί δεν προϋποθέτουν παλαιότερο έθος και ηχούν ανάρμοστα στην εποχή, οπότε μάλιστα οι εκπρόσωποι του Ρώμης στις συνόδους όχι μόνο δεν προεδρεύουν, αλλά ούτε και παίζουν ρόλο αποφασιστικό. Οι Κανόνες 3-5 κατανοούνται στο πλαίσιο της εποχής, στην οποία επικρατούσε σύγχυση. Τότε οι ορθόδοξοι δυτικοί και ανατολικοί ζητούσαν κάποιο έρεισμα για την επανεξέταση από Σύνοδο του θέματος του μεγάλου Αθανασίου. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι εφαρμόστηκαν οι Κανόνες αυτοί στην Ανατολή πάλι σε μία εποχή συγχύσεως και ανωμαλιών, δηλαδή στην εποχή του Φωτίου. Και τότε όμως, όταν επιτεύχθηκε κοινή σύνοδος (880) ανατολικών και δυτικών, αποφασίστηκε ό,τι και στην Καρθαγένη, δηλαδή οι οριστικές κρίσεις όλων των θεμάτων τελείωναν στην τοπική Σύνοδο.
(Πατρολογία Β 149-150)
Ιούλιος Α Ρώμης (337-352)
Ο Ιούλιος υπήρξε ορθόδοξος και δραστήριος επίσκοπος Ρώμης. Με τον Ιούλιο η Δυτική εκκλησία εισήλθε στην δίνη των κρίσιμων εκκλησιαστικών θεμάτων του Δ΄ αιώνα. Έμεινε πιστός στις αποφάσεις της Νίκαιας (325) και εναντιώθηκε στον Ευσέβιο Νικομήδειας (τότε Κωνσταντινουπόλεως) και σε όλους τους αρειανόφρονες και ημιαρειανόφρονες ανατολικούς επισκόπους, που συγκροτούσαν στην Αντιόχεια (341) την σύνοδο των Εγκαινίων. Εκεί πιέστηκε να δεχτεί απόφασή τους που καταδίκαζε τον Αθανάσιο Αλεξάνδρειας και τον Μάρκελλο Άγκυρας, τους οποίους όμως ο Ιούλιος απάλλαξε από κάθε κατηγορία τάξεως και πίστεως σε σύνοδο (Ρώμη 341). Με αφορμή τα γεγονότα αυτά έγραψε μακροσκελή Επιστολή προς τους συνοδικούς της Αντιόχειας, απαντώντας σε δικό τους γράμμα και εξηγώντας τις ενέργειές του υπέρ των Αθανασίου και Μαρκέλλου. Επέμενε ότι οι ανατολικοί έπρεπε να γράψουν στη Ρώμη και να ζητήσουν την κρίση γενικής συνόδου. Στο κείμενο τούτο, που εσφαλμένα ερμηνεύτηκε ως πρώτη έκφραση πρωτείου δικαιοδοσίας της Ρώμης, ο Ιούλιος επιμένει ότι εκφράζει τις απόψεις και των επισκόπων της Ιταλίας και ότι κρίση επισκόπων αποστολικών Εκκλησιών πρέπει να γίνεται «παρά πάντων», από σύνοδο γενική όλων των επισκόπων. Την απαίτηση αυτή απέρριψαν οι αρειανόφρονες της Ανατολής με το επιχείρημα ότι επρόκειτο για συμβάντα που αφορούσαν μόνο την Ανατολή.
(Πατρολογία Β 177)
Μέγας Βασίλειος (+378)
Προϋποθέτει «πρωτείο εξουσίας» του επισκόπου Ρώμης;
Η μέριμνα του Β. για την κοινωνία των Εκκλησιών ερμηνεύτηκε και ως αναγνώριση πρωτείου εξουσίας στον επίσκοπο Ρώμης. Και είναι αλήθεια ότι ο Δάμασος είχε κάποιες αξιώσεις εξουσίας και ονόμασε τον θρόνο του «αποστολική καθέδρα» (Θεοδωρήτου, Εκκλησ. ιστορία Ε΄ 10, 2), αλλά προσεκτική ανάγνωση των κείμενων του Β. οδηγεί σε διαφορετική εκτίμηση. Ο Β. απευθύνεται στον Ρώμης για τους εξής λόγους: α) ο Ρώμης ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την διαίρεση των ορθοδοξούντων στην Αντιόχεια• β) στην Ανατολή όσο ζούσε ο Ουάλης ήταν αδύνατο να συγκληθεί ανεπηρέαστη σύνοδος επισκόπων και οι ορθόδοξοι ήταν λίγοι και αδύνατοι, αλλά μπορούσαν με την συμπαράταξη των δυτικών να γίνουν ισχυροί, ώστε να τους υπολογίζει ο Ουάλης και να τους αφήνει να λύνουν μόνοι τα προβλήματα τους• γ) ο Β. είχε κατηγορηθεί για μεροληψία υπέρ του Μελετίου και γι’ αυτό, στην λύση που πρότεινε, ήθελε να έχει την σύμφωνη γνώμη των δυτικών, επειδή ζούσαν μακριά από τα γεγονότα και θα φαίνονταν πιο αξιόπιστοι στους αντιμαχόμενους• δ) όσοι αποτελούσαν «κοινωνία» εκκλησιαστική (άρα οι ορθοδοξούντες και όσοι θα μπορούσαν να ορθοδοξήσουν) σε Ανατολή και Δύση όφειλαν να συμμετέχουν στην καταδίκη ή την αθώωση ομάδων, που έχουν μονομερώς καταδικαστεί στην Δύση η στην Ανατολή.
Και πράγματι, μολονότι δεν μπορούσε να γίνει σύνοδος, ο Β. είχε καταδικάσει τους Παυλίνο, Απολινάριο και Ευστάθιο για τις κακοδοξίες τους. Αυτό έπρεπε να γίνει και από τους δυτικούς. Μάλιστα δεν τους παρακαλεί ν’ αποφανθούν για τους κακόδοξους αυτούς, δεν ζητάει την γνώμη των δυτικών δηλαδή, αλλά, βέβαιος για την αλήθειά του, γράφει: «αξιούμεν» την καταδίκη τους (Επιστ. 263, 2). Φυσικά, εάν φρονούσε ότι ο Δάμασος Ρώμης έχει πρωτείο εξουσίας, δεν θα «αξιούσε» από αυτόν, αλλά θα έθετε απλώς το θέμα στην κρίση του. Η έλλειψη αξιώσεως πρωτείου από τον Ρώμης (τουλάχιστον σε απόλυτο βαθμό) φαίνεται και από το ότι ο Β. στέλνει αντιπροσώπους του με γράμματα ιδιαίτερα, για τα ίδια θέματα, στους επισκόπους Γαλλίας και Ιταλίας, μολονότι αυτοί σαφώς ανήκαν στην περιοχή της Δύσεως. Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι πολύ άνετα παρακάμπτει τον Ρώμης, κάτι που σημαίνει ότι θεωρούσε τους άλλους επισκόπους της Δύσεως μη εξαρτημένους από αυτόν.
Χαρακτηριστικό ελλείψεως συνειδήσεως πρωτείου εξουσίας αποτελεί και η δυσχέρεια του Ρώμης να «επισκέπτεται» αυτοδικαίως άλλες τοπικές Εκκλησίες. Αυτό φαίνεται από το ότι ο Δάμασος επιζητούσε αποστολή εκπροσώπων της Ανατολής, που θα του ζητούσαν την «επίσκεψιν» (να επισκεφτεί την Ανατολή), ώστε να έχει νόμιμη «αφορμήν» (Επιστ. 138). Ότι ζητάει ο Β. από τον Δάμασο και τους δυτικούς επισκόπους είναι η «επίσκεψις» τους στην Ανατολή (Επιστ. 70, 242 και 243) και αυτό όχι για να ανακρίνουν ή να επανεκτιμήσουν, αλλά να παρηγορήσουν (εις «παράκλησιν»), να διαπιστώσουν όσα τους πληροφορούσε ο Β. (αυτόθι) και να βοηθήσουν στην συμφιλίωση. Και αν θα γινόταν σύνοδος, θα την συγκροτούσαν ομότιμα ανατολικοί και δυτικοί επίσκοποι, κάτι που τελικά δεν έγινε στην Β΄ Οικουμ. Σύνοδο (381), στην οποία ήρκεσε η συμμετοχή των ανατολικών, διότι και τα ορθά αποφάσισαν και οι δυτικοί συμφώνησαν αργότερα. Τέλος, θα ήταν ασυνεπής πράξη η αναγνώριση πρωτείου εξουσίας στον Ρώμης από τον Β., από τον μεγάλο αυτό θεολόγο, που είχε τόση βεβαιότητα για την αλήθειά του, ώστε να λέει και να γράφει ότι όποιος δεν έχει «κοινωνία» μαζί του, δεν έχει κοινωνία με την Εκκλησία (Επιστ. 204, 7).
Σύνοδος Ρώμης 382 μ.Χ.
Το μόνο απόλυτα γνήσιο κείμενο της συνόδου της Ρώμης (382 μ.Χ.) είναι Επιστολή-ομολογία πίστεως («Confessiofideicatholicae») προς τους ανατολικούς (Θεοδωρήτου εκκλησιαστική ιστορία Ε 9 ,10) στην οποία υπάρχει για την εκκλησία της Ρώμης ο χαρακτηρισμός «αποστολική καθέδρα», όρος γνωστός από τον Ρώμης Λιβέριο (+366).
Εάν όμως είναι μερικώς έργο της συνόδου και του Δαμάσου, όπως υποστηρίζουν σήμερα μερικοί ερευνητές, το τρίτο κεφάλαιο του DecretumGelasianum (συμπιληματικού κατασκευάσματος αγνώστου συγγραφέα του 6ου αιώνα) η σύνοδος της Ρώμης αποκτά ιδιαίτερη σημασία, διότι θεμελιώνει για πρώτη φορά τον αυταρχισμό που ενίοτε εξέφραζε ο επίσκοπος Ρώμης. Στο κείμενο δηλαδή τούτο διατυπώνεται το πρωτείο (primatus) τιμής της εκκλησίας της Ρώμης με την πρωτοεμφανιζόμενη θεμελίωση στο γεγονός ότι ο Κύριος έδωσε το πρωτείο στον Πέτρο με τους λόγους «συ ει Πέτρος και επί ταυτή τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν…» (Ματθ. 16, 18-19). Το τρίτο κεφάλαιο του DecretumGelasianum, εάν γράφτηκε από τον Δάμασο αποτελεί ασφαλώς αντίδραση στους κανόνες β΄ και γ΄ της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381), η οποία όρισε τα πρεσβεία τιμής για τους μεγάλους θρόνους: Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια. Χωρίς να αρνείται τα πρεσβεία των άλλων θρόνων και μολονότι απλώς χαρακτηρίζει τη Ρώμη «πρώτην έδραν του Πέτρου», παρατηρεί ότι: τα πρεσβεία οι λοιπές εκκλησίες-θρόνοι έχουν με συνοδικές αποφάσεις, ενώ η Ρώμη με λόγους του Κυρίου· την εκκλησία της Ρώμης έθεσαν στην πρώτη θέση μαζί ο Πέτρος και ο Παύλος που μαρτύρησαν εκεί· ο Πέτρος, του οποίου πρώτη (σε σημασία) έδρα είναι η Ρώμη, έχει έδρα και την Αλεξάνδρεια διά του Μάρκου και την Αντιόχεια, όπου έδρασε πριν έλθει στη Ρώμη (με την παρατήρηση αυτή εναντιωνόταν στην προαγωγή σε δεύτερη θέση της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά ομολογούσε ότι ο Πέτρος είχε και δύο ακόμα έδρες πλην της Ρωμαϊκής).
Αν, λοιπόν, το κείμενο συνδέεται με τη Σύνοδο και τον Δάμασο, κάτι που δεν είναι βέβαιο, έχουμε το 382 για πρώτη φορά θεωρία περί του πρωτείου (οι λόγοι στο Ματθαίου 16,18-19) η οποία όμως τότε (στο κείμενο) περιελάμβανε μόνο την έννοια της πρώτης θέσεως και η οποία με το χρόνο θα περιλάβει και την απαίτηση εξουσίας. Την εποχή μάλιστα εκείνη ο Δάμασος, όσο αυταρχικός και αν ήταν, θα δυσκολευόταν να απαιτήσει κατοχύρωση κανονική και συνοδική κάποιας εξουσίας, εφόσον ενώπιόν του βρισκόταν ο μεγάλου κύρους Αμβρόσιος, στον οποίο οφείλονταν οι σπουδαιότερες συνοδικές πρωτοβουλίες της εποχής και ο οποίος δρούσε πολύ συχνά ερήμην του επισκόπου Ρώμης.
(Πατρολογία Β 457-458)
Δάμασος Ρώμης (366-384)
Ιδιαίτερα ενίσχυσε το κύρος του ρωμαϊκού θρόνου, τον οποίο ονόμασε «πρώτη έδρα του Πέτρου», μολονότι αναγνώριζε ότι ο Πέτρος χρονικά πρώτη έδρα είχε την Αντιόχεια και μετά, διά του Μάρκου, την Αλεξάνδρεια. Η εκκλησία της Ρώμης έχει πρωτείον, το οποίο έδωσε ο Κύριος στον Πέτρο, ενώ τα πρωτεία άλλων εκκλησιών οφείλονται σε συνόδους, εννοώντας την δεύτερη Οικουμενική. Οι απόψεις αυτές διατυπώνονται σε κείμενο του DecretumGelasianum του οποίου όμως αμφισβητείται η δαμασιανή προέλευση (Turner: EOMIA 1,155). Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμα ότι ο Δάμασος χρησιμοποιεί τον όρο «αποστολική καθέδρα» για το θρόνο του.
Από το 371/2 μέχρι το 378 ο Μέγας Βασίλειος κινήθηκε δραστήρια για την ενότητα της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας με αφορμή το Αντιοχειανό σχίσμα και με βαθύτερη αιτία την επιμονή της Δύσεως και μάλιστα του Ρώμης στη θεολογική διατύπωση «μία ουσία, μία υπόσταση» για την θεότητα. Την θέση αυτή συναντάμε π.χ. στην έκθεση πίστεως του Δαμάσου και άλλων συνοδικών (του έτους 371;) Προς τους Ιλλυρούς επισκόπους (Θεοδωρήτου εκκλησιαστική Ιστορία Β 22,3-12 και απόσπασμα Illudsanemiramur…146). Αλλά η διατύπωση αυτή με το έργο του Μεγάλου Βασιλείου είχε αποδειχθεί κακόδοξη και είχε προταθεί και υιοθετηθεί η διατύπωση «μία ουσία, τρεις υποστάσεις». Από το 376/7 ο Δάμασος ως απάντηση μάλλον στην Επιστολή 263 του Βασιλείου, παύει να χρησιμοποιεί το «μία ουσία, μία υπόσταση» (Βλέπε Θεοδωρήτου αυτόθι Ε 10 και 11, 11. Denzinger αυτόθι 147, όπου γράφει ότι τα τρία θεία πρόσωπα είναι: μιάς και της αυτής ουσίας, χωρίς να προσθέτει «και υποστάσεως» όπως έκανε παλαιότερα). Τότε πίστεψε ο Βασίλειος ότι μπορεί να επέλθει συνεννόηση με την Δύση. Αυτό δείχνει ότι το κλειδί της ενότητας των εκκλησιών ήταν το να δεχτεί ο Δάμασος (και η Δύση όλη) την ορθή πίστη και θεολογία, δεδομένου μάλιστα ότι ο Δάμασος είχε στην Αντιόχεια ως προστατευόμενό του τον Παυλίνο «Αντιοχείας», που κοινωνούσε με τους οπαδούς του Μαρκέλλου Άγκυρας και ασπαζόταν αντιλήψεις τους, όπως πληροφορούσε σαφώς ο Βασίλειος τον Δάμασο (Επιστολή 263,5). Για αυτό και στο ίδιο γράμμα (έτους 377) ο Βασίλειος κατήγγειλε στον Δάμασο τους Ευστάθιο Σεβάστειας, Απολινάριο και Μάρκελλο, προσθέτοντας και τον Παυλίνο, για τους οποίους «αξιούσε» καταδίκη ως όρο για την ενότητα των εκκλησιών. Ζητούσε μάλιστα η καταδίκη να γίνει από όσους περισσότερους ήταν δυνατό και όχι μόνο από τον Δάμασο.
Πάντως ο Δάμασος, χωρίς να το θελήσει αρχικά και χωρίς να είναι ικανός θεολόγος, αναμίχθηκε στα θέματα της ανατολής και με σύνοδο στη Ρώμη (377) καταδίκασε (για πρώτη φορά στην Δύση) την διδασκαλία των Απολιναρίου, Μαρκέλλου Άγκυρας και πνευματομάχων. Βέβαια δεν παραμέρισε και τον Παυλίνο, όπως υποδείκνυε ο Βασίλειος, αλλά οι παραπάνω καταδίκες σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη από μέρους του ίδιου του Δαμάσου εγκατάλειψη της κακόδοξης πλέον διατυπώσεως «μία ουσία, μία υπόσταση» άνοιξε τον δρόμο για την πλήρη ενότητα των εκκλησιών, που έγινε πρώτα στη σύνοδο της Αντιόχειας (379) όπου ο Μελέτιος υιοθέτησε τις παραπάνω αποφάσεις του Δαμάσου, και τελικά στην δεύτερη Οικουμενική σύνοδο (381). Στην σύνοδο αυτή ο Δάμασος όχι μόνο δεν έλαβε μέρος, αλλά και ο κατά κάποιο τρόπο εκεί εντολοδόχος του Ασχόλιος Θεσσαλονίκης δεν έπαιξε κανένα ρόλο. Επειδή με τις αποφάσεις της συνόδου, που αφορούσαν την εκκλησιαστική κατάσταση, δεν συμφωνούσε ο Δάμασος, έπεισε τον αυτοκράτορα να καλέσει γενική σύνοδο στη Ρώμη το 382. Οι Ανατολικοί επίσκοποι, που τότε βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, αρνήθηκαν ευγενικά να παραστούν, δηλώνοντας εκτός άλλων ότι το δογματικό θέμα, που θα έκανε αναγκαία την σύνοδο, είχε λυθεί (Θεοδωρήτου Εκκλησιαστική ιστορία Ε 9,13) στη σύνοδο Αντιοχείας και μάλιστα στη δεύτερη Οικουμενική σύνοδο, όπως είχαν ρυθμιστεί και τα θέματα του επισκόπου Αντιοχείας και Κωνσταντινουπόλεως. Για τα τελευταία όμως (και μάλιστα για την εκλογή του Φλαβιανού στον θρόνο της Αντιόχειας και τον παραγκωνισμό του Παυλίνου) διαφωνούσε ο Δάμασος και έτσι με τη Σύνοδο της Ρώμης ερχόταν σε αντίθεση προς τις αποφάσεις οικουμενικής Συνόδου (της Β΄), που όρισε ότι κάθε μία επαρχία αποφασίζει αυτή τις χειροτονίες εντός του χώρου δικαιοδοσίας της με την σύμπραξη, αν κριθεί αναγκαία, των γειτονικών επαρχιών: «θεσμός κεκράτηκε και των εν Νίκαια Πατέρων όρος, καθ’ εκάστην επαρχίαν τους της επαρχίας και είπερ εκείνοι βούλοιντο, συν αυτοίς τους ομόρους προς το συμφέρον ποιείσθαι τας χειροτονίας…» (9,14).
Στην πράξη, λοιπόν, και με θεολογική θεμελίωση, οι ανατολικοί αρνήθηκαν κάθε είδους πρωτείο εξουσίας στον Δάμασο, αλλά εκείνος προχώρησε και ανέτρεψε τα της Αντιοχείας, αναγνωρίζοντας ως κανονικό επίσκοπο τον Παυλίνο. Ο Φλαβιανός που κλήθηκε στη Ρώμη επίσης, αρνήθηκε και να πάει και να αναγνωρίσει το δικαίωμα της ρωμαϊκής Συνόδου να αποφασίσει για την θέση του. Τα γεγονότα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία, διότι ο Δάμασος είναι από τους πρώτους ισχυρούς επισκόπους Ρώμης, που συνειδητά πρόβαλε αξιώσεις για τον θρόνο της Ρώμης, χωρίς πάντως να θέτει τον εαυτό του υπεράνω συνόδων και χωρίς να θεωρεί τον εαυτό του κριτή όλων.
(Πατρολογία Β 469-471)
Αμβρόσιος Μεδιολάνων (373- 397 μ.Χ.)
Πρωτείο «ομολογίας» του Πέτρου.
Ο θεληματικός χαρακτήρας του Αμβροσίου και η αποφασιστική του στάση έναντι των αρειανών και των αυτοκρατόρων οδήγησε πολλούς να μιλήσουν για αυταρχισμό του Αμβρόσιου και κυριαρχικές επιδιώξεις, που όμως δεν έχουν ερείσματα στις πηγές. Ήταν εξαιρετικά ταπεινός και αγνοούσε κάθε είδος κυριαρχικών αξιώσεων έναντι οποιουδήποτε επισκόπου. Με την επιρροή του σε αυτοκράτορες μπορούσε να επεκτείνει τα δικαιώματά του. Δεν το έκανε. Αντίθετα, βοηθούσε τον Ρώμης Δάμασο, τον οποίο πολεμούσε ο αντίπαπας Ουρσίνος, και αναγνώριζε ότι η εκκλησία της Ρώμης ήταν κεφαλή της όλης ρωμαϊκής-δυτικής εκκλησίας (Epist.11,4), αλλά αγνοούσε κάθε είδος πρωτείου εξουσίας. Στο έργο του Deincarnationis (4,32) εξηγεί τι αποκόμισε ο απόστολος Πέτρος με την ομολογία του και τους λόγους του Κυρίου προς αυτόν (Ματθ. 16,17εξ.). Ο Αμβρόσιος μιλάει πρώτος και με απόλυτη σαφήνεια για πρωτείο, το οποίο όμως δεν είναι ούτε τιμής ούτε τάξεως-εξουσίας, αλλά μόνο πρωτείο ομολογίας και πίστεως (“Primatumegit,primatumconfessionisutique, nonhonoris, primatumfidei, nonordinis”).
H σαφήνεια των λόγων τούτων και η δήλωση ότι το πρωτείο δεν είναι τάξεως διοικητικής-εξουσίας (ordinis) προϋποθέτει τον Αμβρόσιο γνώστη και δέκτη σχετικών αξιώσεών του Ρώμης Δαμάσου, τις οποίες όμως ο μεγάλος επίσκοπος του Μιλάνου απέκρουσε ρητά.
(Πατρολογία Β΄σελ. 652-653)
Ιννοκέντιος Ρώμης 402-417
Ο Ιννοκέντιος από το Allano της Ιταλίας, γιός μάλλον του προκατόχου του Αναστασίου, υπήρξε δυναμική φυσιογνωμία και αντιμετώπισε προβλήματα, όπως τον Δονατισμό και τον Πελαγιανισμό, ακολουθώντας αποφάσεις προγενέστερων συνόδων. Επικύρωσε την προηγηθείσα καταδίκη του Πελαγίου, αλλά δεν μπόρεσε να δώσει, όπως αναμενόταν, απάντηση στο ζήτημα του προπατορικού αμαρτήματος και της θείας χάρης. Εντονότερα τον απασχόλησαν ζητήματα εκκλησιαστικό-λειτουργικής τάξεως μέσω των οποίων προσπάθησε να εξάρει και να επιβάλει το παπικό πρωτείο το οποίο η μεν Ανατολή -προς την οποία δεν είχε ειρηνική συμπεριφορά- δεν αναγνώριζε, η δε Βόρεια Αφρική το υποβάθμιζε και το κατανοούσε απλά ως graciamajor.
Tο πνεύμα του Iννοκεντίου, παρά την κατάληψη της Ρώμης (410) από τον Αλάριχο, συγκινούσε η ιδέα της αιώνιας Ρώμης (aeternaRoma) και ως Εκκλησία τώρα του Πέτρου θα ήθελε να γίνει το ύψιστο κέντρο αναφοράς και εξουσίας για όλο το χριστιανισμό. Ιδιαίτερα οι δυτικές εκκλησίες οφείλανε να ακολουθούν καθ’ όλα την Εκκλησία της Ρώμης, πηγής όλων των Εκκλησιών. Και τα μεγάλα θέματα (causaemajores) έπρεπε να επιλύονται αμετάκλητα στην Ρώμη. Η τάση αυτή του Ιννοκεντίου για την απολυτοποίηση του παπικού πρωτείου εξουσίας διευκολύνθηκε πολύ από την μεγάλη μείωση της δυνάμεως του επισκόπου Μιλάνου και την αδυναμία συγκροτήσεως συνόδων, στην Ιταλία κυρίως, ένεκα της καταλύσεως του δυτικού ρωμαϊκού Κράτους από τους Γότθους.
Στο πλαίσιο αυτό, από το 412, εκμεταλλευόμενος τις κρατικές διοικητικές ανακατατάξεις, προσπάθησε αυθαίρετα να ενισχύσει την επιρροή του στο ανατολικό Ιλλυρικό, προσφέροντας στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ευρύτερη δικαιοδοσία επί των επισκόπων του Ιλλυρικού. Η δικαιοδοσία αυτή συναντούσε και στο εξής την αντίδραση των επισκόπων της περιοχής (Κορίνθου και άλλες), οι οποίοι ένιωθαν εγγύτεροι στην Εκκλησία της νέας Ρώμης.
Οι φίλοι του εξόριστου Ιωάννου Χρυσοστόμου ζήτησαν από τον Ιννοκέντιο να επιδιώξει την σύγκλιση μεγάλης κανονικής Συνόδου προς επανεξέταση της αντικανονικής καταδίκης του Χρυσοστόμου. Ο Ιννοκέντιος προσπάθησε, δεν εισακούστηκε και προσωρινά διέκοψε την κοινωνία του με τα πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας.
(Πατρολογία Γ 225-226)
Καιλεστίνος Ρώμης (422-432)
Παρά την απόλυτη αυτή σημασία της Συνόδου (Γ΄Οικουμενικής) ο εκπρόσωπος του Καιλεστίνου Φίλιππος στις 11 Ιουλίου, δήλωσε ότι ο επίσκοπος Ρώμης είναι «διάδοχος και τοποτηρητής» του «εξάρχου και κεφαλής των Αποστόλων» Πέτρου. Ο Πέτρος, μάλιστα, «έως του νυν και αεί (=τώρα και πάντοτε) ζει και δικάζει» στους «διαδόχους του» (στο πρόσωπο των διαδόχων του), που τώρα είναι ο Καιλεστίνος (ACO 1,13,σ. 60, 28-35) Ίσως οι λόγοι αυτοί να εμπεριέχουν νοθεία, όμως για πρώτη φορά διατυπώνεται με τόση σαφήνεια και λεπτομερώς το πρωτείο του Ρώμης ως «τοποτηρητού» του Πέτρου και κριτού πάντων. Η Σύνοδος, όπου «απεσταλμένοι» του Καιλεστίνου ούτε έκριναν ούτε δίκασαν, απέδιδε, βέβαια, ιδιαίτερη τιμή στον Ρώμης, αλλά τηρούσε αυστηρή ισορροπία, για αυτό «νέον Παύλον» χαρακτήρισε συγχρόνως και τον Καιλεστίνο και τον Κύριλλο (ACO Ι,13,σ. 57,24-27). Άλλωστε ο Καιλεστίνος δεν έδειξε να υποτιμάει τη Σύνοδο γενικά χάριν της δικής του αυθεντίας.
(Πατρολογία Γ 412)
Λέων Α΄ο Ρώμης ο Μέγας (440-461)
Ο Λέων … ενδιαφέρθηκε για την ειρήνη της εκκλησίας και την ενότητα της πίστεως με αναφορά στον θρόνο της Ρώμης. Η αναφορά αυτή προϋπέθετε την ιδεοληψία της αιώνιας Ρώμης, θύραθεν και εκκλησιαστικής (Romaaeterna, urbssancta) και την βεβαιότητα αναλογίας μεταξύ potestasimperialis(εξουσίας αυτοκρατορικής) και auctoritassacerdotalis(αυθεντίας ιερατικής), πριγκιπάτου κοσμικού και principatus εκκλησιαστικού. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα της χειροτονίας του (29 Σεπτεμβρίου) στην πρώτη Oμιλία του υπογράμμισε το πρωτείο του, όπως έκανε και κάθε χρόνο που εόρταζε την επέτειο της αναρρήσεώς του στον θρόνο. Από τον εορτασμό αυτό προέρχονται Ομιλίες, όπου, πλην άλλων, θεμελιώνει θεολογικά το πρωτείο εξουσίας στην ιδέα ότι αυτός, ο Λέων και κάθε επίσκοπος Ρώμης, είναι μέτοχος στο αξίωμα-τιμή (consortibushonorissui» Σερμο ΙΙΙ 4) του Αποστόλου Πέτρου, στον οποίο εμπιστεύτηκε ο Kύριος την διοίκηση της όλης Eκκλησίας. O Λέων είναι κληρονόμος («haeres») της εξουσίας και των υποχρεώσεων του Πέτρου και αντιπρόσωπός του (vicarious). Για αυτό θεωρεί ότι αυτός, όπως ο Πέτρος δήθεν, είναι ο κατεξοχήν επίσκοπος-κυβερνήτης όλης της εκκλησίας, αυτός έχει την κατεξοχήν ιερωσύνη και αυτός παρέχει την θεία χάρη στους λοιπούς επισκόπους. Οι λοιποί Επίσκοποι είναι ίσοι και ποιμαίνουν αυθεντικά το ποίμνιό τους, αλλά μόνο στον θρόνο της Ρώμης συνεχίζει να ζει και να κυβερνά ο Πέτρος, ακόμα και αν ο διάδοχός του είναι ανάξιος («etiaminindignohaeredeSermo ΙΙΙ 4. Βλ. και ΙΙ 2, ΙΙΙ 3,IV 1-2,4). Ο Λέων δηλαδή πρόβαλε ένα «δίκαιο» που στήριζε στην δήθεν υπεροχική-αποκλειστική σχέση Πέτρου και επισκόπου Ρώμης. Παράλληλα υποστήριζε ότι πέτρεια προέλευση -και άρα σχετικά δικαιώματα- είχαν πλην της Ρώμης μόνο η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια. Για αυτό η Κωνσταντινούπολη δεν είχε το δικαίωμα σε υπεροχική θέση. Δεν λαμβάνει υπ’ όψη ότι το δικαίωμα τούτο οφειλόταν στην αξία της πόλεως ως πρωτεύουσας του Κράτους. Γενικά κατανοούσε τη δομή της εκκλησίας ως πυραμίδα, την κορυφή της οποίας αποτελούσε η Ρώμη.
Με τέτοιες αντιλήψεις και αξιώσεις αυτονόητο ήτανε να αντιδράσει ο Λέων στον 28ο κανόνα της Τετάρτης οικουμενικής Συνόδου (451) που παρείχε «ίσα πρεσβεία» τιμής, αλλά «μετά» τον Ρώμης, στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως (ένεκα της σημασίας της πόλεως ως πρωτεύουσας του Κράτους). Άδικα οι Ανατολικοί τον βεβαίωναν ότι δεν μειώνονται τα δικαιοδοσιακά του προνόμια στην Δύση. Τον ενδιέφερε η παγκόσμια εξουσία, όπως την ανέφεραν στην Δ΄ Οικουμενική σύνοδο οι αντιπρόσωποί του («universalisEcclesiaepapa»), αλλά δεν μπόρεσε να την προβάλλει στην Ανατολή διά της συνόδου. Για αυτό χαρακτήριζε τον 28ο κανόνα καινοτομία και έλεγε ότι αγνοεί τον 3ο κανόνα της Β΄ οικουμενικής Συνόδου (381), στον οποίο η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος στηρίχθηκε για το δικό της 28ο. Δικαιολόγησε την άρνηση του κανόνα τούτου όχι στο ότι περιόριζε την παγκόσμια δικαιοδοσία του, όπως θα την ήθελε πράγματι, αλλά στην μη τήρηση των κανονικών διατάξεων (συνόδων) της Εκκλησίας. Οι αντιρρήσεις του Λέοντα για τον Κανόνα διατυπώθηκαν έντονα και στην Επιστολή του, 79,3 (προς Πουλχερίαν) με το δικαιολογητικό ότι ο Απόστολος Πέτρος στερείται της εξουσίας της γενικής αποφάσεως (…). Ανάλογα υποστήριζε γράφοντας προς τον αυτοκράτορα και προς τον Κωνσταντινουπόλεως χωρίς αυτοί να υποχωρήσουν. Άλλωστε για τον Κανόνα αντέδρασαν πρώτα οι εκπρόσωποι του αυτοκράτορα και του Λέοντα στις συνεδρίες στις οποίες αυτός συζητήθηκε. Τότε οι συνοδικοί βεβαίωσαν τους τελευταίους ότι διατηρούνται τα προνόμια του Ρώμης και έτσι όλοι υπέγραψαν τα σχετικά Πρακτικά (ACOII,17,σσ. 27-28). Όταν το 458 ο Ανατόλιος αντέδρασε σε υπόδειξη του Λέοντα να τιμωρήσει κληρικούς του, εκείνος έσπευσε να εξηγήσει ότι το διάβημά του αποτελούσε μόνο χειρονομία ενδιαφέροντος για την υπόληψη του Ανατολίου (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα, Α σελίδα 14). Ανάλογη στάση τήρησε και το 457, όταν ζήτησε βοήθεια από τον Κωνσταντινουπόλεως, τον Ιεροσολύμων (Epist. 145-153) και τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Α΄ (457-474). Αναγνωρίζοντας στον τελευταίο το δικαίωμα και το καθήκον να προστατεύει την Εκκλησία, έμμεσα υποθήκευε την ελευθερία της.
(Πατρολογία Γ 722-724)
Γελάσιος Α΄ Ρώμης (492-496)
Όταν ο Γελάσιος έγινε παπάς, το 492, επέδειξε την ευστροφία του, την διάθεση πιστότητας στην παράδοση και την άτεγκτη απαίτηση εκκλησιαστικής πειθαρχίας στον θρόνο της Ρώμης. Η ενασχόληση του Γελασίου με το θέμα του Μονοφυσιτισμού, έστω χωρίς πρωτοτυπία, και η σε οριστικότερη διαμόρφωση και προβολή του παπικού πρωτείου οφείλεται στο γεγονός του «Ενωτικού» του Ζήνωνα και στην τάση των επισκόπων του Ιλλυρικού να τεθούν στην επιρροή του Βυζαντίου. Το 482 δηλαδή ο αυτοκράτορας Ζήνωνας, με σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντινουπόλεως Ακακίου, εξέδωκε χάριν της ειρήνης και κατ’ οικονομίαν το «Ενωτικόν», όπου τονιζόταν η ενότητα των φύσεων του Κυρίου και η πιστότητα στις αποφάσεις της Δ΄ οικουμενικής Συνόδου, χωρίς όμως αυτή να συναριθμείται στις τρεις προγενέστερες. Το τελευταίο, αλλά και η αποφυγή αναφοράς στους όρους «μία φύσις» ή «δύο φύσεις», ερμηνεύτηκε (ορθά) ως παραχώρηση προς τον Μονοφυσιτισμό, τον οποίο καταπολέμησε ο Γελάσιος. Συνεπής προς την εκτίμησή του υιοθέτησε την καθαίρεση του Ακακίου, που είχε γίνει το 484, κυρίως διότι κοινώνησε με τον μονοφυσίτη Αλεξανδρείας Πέτρο Μογγό. Με τα αντιμονοφυσιτικά του κείμενα βάθυνε το σχίσμα μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, το γνωστό ως «Ακακιανό σχισμα», αφού θεωρούσε τους βυζαντινούς μονοφυσιτίζοντες και αφού αυτοί επέμεναν να αρνούνται τις απαιτήσεις του για πρωτείο εξουσίας.
Συνεχίζοντας τη νοοτροπία και την προσπάθεια του Λέοντα Α΄, τόνισε πιο επίμονα το πρωτείο εξουσίας με Επιστολές (Βλέπε κυρίως την επιστολή 12 προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο) και συνοδικές αποφάσεις. Εστίασε το πρωτείο αποκλειστικά στην αποκλειστική σχέση του επισκόπου Ρώμης προς τον Πέτρο, που ως φορέας, ως υποστήριζε, της αυθεντίας και της εξουσίας του Χριστού στην Εκκλησία κληρονομεί αυτήν στον κάτοχο του θρόνου της Ρώμης. Για αυτό, ενώ οι επίσκοποι έχουν τιμή και αυθεντία, μόνο αυτός διαθέτει την πλήρη-απόλυτη εξουσία-δύναμη και για αυτό μπορεί να κρίνει τους πάντες χωρίς να κρίνεται από κανέναν. Οι αποφάσεις των Συνόδων ισχύουν μόνον, εάν έχουν την έγκριση του κατόχου του θρόνου του Πέτρου.
(Πατρολογία Γ σελ. 850-851)
Κύριλλος Αλεξανδρείας (Βιβλίο «Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σελ.339-377 επιλογές)
Ενδεικτικό είναι ότι ο Ρώμης Κελεστίνος γνώριζε από τον ίδιο τον Νεστόριο και από κείμενα εκείνου πολύ καλά και πριν από τον Κύριλλο τα της διδασκαλίας του Νεστορίου, αλλά στην αρχή τήρησε σιωπή και κατόπιν ζήτησε σχετικά την γνώμη του Κυρίλλου (PG 77,41. Charles Pietri, Roma Christiana, II, σ. 1350). …
Πόσο μόνος στο θεολογικό έργο ήτανε τότε ο Κύριλλος και πόσο αμέτοχες οι άλλες κορυφές της Εκκλησίας φαίνεται και από δύο Επιστολές του ιδίου. …
Ο Κύριλλος διατύπωσε τα 12 Κεφάλαια (αναθεματισμούς: Οκτώβριος 430), τα οποία όφειλε ο Νεστόριος υποχρεωτικά να δεχθεί και ν’ αναθεματίσει όσους πίστευαν διαφορετικά, χωρίς να γνωρίσει το περιεχόμενό τους στην Δυτική Εκκλησία και στους Ανατολικούς. Ενήργησε συνειδητά ως φορέας πρωτείου αληθείας….
Το μόνο που έκανε ο Κελεστίνος ήτανε να εξουσιοδοτήσει συνοδικά (11 Αυγούστου 430) και εν λευκώ τον Κύριλλο για ό,τι αυτός έκρινε ορθό σχετικά με την αίρεση. …
Η διατύπωση «πείθουσι» τα «έθη» (=οι συνήθειες) της Εκκλησίας «ανακοινούσθαι τη σή (=του επισκόπου Ρώμης) οσιότητι» εκτιμήθηκε ως δηλωτική της υποχρεώσεως του Κυρίλλου και κάθε άλλου επισκόπου ν’ απευθύνεται στον έχοντα πρωτείο εξουσίας, ώστε να έχει από αυτόν την άδεια για οποιαδήποτε ενέργειά του. Πρόκειται όμως για ιερό έθος που, όπως και σημειώσαμε, ισχύει γενικά, για όλες τις κεφαλές της Εκκλησίας. Όσοι, βάσει της Επιστολής αυτής, δήθεν «επισήμαναν» ότι ο Κύριλλος προϋποθέτει πρωτείο εξουσίας του Ρώμης, μπορούνε να διαπιστώσουν την γενικότητα του έθους αυτού, διαβάζοντας π.χ. ’Επιστολή του Κυρίλλου προς τον Ρούφο Θεσσαλονίκης. ’Εδώ δηλώνεται η τακτική της αμοιβαίας ενημερώσεως των επισκόπων, με ανάλογες λέξεις για το ίδιο μάλιστα θέμα, της αιρέσεως του Νεστορίου: «Ακόλουθον άπαντα τα ταις Εκκλησίαις χρήσιμα και τα ανακύπτοντα καθ’ ημέραν, ως έθος ειπείν, ανακοινούσθαι τη σή οσιότητι...» (Επιστολή MB': PG 77, 221Β). …
Στην ίδια πάντα Επιστολή του Κυρίλλου επισημαίνεται ο σκοπός της, που τελικά είναι η διαδικασία της επιβολής «ακοινωνησίας» στον Νεστόριο και όχι το να ζητηθεί από τον Κελεστίνο η γνώμη του για την κακοδοξότητα ή μη της διδασκαλίας του Νεστορίου. Η απόφαση για ακοινωνησία είχε ληφθεί και συνοδικά με πρωτοβουλία του Κυρίλλου. …
Ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης Κελεστίνου υπήρξε ρόλος καθοδηγούμενου και όχι καθοδηγητή, αποδέκτη αποφάσεων, υποδείξεων και απόψεων του Κυρίλλου και όχι ρόλος κέντρου αποφάσεων ή προβολής απόψεων. …
Με την απαίτηση μάλιστα για αναθεματισμούς (ο Κύριλλος) υπερακόντιζε την συμφωνία του Κελεστίνου, που είχε συμφωνήσει μόνο για ακοινωνησία. Τώρα δηλαδή ο Κύριλλος πραγματοποιούσε ριζικότερα βήματα, για τα οποία ο Κελεστίνος δεν είχε ιδέα και για τα οποία όμως ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε. Αντίθετα, με την στάση του στην Γ' Οικουμενική Σύνοδο (431) έδειξε ότι ακολουθεί και αποδέχεται ό,τι υποστήριξε θεολογικά και ό,τι έπραξε πρωτόβουλα ο Κύριλλος. …«Συνέθετο δε και η κατά την Ρώμην αγία σύνοδος και ημείς άπαντες (=αλεξανδρινοί και αντιοχειανοί ανατολικοί)» (PG 77,108D).
Το βάρος, μάλιστα, της αναφοράς του Κυρίλλου στην δυτική Εκκλησία πέφτει στην σύνοδο των δυτικών επισκόπων και όχι προσωπικά στον Ρώμης Κελεστίνο, που αναφέρεται απλά ως πρόεδρος μόνο της συνόδου αυτής (PG 77,108Α). …
Ο Κελεστίνος συμφωνεί τόσο πολύ με τα του Κυρίλλου, ώστε δεν κρίνει φρόνιμο να προσθέσει κάτι («προσθείναι δε τινα και ημείς εμέλλομεν, αγαπητέ αδελφέ, εί μη εωρώμεν σε τα αυτά φρονούντα παντα, απερ φρονούμεν και εν τη βεβαιώσει της πίστεως δοκιμάζομέν σε έκδικον ισχυρότατον»: PG77,92Α). … Εάν ο Κελεστίνος πίστευε ότι διέθετε πρωτείο εξουσίας, θα θεωρούσε την απόφασή του (εν συνόδω) κατά του Νεστορίου οριστική και δεν θα έθετε στην κρίση της Γ' Οικουμενικής Συνόδου την απόφασή του αυτή. Στην ουσία θεωρούσε, πολύ σωστά, την Γενική Σύνοδο της Εκκλησίας υπεράνω και της δικής του κρίσεως. … Πρόκειται για τον έμπιστο του Κελεστίνου πρεσβύτερο Φίλιππο, που, όταν μίλησε στην Σύνοδο, μεταξύ άλλων είπε ότι «κεφαλή όλης της πίστεως ή και των αποστόλων ο μακάριος Πέτρος ο απόστολος» (ACO I, I 3 σ. 58). Τέτοιες ιδέες τότε δεν ήσανε στην Ρώμη τελείως άγνωστες. Αυτό που έχει σημασία, ώστε ν’ αποφευχθούν προεκτάσεις της ιδέας αυτής στους επισκόπους Ρώμης, είναι η στάση των επισκόπων, μελών της Συνόδου, που αποτελούσανε την συνείδηση της Εκκλησίας. Οι συνοδικοί, λοιπόν, επευφήμησαν έντονα το γράμμα του Κελεστίνου, καθόσον εμφανίστηκε με αυτό ομόψυχος προς την Σύνοδο. Οι συνοδικοί έτσι τοποθέτησαν με τον τρόπο τους στο ίδιο επίπεδο τον Κελεστίνο και τον Κύριλλο, χαρακτηρίζοντας Παύλο τον έναν, Παύλο και τον άλλον, έναν και έναν, ό,τι ο ένας αυτό και ο άλλος, μολονότι τα λεχθέντα υπέρ του Κελεστίνου υπήρξαν απλώς φιλοφρονήσεις, εφόσον δεν συνετέλεσε στις αποφάσεις της Συνόδου παρά μόνον με την αποδοχή των προαποφασισθέντων.
«Πάντες οι ευλαβέστατοι επίσκοποι άμα είπον· αύτη δικαία κρίσις. Νέω Παύλω Κελεστίνω, νέω Παύλω Κυρίλλω. Κελεστίνω τω φύλακι της πίστεως, Κελεστίνω ομοψύχω της συνόδου... εις Κελεστίνος,
εις Κύριλλος, μία πίστις της Συνόδου, μία πίστις της οικουμένης» (ACO I, I 3, σ. 57,24-27). …
Ο Κελεστίνος, στο γράμμα που έστειλε προς τους συνοδικούς της Γ' Οικουμενικής Συνόδου, απονέμει ακόμα σπουδαιότερο τίτλο στον Κύριλλο, ονομάζοντάς τον «καθολικόν διδάσκαλον», κάτι που σπάνια συνέβαινε. Αμέσως μετά, σημειώνει ότι ο Κύριλλος ανέλαβε να εξηγήσει στον Νεστόριο θεολογικά το λάθος του και να διορθωθεί. «Επειδή μνήμης πάντων άξιά εστι, τα του της Αλεξανδρέων Εκκλησίας ιερέως Κυρίλλου, τουτέστι του καθολικού διδασκάλου προς τούτον (=τον Νεστόριο) γράμματα, οις αυτώ ούτος απέστειλεν, ώστε θέλειν εσπούδασεν αυτόν είναι διορθούμενον» (ACO I, I 7, σ. 133,5-8). …
Γράφει, λοιπόν, ο Σίξτος (ο διάδοχος του Κελεστίνου) ότι η παγκόσμια («κοσμική») Εκκλησία οφείλει τα μέγιστα στον Κύριλλο, δεδομένου ότι «πάντες» οι εκκλησιαστικοί άνδρες έγιναν «υποχείριοι» του Κυρίλλου, δηλαδή υπέκυψαν και δέχθηκαν την θεολογία του. Στο έργο κατά της κακοδοξίας υπερέβη ο Κύριλλος όλους. «Τοσούτον γαρ σοι οφείλει η κοσμική (=η παγκόσμια οικουμενική) Εκκλησία, όσον σοι πάντες εισίν υποχείριοι, ος γε πανταχού πάντας νενίκηκας» (ACO I, I 7, σ. 143,34-35)….
Δυτικοί ερευνητές αναζητούν φράσεις ή ενέργειες του Κυρίλλου, για να στηρίξουνε την άποψη ότι ο Κύριλλος Αλεξανδρείας αναγνώριζε πρωτείο εξουσίας στον επίσκοπο Ρώμης. Έτσι, τονίζουν ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο
Κύριλλος στο γράμμα του προς τον Κελεστίνο τον αποκαλεεί «πατέρα» (PG77, 80Β), ενώ στο δικό του προς τον Κύριλλο γράμμα ο Κελεστίνος τον προσφωνεί «αδελφόν» (PG77, 89Β). Δεν πρόσεξαν όμως ότι αλλού, όπως στην Επιστολή προς Ιουβενάλιο Ιεροσολύμων, ο Κύριλλος καλεί τον Κελεστίνο «αδελφόν» (PG 77, 104C και 128Α). Στο ίδιο σημείο καλεί τον Κελεστίνο «κύριόν» του, όπως ακριβώς «κύριόν» του προσφωνεί και άλλους επισκόπους, μεταξύ των οποίων τον Αντιοχείας Ιωάννη (PG 77, 173C), τον Μελιτινής Ακακιο (PG 77, 181D) ή τον Δονάτο (PG77, 249Β). Και άλλοι, την εποχή εκείνη, χρησιμοποιούσαν το «κύριός μου» ή το «κυρίω μου» για ισόβαθμους (Ιωαννης Αντιόχειας: ACO 1,1,7, σσ. 156,7, 157,3, 153,17) αλλά και για υφιστάμενους επισκόπους (Ιωάννης Αντιόχειας: PG77,172Α). …
Έρεισμα για το πρωτείο εξουσίας του Ρώμης αναζητούν και στο ότι ο Κύριλλος ζητάει και υποδεικνύει στον Κελεστίνο, να γράψει προς επισκόπους του Ιλλυρικού και της Ανατολής, για να τους βεβαιώσει ότι συμφωνεί με τον Κύριλλο κατά του Νεστορίου (PG 77, 85Α). Το ίδιο ζήτησε όμως ο Κύριλλος και από τον Ιουβενάλιο Ιεροσολύμων (PG 77,105ΑΒ). …
Είναι προφανές, ότι δεν είναι συνετό να στηρίξει ο ερευνητής εξουσιαστικό πρωτείο ή κάτι άλλο σε προσφωνήσεις της εποχής, διότι αυτές σπάνια ανταποκρίνονταν σε πραγματικές διακρίσεις, δεν ήσανε σταθερές και ορίζονταν από τις κρατούσες συνθήκες ή τις προσωπικές διαθέσεις του γράφοντα και το προσωπικό κύρος του προσφωνούμενου. …
Κρίσιμο εκκλησιαστικό και θεολογικό πρόβλημα δημιούργησαν ρωμαιοκαθολικοί ερευνητές, διότι ερμήνευσαν κι ερμηνεύουν τον Κύριλλο Αλεξανδρείας ως αποδεχόμενον πρωτείο εξουσίας στον απόστολο Πέτρο, βάσει των λόγων τού Κυρίου στο Ματθ. 16,18-19: «Συ εί Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»…
Οι Εκκλησίες θεμελιώνονται στον Χριστό, που παρομοιάζεται με πέτρα ή που στην πέτρα υπάρχει ο ίδιος ο Χριστός. «Τεθεμελίωνται (=οι Εκκλησίες) επί πέτραν και εστίν εν αυτή (=στην πέτρα) Χριστός» (Εις Ησ. III 5: PG 70,825D). «Εικός δε δη που και πέτραν ημίν ωνομάσθαι δια τούτων τον Κύριον ημών Ιησούν τον Χριστόν, εν ω καθάπερ ... προβάτων σηκός (=μαντρί) η Εκκλησία νοείται...» (Εις Ησ. III 3: PG 70, 729C). …
Ως πρώτοι λίθοι-πέτρες μετά τον θεμέλιο λίθο (Χριστό) προβάλλονται από τον Κύριλλο αυτοί που κηρύξανε τον Χριστό στην οικουμένη, οι Απόστολοι όλοι, χωρίς διάκριση. «Λίθοι δε μετ’ Αυτόν, ήτοι θεμέλια της οικουμένης, είεν αν ονομάζοιντό τε και σφόδρα εικότως οι διακηρύττοντες αυτόν (=τον Χριστό) τοις ανά πάσαν την γην» (Εις Ησ. II 2: PG 70, 344Β). …«Είρηται γαρ που παρ’ αυτού (=του Κυρίου) προς τον θεσπέσιον Πέτρον Συ ει Πέτρος και επί τούτη τη πέτρα θεμελιώσω μου την Εκκλησίαν’ (Ματθ. 16,18)· πέτραν, οίμαι, λέγων το ακράδαντον εις πίστιν του μαθητου» (Εις Ησ. IV 2: PG 70, 940Β).
«... πέτραν, οιμαι, παρωνύμως έτερον ουδέν ή την ακατάσειστον και εδραιοτάτην του μαθητού πίστιν αποκαλών, εφ η και αδιαπτώτως εφήρεισταί τε (=επιστηρίζεται) και διαπέπηγεν η Εκκλησία Χριστού...» (Περί της άγιας Τριάδος IV: PG 75, 865BC). …
«...ορά δε (=ο Κύριος) προς όσην ευλάβειαν ο μαθητής (=Σίμων) αναβήσεται και ποίας έσται κάτοχος αρετής και εις ποιον καταλήξει τέλος ... φερωνύμως δε από της πέτρας μετονομάζει Πέτρον (=αντί Σίμωνα)· επ’ αυτώ γαρ έμελλε την αυτού θεμελιούν Εκκλησίαν» (Εις Ίωαν. II: PG 73, 220ΑΒ).
Στο χωρίο τούτο λέγεται ότι «επ’ αυτώ», στον Πέτρο, επρόκειτο να θεμελιώσει την Εκκλησία του ο Κύριος. Σε άλλο χωρίο τού Κυρίλλου έχουμε αντίθετη αλλά και ανάλογη διατύπωση. Πρώτον, δηλώνεται ότι η Εκκλησία θεμελιώνεται στον Χριστό και δεύτερον λέγεται ότι τοποθετείται ποιμένας εις αυτήν (=αυτή) ο Πέτρος.
«Πρώτον μεν γαρ, φησίν, εαυτού (=του Χριστού) είναι την Εκκλησίαν... ήν (=Εκκλησίαν) δη και θεμελιούν επαγγέλλεται, το ακατάσειστον αυτή προσνέμων ως αυτός υπάρχων των δυνάμεων Κύριος και ταύτη (=τη Εκκλησία -εσφαλμένη γραφή το ‘ταύτης’) ποιμένα τον Πέτρον εφίστησιν» (Είς Ματθ. 16,18: PG72, 424Β).
Θεολογικά η αντίφαση μεταξύ των χωρίων ως προς το πρόσωπο (Χριστός ή Πέτρος), στο οποίο θεμελιώνεται η Εκκλησία είναι ριζική. Είδαμε όμως χωρία, σε προηγούμενη παράγραφό μας, ότι είναι σαφής ο Κύριλλος περί τού ότι η Εκκλησία θεμελιώνεται-οικοδομείται στον Χρι-στό. Απόστολοι και πιστοί απλώς «εποικοδομούμεθα» στην κατασκευή-Εκκλησία. Επομένως η διατύπωση του Κυρίλλου «επ’ αύτώ έμελλε την αυτού (=του Χρίστου) θεμελιούν Εκκλησίαν» σημαίνει ότι στην πέτρα της πίστεως (που δηλώνει το όνομα Πέτρος) θα θεμελιώσει την Εκκλησία του ο Κύριος, αφού έτσι κι αλλιώς η πραγματική θεμελίωση γίνεται μόνο στον Χριστό. Και του τελευταίου χωρίου η διατύπωση με την αντωνυμία «ταύτη» ή και «ταύτης» σημαίνει απλά ότι ποιμένας της Εκκλησίας τοποθετείται και ο Πέτρος. Ο Πέτρος είναι ένας με πολλούς άλλους ποιμένες στην Εκκλησία, δεν έχει κάποια μοναδικότητα ή αποκλειστικότητα…. Αλλά η υπόσχεση αυτή απευθύνεται προς όλους τους Μαθητές του Κυρίου. Γι’ αυτό, θα δούμε «Και γούν ομολογήσαντι μεν την πίστιν ορθώς τω θεσπεσίω Πέτρω, δώσω σοι, φησί, τας κλείδας της βασιλείας των ουρανών...’ ... Εχαρίζετο δε και συλλήβδην άπασι τοις αγίοις αποστόλοις κατά πνευμάτων ακαθάρτων εξουσίαν...» (Εις Ησ. V 5: PG 70, 1380C)… Αργότερα, πριν καλά-καλά τελειώσει το μυστικόν Δείπνον, στο οποίο παρέδωσε ο Κύριος το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, οι Μαθητές φιλονείκησαν για το ποιος μεταξύ τους είναι ο μεγαλύτερος (Αουκ. 22,24). Άρα οι παλαιότεροι λόγοι του Κυρίου προς τον Πέτρο περί θεμελιώσεως της Εκκλησίας στην πίστη-Πέτρο, που αυτός είχε ομολογήσει, και περί παραδόσεως των κλειδών της βασιλείας δεν είχαν εκληφθεί από τους άλλους Μαθητές ως αφορώντες μόνο στον Πέτρο και ως δηλωτικές πρωτείου εξουσίας του Πέτρου. Διαφορετικά, δεν θα συζητούσανε τέτοιο θέμα, ενώπιον μάλιστα του Ιησού. Αλλά ούτε και ο Ιησούς έδωσε άμεση απάντηση στο θέμα τους. Αρκέσθηκε μόνο να τους ειπεί ότι «ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος και ο ηγούμενος ως ο διακονών» (Αουκ. 22,26), δηλαδή τους έδειξε ότι δεν είχε νόημα η συζήτηση τέτοιου θέματος.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, όπου ο Κύριος θα μπορούσε να βεβαιώσει ότι ο Πέτρος είναι ο «μείζων», ο μεγαλύτερος (και σ’ εξουσία;) μεταξύ των Μαθητών, σπεύδει να προαναγγείλει την μεγάλη πτώση του Πέτρου, το φοβερό γεγονός της αρνήσεως, που θ’ ακολουθήσει (Λουκ. 22,23 και 60. Ματθ. 26,34), πριν τρίς αλεκτωρ φωνήση. Στο σχέδιο του Θεού όμως ο Πέτρος έπρεπε να μείνει στους δώδεκα Μαθητές και να γίνει μάρτυρας της αναστάσεως του Χριστού και απόστολός Του….
«Και θαύμασον πάλιν του λόγου το ευτεχνές και το υπερβάλλον της θείας γαληνότητος. Ίνα γαρ μη εις απόγνωσιν αγάγη τον μαθητήν, ότι των της αποστολής αυχημάτων αποπεμφθήσεται αρνησάμενος αυτόν, αναπίμπλησιν αγαθής ελπίδος (=αυτόν) ... Ούπω γέγονεν η αμαρτία και την άφεσιν εκομίσατο και πάλιν αυτόν εν τοις αποστολικοίς κατέταξεν αξιώμασιν» (Είς Λουκ.: PG72, 916C). Ο Κύριος, λοιπόν, κατά τον άγιο Κύριλλο δίνει την ιδιαίτερη εντολή στον Πέτρο («στήριξον τους αδελφούς σου»), διότι αυτός θα αμάρτανε και όχι διότι αυτός θα έχει κάποιο πρωτείο εξουσίας ή αρχηγία στους δώδεκα. Δηλαδή, απλώς με την εντολή αυτή ο Κύριος αποκαθιστά προκαταβολικά τον Πέτρο στο αποστολικό αξίωμα…. Το σπουδαίο προνόμιο, την εξαιρετική δωρεά, που ο Πέτρος έλαβε μετά την ομολογία της ορθής πίστεως για τον Χριστό (Ματθ. 16,16), λαμβάνουν όλοι οι Μαθητές του Κυρίου, λίγο αργότερα. Πρόκειται για την παράδοση «των κλειδών της βασιλείας των ουρανών», που εξειδικεύονται στο προνόμιο του «δεσμείν» και «λύειν» τα παραπτώματα των ανθρώπων. …
Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι στην αρχή του κεφαλαίου 18 ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει την συζήτηση των Μαθητών μεταξύ τους και το ερώτημά τους προς τον Κύριον περί του ποιος θα είναι μεγαλύτερος («μείζων») στην βασιλεία των ουρανών (18,2). Τότε ο Κύριος, εάν ο Πέτρος είχε πρωτείο, επειδή πρώτος δέχθηκε το προνόμιο του δεσμείν και λύειν, θα έδειχνε ως πρώτο («μείζονα») τον Πέτρο. Αντίθετα, έδειξε «παιδίον»…
Εξειδικεύει ακόμα περισσότερο κι εξηγεί ότι η «αυθεντία», άρα η εξουσία, και των δύο (Πέτρου και Ιωάννου) είναι «ισομερούσα», όση ο ένας, τόση και ο άλλος. «Πέτρος τε και Ιωαννης άμφω μεν ήστην (=δυϊκός, αντί ήτην, ήσαν) απόστολοί τε και άγιοι και ταις ισομέτροις τιμαίς και δυνάμεσι ταις δια του Πνεύματος κατηγλαϊσμένοι παρά του ... Σωτήρος Χριστού). Ήκουον γαρ ομού τοις άλλοις· ‘υμείς εστέ το φως του κόσμου’ τούτου (Ματθ. 5,14) ... Άρα ούν εξ’ ισομερούσης αξίας ήγουν αυθεντίας αυτοίς υπάρξαι φαμέν...» (Κατά Νεστορίου II A': PG 76, 65BC)…. «...και γούν Πέτρος τε και Ιωάννης ισότιμοι μεν αλλήλοις καθό και απόστολοι και άγιοι μαθηταί» (Επιστολή XVII: PG77, 112Β).