Η ΑΚΟΛΟΥΘΗ διήγησις είναι παρμένη από τη ζωή του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου.
Όταν πρωτοϊδρύθηκε το Κοινόβιο του Οσίου Θεοδοσίου στην Παλαιστίνη, ήταν τόσο φτωχό που συχνά δεν υπήρχαν ούτε τα απολύτως αναγκαία για την συντήρησι των Μοναχών.
Ήτο Μέγα Σαββάτο απόγευμα.
Περίμεναν να εορτάσουν το Άγιο Πάσχα. Οι Αδελφοί έψαχναν απελπισμένοι ολόκληρο το μοναστήρι. Δεν ζητούσαν μεγάλα πράγματα. Για τίποτε φαγώσιμο, ούτε συζήτησι πια δεν γινόταν. Μια μικρή προσφορά εκύτταζαν να βρούν, ξεχασμένη από άλλη φορά, για να μη στερηθούν τη Θεία Κοινωνία. Αδύνατον ν' ανακαλύψουν. Κι εδώ στέρησις, συλλογίζονταν. Το είπαν στο Γέροντά τους, στον Όσιο Θεοδόσιο. Τους άκουσε με απόλυτη ηρεμία σαν να συνέβαιναν όλα αυτά σε ξένη περιοχή. Ούτε την ανησυχία τους φαινόταν να συμμερίζεται ο ουράνιος εκείνος άνθρωπος και διαταγή έδωσε να είναι έτοιμο για τη νυκτερινή Λειτουργία το Άγιο Βήμα, ακόμη κι η τράπεζα για το πασχαλινό γεύμα.
— Μάταιη παρηγοριά, ψιθύρισαν μερικοί.
Ο Όσιος έκανε πως δεν άκουσε.
— Μήπως έγινε ασθενέστερος στη δύναμι η ατονώτερος στο να χορηγή και σήμερα Εκείνος που έθρεψε με το μάννα ολόκληρο λαό στην έρημο και χόρτασε τόσο πλήθος με πέντε ψωμιά;
Εθαύμαζαν οι Μοναχοί την πεποίθησι του Ηγουμένου τους, μα δε κατώρθωσαν να τη συμμερισθούν.
Βασίλευε ο ήλιος όταν κτύπησε την πόρτα του Μοναστηριού κάποιος άγνωστος. Μαζί του έφερνε δύο καμήλες φορτωμένες.
— Πήγαινα μια μικρή δωρεά σε κάποια σκήτη λίγο πιο πέρα από το Μοναστήρι σας, εξήγησε στους Αδελφούς. Μα μόλις έφθασα εδώ, τα ζώα μου σταμάτησαν και με κανένα τρόπο δεν μπορούσα να τα κάνω να προχωρήσουν βήμα. Λέγω μήπως θέλει ο Θεός ν' αφήσω σε σας αυτά τα λίγα τρόφιμα;
Λίγα τρόφιμα! Αυτά έφθασαν ως την Πεντηκοστή και πέρα ακόμη. Ούτε προσφορές έλειπαν για τη Θεία Λειτουργία από την ανέλπιστη δωρεά.
— Πολύ μεγάλη η ελπίδα! έλεγαν μεταξύ των οι καλόγεροι του Οσίου Θεοδοσίου κι ευλαβούντο τον Άγιο Γέροντά τους που τον στόλιζε κι αυτή.
* * *
Ο ΑΒΒΑΣ Μωϋσής κάποτε αποφάσισε να κατοικήση σε μια απρόσιτη σπηλιά, στη ρίζα μιας απότομης προεξοχής του βουνού. Ανέβαινε και συλλογιζόταν:
— Καλά όλα τ' άλλα, μα που θα βρίσκω νερό σε τούτο τον ξερότοπο;
Τό λεγε και το ξανάλεγε κι άρχισε να κλονίζεται. Τότε άκουσε φωνή να του λέγη:
— Προχώρει αμέριμνος και άφησε αυτή τη φροντίδα σε μένα.
Πήρε θάρρος κι έκανε κατοικία του το σπήλαιο. Ύστερα από λίγο καιρό πήγαν να τον ιδούν δύο συνασκηταί του από τη σκήτη. Δεν του βρισκόταν παρά ένα μικρό σταμνί νερό που το ξόδεψε να βράση λίγες φακές για να τους φιλοξενήση. Άρχισε τότε να στενοχωριέται και με φανερή αδημονία έμπαινε κι έβγαινε στο σπήλαιο και παρακαλούσε τον Θεό για νερό.
Ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε κανείς, ένα σύννεφο παρασυρμένο από τον άνεμο πήγε κι εστάθηκε πάνω από τη σπηλιά κι έρριξε τόση βροχή, όση χρειάστηκε να γεμίση όλα του τα σταμνιά ο Μωϋσής.
Οι Γέροντες, που δεν τους διέφυγε η αδημονία του, τον ρώτησαν ύστερα από το φαγητό:
— Τι είχες πάθει το πρωί και πηγαινοερχόσουν με τόση ανησυχία;
— Έκανα δικαστήριο με τον Θεόν, αποκρίθηκε με αφέλεια ο Αιθίοψ. Του υπενθύμιζα πως είχε αναλάβει τη φροντίδα μου και έπρεπε οπωσδήποτε να μου έβρισκε νερό να πιούν οι δούλοι Του. Και να που ο Αγαθός Δεσπότης αναγκάστηκε να στείλη.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ φιλομόναχος χριστιανός επισκεπτόταν τακτικά τους Γέροντας στην έρημο για να ωφελήται από τη διδασκαλία των. Κάποτε ανακάλυψε ένα πολύ γέρο και άρρωστο Ερημίτη. Τον λυπήθηκε και θέλησε να του αφήση όσα χρήματα είχε μαζί του, για τις ανάγκες του.
— Κράτησέ τα, Αββά, του έλεγε παρακαλεστικά. Είσαι γέρος κι άρρωστος. Δεν μπορείς πια να εργάζεσαι.
— Εξήντα ολόκληρα χρόνια υποφέρω από τούτη την αρρώστια και με του Θεού τη βοήθεια δε μου έλειψε ποτέ τίποτε. Εκείνος που έχει τη φροντίδα μου αδιάκοπα μου στέλνει πάντα τα αναγκαία. Θέλεις λοιπόν τώρα εσύ, Αδελφέ, να διώξης τον Τροφέα μου; είπε ο γέρων Ερημίτης και με κανένα τρόπο δε δέχτηκε τα χρήματα.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ Λυδία)