Ματθαίου ιγ' 1
Ο Ιησούς άλλοτε περπατούσε κι άλλοτε καθόταν στην ακροθαλασσιά.
Έμενε μόνος. Σιωπούσε. Άφινε το βλέμμα του να χαθή στον ορίζοντα
της θάλασσας και τουρανού ενώ ο αργαλειός της σκέψεώς του δούλευε.
Δεν γνωρίζομε τί ένοιωθε ο Ιησούς τις στιγμές αυτές.
Σε κανένα ποτέ δεν μίλησε γι’ αυτές.
Ο Ιησούς δεχόταν συνεχώς και κατ’ ευθείαν την αποκάλυψι του Θεού
για όλα και για το κάθε τί που του συνέβαινε. Ο Ίδιος είχε ομολογήσει
για τις στιγμές αυτές, ότι «ουκ ειμί μόνος. Ο Πατήρ μετ’ εμού εστί».
Όλες οι στιγμές της ζωής του Χριστού, ιδίως κοντά στη θάλασσα
ή μέσα στη γαλήνη της εξοχής ή πάνω στην ελευθερία των κορυφογραμμών
πρέπει να ήταν στιγμές κοινής συνεδριάσεως των Τριών Προσώπων της θεότητος,
αιωνία συνέχισις του «ποιήσωμεν» της Γενέσεως.
Ο Ιησούς μετά τις «συνεδριάσεις» αυτές, πεπεισμένος σαν άνθρωπος
απόλυτα για το θείο θέλημα προχωρούσε με αποφασιστικότητα στην εφαρμογή.
Εστήριζε το πρόσωπό του με κατεύθυνσι τον αποφασισμένο υπό του Θεού στόχο,
αφίνοντας τα θεϊκά του χείλη να ψιθυρίζουν την επωδό της απόλυτης
υπακοής και ταπεινώσεως: «Γενηθήτω το θέλημά σου».
«Κατά τας ευαγγελικάς και αποστολικάς μαρτυρίας ο Θεάνθρωπος ευρίσκεται
εν αμέσω επικοινωνία μετά του Πατρός θεωρών αυτόν και «ο εώρακε μαρτυρών»
και δεχόμενος παρ’ αυτού συνεχώς αποκαλύψεις, κατά τας οποίας,
«καθώς ήκουε» παρά του Πατρός, έκρινε και συμφώνως προς όσα νέα,
μείζονα των προτέρων, εδείκνυεν ο Πατήρ, εποίει»(Δογματική Τρ. 2, 129).
"Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου"
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη, σελ.105-106)