Ο αββάς μου ο καλός, η πληγωμένη μου ψυχούλα, ο ταλαιπωρημένος καλογεράκος, ο π. Προκόπιος ήταν και στην αρρώστια και στα γηρατειά διακριτικός και βολικός. Δεν πρόλαβα να τον διακονήσω και έφυγε, πέταξε για τον ουρανό το 1968. Την ευχή τους να έχουμε. Ο Θεός να τους αναπαύσει στο έλεός Του και να τους έχει στα δεξιά Του.
Πάντως, όταν έφυγαν τα γεροντάκια, κατάλαβα τον π. Γεδεών. Τότες είχε κοιμηθεί ο γέροντάς του και είχε μείνει μόνος. Ο π. Γεδεών άνθρωπος διακριτικός, να πούμε, καλλιεργημένος, λεπτή ψυχή, δεν ενοχλούσε ποτέ. Ένα απόγευμα βγαίνει έξω, εκεί που είναι το καλύβι τους και αρχίζει να φωνάζει. Βγαίνω και εγώ να δω τι συμβαίνει.
- Ευλόγησον. Τι θέλεις; Είσαι καλά;, του φωνάζω.
- Συγχώρα με, παπά μου. Καλά είμαι. Όσο γι’ αυτό που θέλω θα το καταλάβεις και εσύ αργότερα.
Το κατάλαβα, όταν έμεινα και εγώ μόνος μου. Τι ήθελε η ψυχούλα; Να ακούσει μία ανθρώπινη φωνή. Βλέπεις, παιδί μου, ο άνθρωπος είναι από την φύση του, τρόπον τινά, κοινωνικός. Έτσι τον έφτιαξε ο Δημιουργός του. Εδώ στην έρημο, άμα δεν γεμίσεις με προσευχή τον χρόνο σου, μπορεί να τρελαθείς. Τι είναι η προσευχή; Κοινωνία είναι. Δεν είναι; Βάλε λοιπόν μέσα στη μοναξιά κοινωνία για να την αντιμετωπίσεις. Έμεινα και εγώ μόνος, όταν εκοιμήθησαν οι παππούδες. Όμως ο Θεός δεν αφήνει. Είδε τον αμαρτωλό παπά Εφραίμ και είπε: «οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον». Έτσι πήρε τα γεροντάκια και μου έστειλε τα αγγελουδάκια μου, τα παιδάκια μου. Ήμουν εγώ άξιος να έχω τέτοια παιδάκια; Ήμουν άξιος…;
(αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου "Έλα Φως", Συνάντηση με τον Όσιο Εφραίμ Κατουνακιώτη)