Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια:Αθανάσιος Καραλάσκος (Από το βιβλίο του Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλου Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα. Τόμος α΄ Απόκρυφα Ευαγγέλια, Θεσσαλονίκη 1999, εκδόσεις Πουρναρά). Χρόνος συγγραφής μετά το 150 μ.Χ. αγνώστου συγγραφέα. Σε αυτό στηρίχτηκαν εν μέρει όλες οι γιορτές της Θεοτόκου έως τον Ευαγγελισμό.
ΣΥΛΛΗΨΗ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ
1.1. Στις ιστορίες των δώδεκα φυλών του Ισραήλ γίνεται λόγος για τον Ιωακείμ, που ήταν πολύ πλούσιος και συνήθιζε να προσφέρει διπλά τα δώρα του στο Ναό, λέγοντας: «Ας είναι ένα μέρος της περιουσίας μου για το λαό και ένα άλλο αφιερωμένο στον Κύριο μου για να συγχωρεί τις αμαρτίες μου και για τον εξιλασμό μου». 2. Πλησίαζε η ημέρα τον Κυρίου η μεγάλη και οι υιοί Ισραήλ πρόσφεραν τα δώρα τους. Στάθηκε τότε μπροστά του ο Ρουβείμ και του είπε: «Δεν σου επιτρέπεται να προσφέρεις πρώτος τα δώρα σου, αφού δεν έκανες απογόνους στον Ισραήλ». 3. Ο Ιωακείμ τότε λυπήθηκε πολύ και πήγε στα βιβλία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ μονολογώντας: «Θα κοιτάξω προσεκτικά στα βιβλία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, για να διαπιστώσω αν είμαι ο μόνος που δεν έκανα απογόνους στον Ισραήλ». Ερεύνησε και βρήκε ότι όλοι οι δίκαιοι ανάστησαν απογόνους στον Ισραήλ. Θυμήθηκε και τον πατριάρχη Αβραάμ που την έσχατη ώρα του χάρισε ο Θεός υιό, τον Ισαάκ. 4. Λυπήθηκε πολύ ο Ιωακείμ και δεν εμφανίστηκε στη γυναίκα του, αλλά κατευθύνθηκε στην έρημο, όπου έστησε τη σκηνή του, νήστεψε επίσης σαράντα μερόνυχτα μονολογώντας: «Δεν θα κατεβώ ούτε για φαγητό ούτε για ποτό, έως ότου με επισκεφτεί ο Κύριος, ο Θεός μου, και θα είναι τροφή και ποτό η προσευχή μου».
2. 1. Η γυναίκα του η Άννα θρηνούσε δύο θρήνους και οδυρόταν δύο οδυρμούς, έλεγε: «Θα οδύρομαι για τη χηρεία μου, θα οδύρομαι για την ατεκνία μου». 2. Πλησίαζε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και της είπε η δούλη της η Ιουδίθ: «Έως πότε θα ταπεινώνεις τον εαυτό σου; Να έφτασε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και δεν επιτρέπεται να πενθείς. Πάρε, λοιπόν, αυτή τη μαντίλα που μου έδωσε η κυρία του εργαστηρίου, δεν αρμόζει άλλωστε σε εμένα να τη φορώ, γιατί εγώ είμαι δούλα, ενώ αυτή έχει βασιλικά χαρακτηριστικά». 3. Και η Άννα τής αποκρίθηκε: «Φύγε από κοντά μου, και εγώ δεν τα προκάλεσα αυτά, αλλά ο Κύριος με ταπείνωσε, μήπως όμως κάποιος πανούργος σου χάρισε το μαντήλι και ήρθες να μοιραστείς μαζί μου την αμαρτία σου;». Και η Ιουδίθ απάντησε: «Γιατί να σε καταραστώ, αφού ο Κύριος έκλεισε τη μήτρα σου για να μην δώσεις καρπό στον Ισραήλ»; 4. Στεναχωρήθηκε πολύ η Άννα. Πέταξε από πάνω της τα πένθιμα ρούχα, έλουσε το κεφάλι της και ντύθηκε τα νυφικά της φορέματα. Κατά την ένατη ώρα κατέβηκε στον κήπο να περπατήσει. Είδε μια δάφνη, κάθησε κάτω από αυτήν και ικέτεψε με τέτοια θερμά λόγια τον Κύριο: «Θεέ των πατέρων μας, ευλόγησέ με και εισάκουσε τη δέησή μου, όπως ευλόγησες τη μήτρα της Σάρρας και της έδωκες υιό, τον Ισαάκ».
3. 1. Καθώς έστρεψε τα μάτια της προς τον ουρανό, είδε μια φωλιά σπουργιτιών μέσα στη δάφνη και θρήνησε μέσα της λέγοντας: «Αλίμονο σε μένα, ποιος με γέννησε; ποια μήτρα με έφερε στον κόσμο; Γεννήθηκα καταραμένη ανάμεσα στους υιούς Ισραήλ και με χλεύασαν στο Ναό του Κυρίου. 2. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε στα πετεινά του ουρανού, αφού ακόμη και τα πετεινά του ουρανού είναι γόνιμα ενώπιον Σου, Κύριε. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε στα θηρία της γης, γιατί ακόμη και τα θηρία είναι γόνιμα ενώπιον Σον, Κύριε. 3. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε σε αυτά τα (τρεχούμενα) νερά, αφού ακόμη και τα νερά είναι γόνιμα ενώπιον Σου, Κύριε. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε σε τούτη εδώ τη γη, γιατί ακόμη και τούτη η γη προσφέρει τους καρπούς της στον κατάλληλο καιρό και Σε ευλογεί, Κύριε».
4. 1. Και να ένας άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά της και της είπε: «Άννα, Άννα, ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση σου, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις και θα μιλούν για το σπέρμα σου σε όλη την οικουμένη». Και η Άννα αποκρίθηκε: «Ζει Κύριος, ο Θεός μου, εάν γεννήσω, είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα το προσφέρω ως δώρο στον Κύριο, τον Θεό μου, να τον υπηρετεί όλες τις ημέρες της ζωής του». 2. Ήλθαν τότε δύο αγγελιοφόροι και της είπαν: «Να, ο Ιωακείμ, o άνδρας σου, έρχεται με τα πρόβατά του». Άγγελος Κυρίου είχε κατεβεί σε αυτόν και του είπε: «Ιωακείμ, Ιωακείμ, ο Κύριος, ο Θεός εισάκουσε τη δέησή σου, κατέβα λοιπόν από αυτόν τον τόπο, γιατί η γυναίκα σου θα συλλάβει». 3. Κατέβηκε τότε ο Ιωακείμ, κάλεσε τους βοσκούς του και τους παράγγειλε: «Φέρτε εδώ δέκα προβατίνες χωρίς κηλίδα ή ψεγάδι για να τις προσφέρω θυσία στον Κύριο, το Θεό μου, φέρτε μου επίσης δώδεκα μοσχάρια τρυφερά για να τα προσφέρω στους ιερείς και τη γερουσία και φέρτε μου τέλος και εκατό κατσίκια για όλο το λαό». 4. Και να ο Ιωακείμ έφθασε με τα κοπάδια του και η Άννα στάθηκε στην πύλη, σαν είδε τον Ιωακείμ να έρχεται, έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του λέγοντας: «Τώρα ξέρω καλά ότι ο Κύριος, ο Θεός μου έδωκε πλούσια την ευλογία Του, γιατί να που η χήρα δεν θα είναι πια χήρα και να που η άτεκνος θα συλλάβει». Ο Ιωακείμ ξεκουράστηκε την πρώτη ημέρα στο σπίτι του.
5. l.Την επόμενη μέρα πρόσφερε τα δώρα του αναλογιζόμενος: «Αν ο Κύριος, ο Θεός, μου δώσει χάρη, θα μου (το) φανερώσει το πέταλο του ιερέα». Πρόσφερε, λοιπόν, ο Ιωακείμ τα δώρα του και παρατηρούσε το πέταλο του ιερέα καθώς ανέβηκε στο θυσιαστήριο του Κυρίου και δεν είδε τίποτε να μαρτυρεί αμαρτία εναντίον του. Και είπε ο Ιωακείμ: «Τώρα ξέρω ότι ο Κύριος μου έδωσε τη χάρη του και συγχώρησε όλα τα αμαρτήματά μου». Έτσι κατέβηκε δικαιωμένος από το Ναό του Κυρίου και γύρισε στο σπίτι του.
ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΑΡΙΑΣ
2. Εν τω μεταξύ συμπληρώθηκαν οι μήνες της και τον ένατο μήνα η Άννα γέννησε. Ρώτησε τη μαία: «Τι γέννησα»; Και εκείνη της αποκρίθηκε: «Κορίτσι». Είπε τότε η Άννα: «Η ψυχή μου σήμερα ευφράνθηκε όσο ποτέ άλλοτε» και την έβαλε στο κρεβάτι. Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της, η Άννα πλύθηκε, έδωσε στο παιδί της το μαστό της για να θηλάσει και την ονόμασε Μαριάμ.
6. 1. Μέρα με τη μέρα το κορίτσι μεγάλωνε και όταν έγινε έξι μηνών, την κράτησε η μητέρα της όρθια για να δει αν στέκεται. Η Μαριάμ έκανε επτά βήματα και έπεσε στην αγκαλιά της. Την άρπαξε τότε η Άννα, τη σήκωσε υψηλά και είπε: «Ζει Κύριος, ο Θεός μου δεν θα περπατήσεις στη γη, έως ότου σε οδηγήσω στο Ναό του Κυρίου». Και διαμόρφωσε στο υπνοδωμάτιό της ένα εξαγνισμένο χώρο, όπου τίποτε το μολυσμένο ή ακάθαρτο δεν επέτρεπε να περάσει. Κάλεσε επίσης τις αμόλυντες θυγατέρες των Εβραίων για να παίζουν μαζί της. 2. Όταν το κορίτσι έγινε ενός έτους, ο Ιωακείμ έκανε γιορτή μεγάλη. Κάλεσε τους ιερείς, τους γραμματείς, τη γερουσία και όλο το λαό του Ισραήλ. Παρουσίασε τότε ο Ιωακείμ την κόρη του στους ιερείς και την ευλόγησαν λέγοντας: «Θεέ των πατέρων μας, ευλόγησε αυτήν την κόρη και χάρισέ της όνομα ξακουστό και αιώνιο σε όλες τις γενιές». Και ο λαός αποκρίθηκε: «Γένοιτο, γένοιτο, αμήν». Την παρουσίασε επίσης στους αρχιερείς και αυτοί την ευλόγησαν λέγοντας: «Θεέ των πατέρων μας, στρέψε το βλέμμα Σου σε αυτή την κόρη και ευλόγησέ την με την έσχατη και ολοκληρωτική ευλογία, που ανώτερή της δεν υπάρχει». 3. Την πήρε στην αγκαλιά της η μητέρα της και την οδήγησε στον εξαγνισμένο χώρο του υπνοδωματίου της, όπου της έδωσε το μαστό της για να θηλάσει. Και έψαλε η Άννα αυτό το άσμα στον Κύριο, τον Θεό: «Θα ψάλω ένα άσμα στον Κύριο, τον Θεό μου, γιατί με σπλαχνίστηκε και με απάλλαξε από τη ντροπή των εχθρών μου. Μου έδωσε ο Κύριος καρπό της δικαιοσύνης Του, μοναδικό και πολλαπλάσιο ενώπιόν Του. Ποιος θα αναγγείλει στους υιούς της φυλής Ρουβείμ ότι η Άννα θηλάζει; Ακούστε, ακούστε, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ ότι η Άννα θηλάζει». Κι αφού την έβαλε να αναπαυτεί στον εξαγνισμένο χώρο, βγήκε και υπηρετούσε τους καλεσμένους. Όταν τελείωσε το δείπνο, έφυγαν γεμάτοι αγαλλίαση, δοξάζοντας τον Θεό του Ισραήλ.
ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
7. 1. Καθώς περνούσαν οι μήνες, το παιδί μεγάλωνε. Όταν έγινε δύο ετών, είπε ο Ιωακείμ στην Άννα: «Ας την οδηγήσουμε στο ναό του Κυρίου, για να εκπληρώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε, μήπως μας στείλει ο Κύριος την οργή Του και δεν γίνει δεκτό τότε το δώρο μας». Η Άννα τότε απάντησε: «Ας περιμένουμε το τρίτο έτος, για να μην αποζητήσει το κορίτσι τον πατέρα ή την μητέρα». Και o Ιωακείμ είπε: «Ας περιμένουμε».
2. Όταν έγινε τριών χρόνων το κορίτσι, είπε ο Ιωακείμ: «Προσκαλέστε τις αμόλυντες θυγατέρες των Εβραίων να πάρουν από μια λαμπάδα, που θα κρατούν αναμμένη, ώστε να μην στραφεί το κορίτσι προς τα πίσω και μείνει αιχμάλωτη η καρδιά της μακριά από το Ναό του Κυρίου». Έτσι έκαναν, λοιπόν, ώσπου ανέβηκαν στο ναό του Κυρίου, όπου ο ιερέας την υποδέχτηκε, την ασπάστηκε, την ευλόγησε και είπε: «Ο Κύριος δόξασε το όνομά σου σε όλες τις γενιές. Μέσα από εσένα θα αποκαλύψει o Κύριος στις έσχατες ημέρες τη λύτρωσή Του στους Ισραηλίτες». 3. Ο ιερέας την έβαλε να καθίσει στον τρίτο αναβαθμό [σκαλί] του θυσιαστηρίου. Ο Κύριος, ο Θεός, της έδωσε χάρη και χόρεψε (με τα πόδια της) και όλος ο λαός του Ισραήλ την αγάπησε.
8. l. Οι γονείς της επέστρεψαν γεμάτοι θαυμασμό και δοξάζοντας τον δεσπότη Θεό, γιατί η κόρη τους δεν στράφηκε προς τα πίσω. H δε Μαρία ζούσε στο Ναό του Κυρίου τρεφόμενη σαν περιστέρι και έπαιρνε την τροφή της από το χέρι αγγέλου.
ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ ΜΑΡΙΑΣ
2.Όταν έγινε δώδεκα ετών, έκαναν συμβούλιο οι ιερείς συζητώντας: «Να η Μαρία έγινε δωδεκαετής ζώντας στο Ναό του Κυρίου, τι να κάνουμε λοιπόν με αυτήν για να μην μολύνει τον ιερό χώρο του Κυρίου»; Και είπαν στον αρχιερέα: «Εσύ στέκεσαι μπροστά στο θυσιαστήριο του Κυρίου, είσελθε, λοιπόν, και ό,τι σου αποκαλύψει ο Κύριος αυτό θα κάνουμε». 3. Ο αρχιερέας φόρεσε το δωδεκακώδωνο άμφιο εισήλθε στα άγια των αγίων και προσευχήθηκε για αυτήν. Και να άγγελος Κυρίου του παρουσιάστηκε και είπε: «Ζαχαρία, Ζαχαρία, βγες έξω και συγκέντρωσε τους χήρους του λαού να φέρει ο καθένας ένα ραβδί και σε όποιον ο Κύριος δείξει κάποιο σημάδι, αυτού θα γίνει γυναίκα». Βγήκαν οι κήρυκες σε όλη την περιοχή της Ιουδαίας, ήχησε η σάλπιγγα του Κυρίου και έτρεξαν όλοι.
9. 1. Ο Ιωσήφ έριξε το σκεπάρνι και πήγε να τους συναντήσει. Όταν συγκεντρώθηκαν, πήγαν με τα ραβδιά στον αρχιερέα. Εκείνος πήρε τα ραβδιά όλων, εισήλθε στο Ναό και προσευχήθηκε. Αφού τελείωσε την προσευχή, πήρε τα ραβδιά, βγήκε και τους τα παρέδωσε. Κανένα όμως σημάδι δεν υπήρχε σε αυτά. Το τελευταίο ραβδί το πήρε ο Ιωσήφ και να ένα περιστέρι ξεπήδησε από το ραβδί και πέταξε πάνω στο κεφάλι του Ιωσήφ. Ο ιερέας είπε τότε στον Ιωσήφ: «Σε σένα έλαχε ο κλήρος να παραλάβεις την παρθένο του Κυρίου υπό την προστασία σου». 2. Ο Ιωσήφ όμως απάντησε: «Έχω γιους και είμαι γέρος, ενώ αυτή είναι νεαρή, θα με περιγελάσουν οι υιοί Ισραήλ». Και ο ιερέας αποκρίθηκε στον Ιωσήφ: «Φοβήσου τον Κύριο, τον Θεό σου, και θυμήσου τι έκανε ο Θεός στον Δαθάν, τον Αβειρών και τον Κορέ, πως δηλαδή σχίστηκε η γη και τους κατάπιε εξαιτίας της αντιλογίας τους. Και τώρα φοβήσου και εσύ Ιωσήφ, μήπως συμβούν αυτά στο σπίτι σου». 3. Φοβήθηκε ο Ιωσήφ και την παρέλαβε υπό την προστασία του. Και είπε ο Ιωσήφ στη Μαρία: «Να, σε παρέλαβα από το Ναό του Κυρίου και τώρα σε αφήνω στο σπίτι μου, πηγαίνω να χτίσω τις οικοδομές μου και θα επιστρέψω κοντά σου: Ο Κύριος θα σε διαφυλάξει».
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΜΑΡΙΑΣ
10. 1. Συσκέφθηκαν οι ιερείς και είπαν: «Ας κάνουμε ένα παραπέτασμα για τον Ναό του Κυρίου». Και ο ιερέας πρόσταξε: «Καλέστε μου αμόλυντες παρθένες από τη φυλή του Δαβίδ». Οι υπηρέτες πήγαν και αναζήτησαν και βρήκαν επτά παρθένες. Θυμήθηκε τότε ο ιερέας και το κορίτσι, την Μαριάμ, που καταγόταν από τη φυλή του Δαβίδ και ήταν αμόλυντη ενώπιον του Θεού. Πήγαν τότε οι υπηρέτες και την έφεραν. 2. Τις οδήγησαν στο Ναό του Κυρίου και είπε ο ιερέας: «Ρίξτε κλήρο ποια θα υφάνει το χρυσό και ποια τον αμίαντο, ποια το λινό και ποια το μετάξι, ποια το υακίνθινο και ποια το κόκκινο και ποια την αληθινή πορφύρα». Κληρώθηκε στη Μαριάμ η αληθινή πορφύρα και το κόκκινο, τα πήρε και πήγε σπίτι της. Εκείνο τον καιρό έχασε τη λαλιά του ο Ζαχαρίας και τον αντικατέστησε ο Σαμουήλ, έως ότου ο Ζαχαρίας ξαναμίλησε. Η Μαρία πήρε το κόκκινο και άρχισε να κλώθει.
11. 1. Πήρε την στάμνα και πήγε να τη γεμίσει νερό. Και να μια φωνή τής λέει «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου, ευλογημένη Συ εν γυναιξίν». Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της δεξιά αριστερά, για να καταλάβει από που έρχεται αυτή η φωνή. Κατατρομαγμένη γύρισε σπίτι της, τακτοποίησε τη στάμνα, πήρε την πορφύρα, κάθισε στην καρέκλα της και έκλωθε. 2. Και να άγγελος Κυρίου στάθηκε μπροστά της και της είπε: «Μη φοβάσαι Μαριάμ, βρέθηκε περίσσεια η χάρη του Θεού, που είναι Κύριος των πάντων, για σένα, γι’ αυτό θα συλλάβεις από το λόγο του». Όταν το άκουσε αυτό αναρωτήθηκε: Θα συλλάβω εγώ από τον Κύριο, τον ζώντα Θεό, και θα γεννήσω όπως γεννά κάθε γυναίκα; 3. Και ο άγγελος Κυρίου αποκρίθηκε: «Όχι έτσι Μαριάμ, γιατί δύναμη Κυρίου θα σε καλύψει. Γι’ αυτό και το άγιο παιδί θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, αυτός θα σώσει το λαό από τις αμαρτίες του. Και η Μαριάμ απάντησε: «Ιδού η δούλη Κυρίου ενώπιον Του, ας γίνει αυτό που λες».
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΕΛΙΣΑΒΕΤ
12. 1. Αφού τελείωσε την πορφύρα και το κόκκινο, τα πήγε στον ιερέα, αυτός την ευλόγησε και είπε; «Μαριάμ, ο Κύριος δόξασε το όνομά σου, θα είσαι ευλογημένη σε όλες τις γενιές της γης». 2. Γεμάτη χαρά η Μαριάμ πήγε στην Ελισάβετ, τη συγγένισσά της, και χτύπησε την πόρτα. Ακούγοντας το χτύπο η Ελισάβετ, παραμέρισε το κόκκινο νήμα, έτρεξε προς την πόρτα και την άνοιξε. Όταν είδε τη Μαριάμ, την ευλόγησε και είπε: «Πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφτεί η μητέρα του Κυρίου μου; Γιατί να, αυτό που κρατώ στα σπλάχνα μου σκίρτησε και σε ευλόγησε. Η Μαρία, εν τω μεταξύ, είχε λησμονήσει τα μυστήρια για τα οποία της μίλησε ο αρχάγγελος Γαβριήλ και ατενίζοντας τον ουρανό είπε: «Ποια είμαι εγώ Κύριε που όλες οι γενιές με ευλογούν;». 3. Έμεινε τρεις μήνες στην Ελισάβετ.
ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΙΩΣΗΦ
Μέρα όμως με τη μέρα η κοιλιά της μεγάλωνε. Φοβήθηκε η Μαριάμ, γύρισε στο σπίτι της και κρυβόταν από τους υιούς Ισραήλ. Ήταν τότε δεκαέξι ετών όταν συνέβαιναν αυτά τα μυστήρια.
13. 1. Ήταν στον έκτο μήνα, όταν τελικά ήλθε ο Ιωσήφ από τις οικοδομικές του ασχολίες και μπαίνοντας στο σπίτι του, την βρήκε έγκυο. Χτύπησε το πρόσωπο του και ρίχτηκε κάτω σε ένα σάκκο, έκλαψε πικρά και είπε: «Με τι πρόσωπο θα αντικρίσω τον Κύριο, τον Θεό μου; Ποια προσευχή να κάνω γι’ αυτήν την κόρη; Παρθένο την παρέλαβα από το Ναό του Κυρίου, του Θεού μου, και δεν την προφύλαξα. Ποιος μου έστησε παγίδα; Ποιος έκανε αυτήν την πονηρία μέσα στο ίδιο μου το σπίτι και μόλυνε την παρθένο; Μήπως σε εμένα επαναλήφθηκε η ιστορία του Αδάμ; Γιατί όπως ακριβώς την ώρα που δοξολογούσε ο Αδάμ το Θεό, ήρθε ο όφις βρίσκοντας μόνη την Εύα και την εξαπάτησε, έτσι ακριβώς συνέβη και σε μένα». 2. Σηκώθηκε ο Ιωσήφ από το σάκκο, κάλεσε την Μαριάμ και της είπε: «Τι είναι αυτό που έκανες ξεχνώντας τον Κύριο, τον Θεό σου, που σε φρόντιζε; Γιατί ταπείνωσες τον εαυτό σου εσύ που ανατράφηκες στα άγια των αγίων και που έπαιρνες τροφή από χέρι αγγέλου»; 3. Εκείνη έκλαψε πικρά λέγοντας: «Είμαι αμόλυντη εγώ και με άνδρα δεν είχα σχέσεις». Ρώτησε τότε ο Ιωσήφ: «Από που λοιπόν συνέλαβες τον καρπό της κοιλίας σου;» Και αυτή απάντησε: «Ζει Κύριος ο Θεός μου, δεν ξέρω από που είναι».
14. 1.O Ιωσήφ φοβήθηκε πολύ, απομακρύνθηκε και έπεσε σε περισυλλογή, τι να κάνει με αυτή. Και αναλογίστηκε: «Εάν κρύψω το αμάρτημά της, θα βρεθώ να αντιμάχομαι το νόμο του Κυρίου». Εάν πάλι την φανερώσω στους υιούς Ισραήλ, φοβούμαι μήπως υπάρχει κάτι το αγγελικό σε αυτήν και βρεθώ να έχω παραδώσει έναν αθώο στο θάνατο. Τι να κάμω με αυτή; Κρυφά θα τη διώξω μακριά μου». Με τέτοιες σκέψεις τον πρόλαβε η νύκτα. 2. Και να άγγελος Κυρίου εμφανίζεται στο όνειρό του και του λέγει: «Μη φοβηθείς αυτό το κορίτσι, γιατί αυτό που βρίσκεται στα σπλάχνα της προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει υιό και θα τον ονομάσεις Ιησού, γιατί αυτός θα σώσει το λαό από τα αμαρτήματά του». Σηκώθηκε τότε ο Ιωσήφ από τον ύπνο και δόξασε τον Θεό που του χάρισε την ευλογία αυτή, και πρόσεχε την Μαριάμ.
ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΖΕΥΓΟΥΣ
15. 1. Τον καιρό εκείνο ήρθε σ' αυτόν ο γραμματέας Άννας και του είπε: «Τι συνέβη και δεν φάνηκες στη σύναξή μας;» Ο Ιωσήφ του απάντησε: «Ήμουν ταλαιπωρημένος από το ταξίδι και ξεκουράστηκα την πρώτη μέρα». Στράφηκε τότε και είδε ο Άννας τη Μαριάμ έγκυο. 2.Φεύγει τρέχοντας προς τον ιερέα και του λέει: «Ο Ιωσήφ, για τον οποίον εσύ δίνεις μαρτυρία, παρανόμησε πολύ σοβαρά». Ρώτησε τότε ο ιερέας: «Γιατί μου το λες αυτό;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Την παρθένο που παρέλαβε από το Ναό του Κυρίου, τη μόλυνε, ολοκλήρωσε το γάμο με αυτήν κρυφά και δεν το φανέρωσε στους υιούς Ισραήλ». Αναρωτήθηκε τότε ο ιερέας: «Έκανε τέτοιο πράγμα ο Ιωσήφ;». «Στείλε υπηρέτες και θα βρεις έγκυο την παρθένο», απάντησε ο Άννας ο γραμματέας. Πήγαν οι υπηρέτες και τη βρήκαν στην κατάσταση που περιέγραψε ο Άννας. Οδήγησαν τότε αυτήν και τον Ιωσήφ στο δικαστήριο. 3. Είπε ο ιερέας: «Μαρία, γιατί το έκανες αυτό; γιατί ταπείνωσες τον εαυτό σου ξεχνώντας τον Κύριο, τον Θεό σου; Εσύ που ανατράφηκες στα άγια των αγίων και λάμβανες τροφή από χέρι αγγέλου, εσύ που άκουσες τους ύμνους και χόρεψες μπροστά στο Θεό, γιατί το έκανες αυτό;». Εκείνη έκλαψε πικρά λέγοντας: «Ζει Κύριος ο Θεός μου, είμαι καθαρή ενώπιον Του και δεν έχω σχέση με άντρα». 4. Είπε τότε ο ιερέας στον Ιωσήφ: «Γιατί το έκανες αυτό;» Ο Ιωσήφ απάντησε: «Ζει Κύριος, εγώ είμαι καθαρός με αυτήν». Και ο ιερέας πρόσθεσε: «Μην παίρνεις ψεύτικο όρκο αλλά φανέρωσε την αλήθεια· ολοκλήρωσες κρυφά το γάμο μαζί της, δεν το φανέρωσες στους υιούς Ισραήλ, αλλά και δεν έσκυψες το κεφάλι σου στο κραταιό (θεϊκό) χέρι, για να ευλογηθεί το σπέρμα σου». Ο Ιωσήφ έμεινε σιωπηλός.
16. 1. Είπε ο ιερέας: «Δώσε πίσω την παρθένο που παρέλαβες από το Ναό του Κυρίου». Τότε ο Ιωσήφ άρχισε να κλαίει. Ο ιερέας συνέχισε: «Θα σας δώσω να πιείτε το ύδωρ της ελέγξεως του Κυρίου που θα φανερώσει ενώπιόν σας τις αμαρτίες σας». 2. Πήρε ο ιερέας και έδωσε στον Ιωσήφ να πιεί, στέλνοντάς τον στο βουνό. Και επέστρεψε σώος. Έδωσε και στη Μαριάμ να πιει στέλνοντάς την στο βουνό. Και επέστρεψε σώα. Θαύμασε τότε όλος ο λαός, αφού δεν βρέθηκε αμαρτία σε αυτούς. 3. Και είπε ο ιερέας: «Αφού ο Κύριος δεν αποκάλυψε αμαρτίες σε σας, ούτε εγώ σας κατακρίνω» και τους άφησε ελεύθερους. Πήρε ο Ιωσήφ τη Μαριάμ και επέστρεψε στο σπίτι του χαρούμενος και δοξάζοντας το Θεό του Ισραήλ.
ΓΕΝΝΗΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
17.1. Ο βασιλιάς Αύγουστος εξέδωσε διαταγή να απογραφούν όλοι όσοι κατάγονται από τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Και αναλογίστηκε ο Ιωσήφ: «Εγώ θα απογράψω τους γιους μου, με αυτό το κορίτσι όμως τι να κάνω; Πώς θα την απογράψω; Ως γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Ως θυγατέρα μου; Μα όλοι οι υιοί Ισραήλ γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι κόρη μου. Αυτή είναι η ημέρα του Κυρίου, ας ενεργήσει όπως θέλει». 2. Έστρωσε το υποζύγιο, την έβαλε να καθίσει, πήρε τα γκέμια ο γιος του και ο Ιωσήφ ακολουθούσε. Πορεύτηκαν κοντά τρία μίλια έτσι. Σε μια στιγμή ο Ιωσήφ στράφηκε και είδε τη Μαρία σκυθρωπή και αναλογίστηκε: «Ίσως ο καρπός της την κάνει να πονά». Γυρίζει πάλι ο Ιωσήφ και την είδε να γελά, και είπε: «Μαρία, τι συμβαίνει; Το πρόσωπο σου το βλέπω πότε γελαστό και πότε σκυθρωπό». Η Μαρία απάντησε: «Είναι επειδή βλέπω ενώπιον μου δύο λαούς, έναν που κλαίει και θρηνεί και έναν που χαίρεται και αναγαλλιάζει». 3. Είχαν διασχίσει τη μισή διαδρομή και είπε η Μαριάμ: «Κατέβασέ με από το υποζύγιο, επειδή αυτό που υπάρχει μέσα μου με πιέζει να εξέλθει». Την κατέβασε από το υποζύγιο και της είπε: «Πού να σε πάω και πού να σκεπάσω τη ντροπή σου; Ο τόπος είναι έρημος».
18.1. Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο, την έβαλε μέσα και άφησε τους γιους του να την φροντίζουν. Κατόπιν βγήκε να αναζητήσει μαμή στα μέρη της Βηθλεέμ.
2. Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη· όσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολονών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και, όταν σήκωσε το χέρι του ο βοσκός για να τα χτυπήσει, έμεινε υψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνουν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους.
19.1. Και να μια γυναίκα που κατέβαινε από το βουνό με ρώτησε: «Άνθρωπε που πηγαίνεις;» Εγώ απάντησα: «Ψάχνω μαμή Εβραία». Εκείνη μου αποκρίθηκε: «Και ποια είναι η ετοιμόγεννη στο σπήλαιο;» Εγώ απάντησα: «Η μνηστή μου». Μου είπε: «Δεν είναι σύζυγός σου;» Εγώ αποκρίθηκα: «Είναι η Μαριάμ που ανατράφηκε στο Ναό του Κυρίου και μου έλαχε ως γυναίκα υπό την προστασία μου. Φυσικά, λοιπόν, δεν είναι σύζυγός μου, αλλά έχει συλλάβει καρπό από το Άγιο Πνεύμα». «Είναι αλήθεια αυτό;». «Έλα και δες», απάντησε ο Ιωσήφ και η μαμή πήγε μαζί του.
2. Σταμάτησαν όταν έφτασαν στο χώρο του σπηλαίου και να ένα φωτεινό σύννεφο επεσκίαζε το σπήλαιο και η μαμή αναφώνησε: «Γέμισε από δόξα η ψυχή μου σήμερα, παράδοξα είδαν τα μάτια μου, γιατί σωτήρας γεννήθηκε στον Ισραήλ». Ξάφνου το σύννεφο υποχώρησε από το σπήλαιο και φως μεγάλο έλαμψε μέσα στο σπήλαιο, ώστε ήταν αδύνατον να αντέξουν τα μάτια μας. Σε λίγο και εκείνο το φως έσβησε, ώσπου φάνηκε το βρέφος που ήρθε και πήρε το μαστό της μητέρας του, της Μαρίας. Και η μαμή ανεβόησε: «Μεγάλη μέρα για μένα σήμερα που είδα το καινούργιο αυτό θέαμα».
ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ
3. Βγαίνοντας η μαμή από το σπήλαιο συνάντησε τη Σαλώμη και της είπε: «Σαλώμη, Σαλώμη, καινούργιο θέαμα έχω να σου διηγηθώ, μία παρθένος γέννησε παιδί που δεν το χωρά η φύση της». Και η Σαλώμη απάντησε: «Ζει Κύριος ο Θεός μου, μα αν δεν βάλω το δάκτυλό μου στη φύση της για να ερευνήσω, δεν θα πιστέψω ότι μια παρθένος γέννησε».
20.1. Μπήκε στο σπήλαιο η μαμή και είπε στη Μαριάμ: «Πάρε την κατάλληλη θέση, γιατί μεγάλη φιλονικία υπάρχει γύρω από εσένα». Έβαλε η Σαλώμη το δάκτυλό της στη φύση και έκραξε: «Αλίμονο στην αμαρτία και στην απιστία μου που θέλησα να δοκιμάσω τη δύναμη του ζώντος Θεού και να το χέρι μου αποκόπτεται με φωτιά». 2. Έπεσε στα γόνατα τότε λέγοντας στο Δεσπότη: «Θεέ των πατέρων μου, θυμήσου ότι είμαι απόγονος του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, κατάταξέ με ανάμεσα στους πτωχούς, Συ γνωρίζεις δέσποτα, ότι έκανα θεραπείες στο όνομά σου και από Εσένα λάμβανα την ανταπόδοσή μου». 3. Και να άγγελος Κυρίου ήρθε και της είπε: «Σαλώμη, Σαλώμη, σε άκουσε ο Κύριος, πρόσφερε το χέρι σου στο παιδί και κράτησέ το στην αγκαλιά, έτσι θα σωθείς και θα χαρείς». 4. Προσήλθε τότε η Σαλώμη, κράτησε το παιδί και είπε: «Θα προσκυνήσω Αυτό γιατί γεννήθηκε μεγάλος βασιλιάς στον Ισραήλ». Αμέσως θεραπεύτηκε η Σαλώμη, και βγήκε συγχωρημένη από το σπήλαιο. Και τότε φωνή ακούστηκε να λέει: «Σαλώμη, Σαλώμη, μην αναγγείλεις όσα παράδοξα είδες, μέχρι να μπει το παιδί στα Ιεροσόλυμα».
Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
21.1. Και να ο Ιωσήφ ετοιμάστηκε να φύγει προς την Ιουδαία και θόρυβος ξέσπασε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας· ήλθαν μάγοι ρωτώντας: «Πού βρίσκεται ο νεογέννητος βασιλιάς των Ιουδαίων; Είδαμε το αστέρι Του να ανατέλλει στην ανατολή και ήρθαμε να Τον προσκυνήσουμε». 2. Όταν το άκουσε ο Ηρώδης, ταράχτηκε και έστειλε υπηρέτες στους μάγους. Έστειλε και κάλεσε τους αρχιερείς και τους ανέκρινε ρωτώντας: «Πώς αναφέρονται τα σχετικά με τον Χριστό; Πού γεννιέται;» Εκείνοι απάντησαν: «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, έτσι έχει γραφτεί». Αφού τους απέλυσε, ανέκρινε τους μάγους ρωτώντας: «Τι σημάδι είδατε για το γεννημένο βασιλιά;» Οι μάγοι απάντησαν: «Είδαμε ένα υπερμεγέθη αστέρα που έλαμψε και συσκότισε τους υπολοίπους, ώστε να μην φαίνονται· έτσι εμείς αντιληφθήκαμε ότι γεννήθηκε βασιλιάς στον Ισραήλ και ήλθαμε να τον προσκυνήσουμε». Είπε τότε ο Ηρώδης: «Πηγαίνετε και αναζητήστε τον και αν τον βρείτε, ειδοποιήστε και εμένα, για να τον προσκυνήσω». 3. Έφυγαν οι μάγοι και να ο αστέρας που είχαν δει στην ανατολή, τους οδηγούσε έως ότου έφτασαν στο σπήλαιο, και στάθηκε στην κορυφή του. Είδαν τότε οι μάγοι το παιδί με τη μητέρα Του και έβγαλαν από τους σάκκους τους χρυσό, λίβανο και σμύρνα. 4. Αφού οι μάγοι πήραν οδηγίες από άγγελο να μην μπούνε στην Ιουδαία, απο άλλο δρόμο πορεύτηκαν για την πατρίδα τους.
22. 1. Όταν κατάλαβε ο Ηρώδης ότι τον ξεγέλασαν οι μάγοι, οργίστηκε και έστειλε φονιάδες παραγγέλνοντάς τους: «Σκοτώστε τα βρέφη από δύο χρονών και κάτω». 2. Όταν άκουσε η Μαριάμ ότι σκοτώνουν τα βρέφη, φοβισμένη πήρε το παιδί, το σπαργάνωσε και το έκρυψε σε ένα παχνί βοδιών.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ
3. Η δε Ελισάβετ όταν πληροφορήθηκε ότι ψάχνουν τον Ιωάννη, τον άρπαξε και κατευθύνθηκε προς την ορεινή περιοχή, ψάχνοντας χώρο για να τον κρύψει, αλλά χώρος για κρύψιμο δεν υπήρχε. Αναστέναξε τότε η Ελισάβετ με δυνατή φωνή και είπε: «Όρος Θεού δέξου τη μητέρα με το παιδί της». Και επειδή η Ελισάβετ δεν μπορούσε να ανέβει, αμέσως σχίστηκε το όρος και την δέχτηκε. Υπήρχε φως που τους φώτιζε, γιατί άγγελος Κυρίου ήταν μαζί τους και τους προστάτευε.
23.1. Ο Ηρώδης έψαχνε τον Ιωάννη και έστειλε υπηρέτες στον Ζαχαρία ρωτώντας: «Πού έκρυψες τον γιο σου; «Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι λειτουργός του Θεού και βρίσκομαι στο Ναό του Κυρίου, δεν ξέρω που είναι ο γιος μου». 2. Έφυγαν οι υπηρέτες και ανακοίνωσαν στον Ηρώδη όλα αυτά. Οργισμένος ο Ηρώδης είπε: «Ο γιος του θα βασιλέψει στο Ισραήλ». Έστειλε πάλι υπηρέτες σε αυτόν ρωτώντας: «Πες την αλήθεια, που είναι ο γιος σου; Γνωρίζεις καλά ότι η ζωή σου είναι στα χέρια μου». 3. Και είπε ο Ζαχαρίας: «Μάρτυρας του Θεού θα γίνω αν χύσεις το αίμα μου, γιατί την ψυχή μου θα τη δεχτεί ο Δεσπότης, αφού αίμα αθώο χύνεις στα πρόθυρα του Ναού του Κυρίου». Στο γλυκοχάραμα σκότωσαν τον Ζαχαρία, οι υιοί όμως του Ισραήλ δεν γνώριζαν το φόνο.
24.1. Αλλά την ώρα του ασπασμού έφυγαν οι ιερείς και δεν πήραν την ευλογία του Ζαχαρία σύμφωνα με την τάξη. Στάθηκαν λοιπόν οι ιερείς περιμένοντας να ασπαστούν τον Ζαχαρία κατά την διάρκεια της προσευχής και να δοξάσουν τον Ύψιστο. 2. Αργούσε να φανεί και όλοι φοβήθηκαν, ένας μάλιστα από αυτούς τόλμησε και μπήκε, και είδε δίπλα στο θυσιαστήριο ξεραμένο αίμα και ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Ο Ζαχαρίας φονεύτηκε και δεν θα εξαλειφθεί η μνήμη του φόνου, έως ότου έρθει αυτός που θα αποδώσει δικαιοσύνη». Όταν άκουσε αυτά φοβήθηκε, βγήκε έξω και ανήγγειλε τα συμβάντα στους ιερείς. 3. Τόλμησαν τότε και εισήλθαν και είδαν τι είχε γίνει, μέχρι και οι αψίδες του Ναού γέμισαν με τους εκκωφαντικούς θρήνους των ιερέων που ξέσχισαν τα ρούχα τους από πάνω έως κάτω. Το σώμα του όμως δεν το βρήκαν παρά μόνο το αίμα του που είχε γίνει σαν πέτρα. Έντρομοι βγήκαν έξω και ανήγγειλαν στο λαό ότι ο Ζαχαρίας είχε φονευτεί. Το έμαθαν όλες οι φυλές του λαού, τον πένθησαν και τον θρήνησαν για τρία μερόνυκτα. 4. Μετά από τρεις ημέρες συσκέφτηκαν οι ιερείς για τον αντικαταστάτη του και ο κλήρος έλαχε στον Συμεών. Αυτός είχε πληροφορηθεί από το άγιο Πνεύμα ότι δεν θα έβλεπε θάνατο έως ότου δει τον Μεσσία σαρκωμένο.
25. Εγώ ο Ιάκωβος που έγραψα την ιστορία αυτή στην Ιερουσαλήμ, όταν δημιουργήθηκε θόρυβος με το θάνατο του Ηρώδη, αποσύρθηκα στην έρημο ώσπου καταλάγιασε ο θόρυβος στην Ιερουσαλήμ, δοξάζοντας τον Δεσπότη Θεό που μου έδωσε τη χάρη και τη σοφία να συγγράψω αυτή την ιστορία. Ας είναι η χάρις σε όσους σέβονται τον Κύριο Ιησού Χριστό του οποίου η δόξα ας παρατείνεται στους αιώνες. Αμήν.