ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ: Ένα από τα συνετά κατορθώματα του Γέροντος Ιωσήφ ήταν η σωστή τοποθέτησίς του στο θέμα του ημερολογίου, που ήταν μέγα ζήτημα εκείνον τον καιρό, εφόσον αυτό οργανώνει την ιστορική και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας…
Η επαναστατική κυβέρνησις του Γονατά, με το Βασιλικό διάταγμα της 18ης Ιανουαρίου 1923, αποφάσισε για πολιτικούς λόγους να προβή στην καθιέρωσι του νέου ημερολογίου στο Ελληνικό κράτος. Φυσικά, η Εκκλησία μπορούσε να τηρήση το παλαιό ημερολόγιο για το λειτουργικό έτος. Λίγες ημέρες αργότερα όμως, την 3η Φεβρουαρίου του 1923, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως δι’ εγκυκλίου πρότεινε στις Εκκλησίες της Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Κύπρου, Ελλάδος και Ρουμανίας, την αναθεώρησι και του εκκλησιαστικού ημερολογίου.
Ακολούθως, την 10η Μαρτίου 1924 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισε να προβή στην αναθεώρησι και του εκκλησιαστικού ημερολογίου, με την εξαίρεσι πως οι περίοδοι του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου θα ρυθμίζονται σύμφωνα με το Πασχάλιο. Η σύνθεσις αυτή, όχι χωρίς λειτουργικά προβλήματα, ονομάστηκε νέο (ή διορθωμένο) Ιουλιανό ημερολόγιο. Έτσι και οι Εκκλησίες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας δέχθηκαν το νέο ημερολόγιο, παρά τις αντιδράσεις από τους ευσεβείς λαούς τους. Στην πράξη, αυτή η καινοτομία, δημιούργησε εκκλησιαστικά σχίσματα, τις λεγόμενες παλαιοημερολογίτικες εκκλησίες, που δεν έχουν επουλωθή ακόμα μέχρι σήμερα.
Για έντεκα χρόνια, οι παλαιοημερολογίτες ήσαν παντελώς ακέφαλοι, μη έχοντες επισκόπους και δεν λογίζεται Εκκλησία χωρίς επίσκοπο. Όμως, το 1935, ο Φλωρίνης Χρυσόστομος (Καβουρίδης) απεχώρησε από την επίσημη Εκκλησία και προσχώρησε στους παλαιοημερολογίτες. Το γεγονός αυτό χαιρετίσθηκε από τους ζηλωτές με μεγάλη χαρά, διότι έτσι αποκτούσαν πλέον και κεφαλή.
Το παράδειγμά του ακολούθησαν κατόπιν οι Δημητριάδος Γερμανός και Ζακύνθου Χρυσόστομος. Αυτοί οι τρεις επίσκοποι προέβησαν κατόπιν στην χειροτονία τεσσάρων νέων επισκόπων, μεταξύ των οποίων ήταν κα ο μονάχος Ματθαίος (Καρπαθάκης) από την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου.
Εν τω μεταξύ, μέχρι το 1937, υπήρξε έντονος προβληματισμός ανάμεσα στους παλαιοημερολογίτες για τον χαρακτηρισμό των νεοημερολογιτών ως σχισματικών ή μη. Μέχρι τότε δεν είχαν αποκρυσταλλωμένες απόψεις.
Ο Φλωρίνης Χρυσόστομος κατανοούσε πως η πλειοψηφία του λαού τασσόταν υπέρ του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος. Επομένως, θα ήταν αναπόφευκτο να επανερχόταν η επίσημη Eκκλησία στο παλαιό ημερολόγιο, αν οι ζηλωτές κρατούσαν μια πιο συνετή στάση διαμαρτυρίας, μακριά από ακρότητες και αδιακρισίες. Έτσι, με επίσημη εγκύκλιό του διεκήρυξε πως μητέρα των παλαιοημερολογιτών ήταν η Εκκλησία της Ελλάδος και ότι από κει αντλούσαν Χάρι και πως η στάση τους ήταν στάση διαμαρτυρίας.
Όταν όμως επίσημα διεκήρυξε πως τα μυστήρια των νεοημερολογιτών είναι έγκυρα, οι παλαιοημερολογίτες αμέσως χωρίσθηκαν σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις: στους μετριοπαθείς, που ακολουθούσαν τον Φλωρίνης Χρυσόστομο, και στους άκρως ζηλωτές, που ακολουθούσαν τον Ματθαίο Καρπαθάκη, και που υποστήριζαν πως τα Μυστήρια της επισήμου Εκκλησίας είναι άκυρα.
Ανάμεσα στις δύο παρατάξεις υπήρξε αρκετή πολεμική. Μάλιστα οι ζηλωτές έσυραν εναντίον του Φλωρίνης Χρυσοστόμου ουκ ολίγα αναθέματα και κατάρες.
Μια μέρα ο παπα-Βαρθολομαίος, που ήταν Φλωρινικός ιερομόναχος, επισκέφθηκε τον Γέροντα και ήθελε να συζητήση το ημερολογιακό θέμα μαζί του. Ο Γέροντας όμως, επειδή ήταν άνθρωπος της ειρήνης και της προσευχής, δεν ήθελε και του είπε: «Ασ’ το, γιατί θα πούμε βαριές κουβέντες και θα στενοχωρηθούμε!». Ο άλλος όμως επέμενε και άρχισε να λέη τα δικά του περί του ημερολογίου. Και όπως το περίμενε ο Γέροντας, έτσι κι έγινε. Έχασε την ψυχραιμία του και εκφράσθηκε με οξύτατες φράσεις εναντίον τους.
Ύστερα, όταν πήγε στο κελλί του να ησυχάση, ένοιωθε σαν να είχε χάση λίγη Χάρι και δυσκολευόταν να αντιπολεμήση τους δαίμονες. Έμπειρος περί τα πνευματικά κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έτσι στράφηκε επίμονα στο σταθερό του καταφύγιο, την προσευχή. Αγωνίσθηκε με δάκρυα, πόνο και βάθος ταπεινώσεις, για να λάβη απάντησι. Πάλεψε επί πολλές ώρες στην προσευχή και αφού επιτέλους ένιωσε λίγη ειρήνη πήγε να κοιμηθή. Στον ύπνο του, του έδειξε ο Θεός το εξής όνειρο, όπως μας το διηγήθηκε ο ίδιος: «Βρέθηκα σ' ένα κομμάτι του όρους του Άθωνα μέσα στη θάλασσα και τα κύματα το απειλούσαν. Απορούσα πώς βρέθηκα σε τόσο επικίνδυνη θέσι! Και σκέφθηκα τρομαγμένος, ότι αφού αυτό αποκόπηκε από το βουνό και ταλαντεύεται, σε λίγο θα καταποντισθή κι' εγώ θα πνιγώ, διότι τα κύματα ήδη άρχισαν να καλύπτουν το βραχάκι. Κοντά μου όμως έβλεπα το τεράστιο όρος, τον Άθωνα, που αντίκρουε κάθε κύμα της θάλασσας. Σκέφθηκα: Μόλις πλησιάση το βραχάκι μου λίγο το βουνό, θα πηδήξω σ’ αυτό και έπειτα δεν θα φοβάμαι τίποτε πλέον. Κι έτσι με την πρώτη ευκαιρία που παρουσιάσθηκε, πήδηξα στο στερεό έδαφος του βουνού. Όντως, εντός ολίγου το μικρό βραχάκι το κατέπιε η θάλασσα κι εγώ είπα ανακουφισμένος: Δόξα σοι ο Θεός! και ξύπνησα».
Με το που ξύπνησε, κατάλαβε την σημασία του ονείρου και άρχισε να αμφισβητή την ορθότητα της ζηλωτικής στάσεώς του.
Αλλά και ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, όταν προσευχόταν για το ίδιο θέμα, πληροφορήθηκε με μια δυνατή φωνή, που του είπε: «Εν τω προσώπω του Φλωρίνης απεκήρυξες όλη την Εκκλησίαν».
Παρομοίως, λίγο αργότερα και ο Γέροντας Ιωσήφ άκουσε στην προσευχή του αισθητά θεία φωνή να του λέη: «η Εκκλησία βρίσκεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Κωνσταντινούπολι».
Έτσι κατάλαβαν ότι δεν είναι τα πράγματα, όπως τα έλεγαν οι παλαιοημερολογίτες και ότι τα Μυστήρια των νεοημερολογιτών είναι έγκυρα. Τότε αποφάσισαν να ζητήσουν από τον Φλωρίνης γραπτώς να τους συγχωρέση. Έγραψε ο Γέροντας εκ του προχείρου ένα γράμμα, ζητώντας συγχώρεσι, που το υπέγραψαν ο ίδιος και η συνοδεία του καθώς και η συνοδεία του παπα-Νικηφόρου και ετοιμάσθηκαν να το στείλουν. Ο Καλατζής όμως θέλησε να πρόσθεση κάτι ακόμα στο τέλος, το: «Υμάς θεωρούμεν ως Eκκλησίαν ορθόδοξον...» Έτσι υπέγραψαν κι' εκείνη την προσθήκη και το όλο κείμενο του το έδωσαν, αφού αυτός θα πήγαινε έξω, να το δώση στα χέρια του Φλωρίνης. Και ο Φλωρίνης κατόπιν τους απάντησε ότι τους συγχώρησε. Έκτοτε, ο Γέροντας Ιωσήφ με την συνοδεία του προτίμησε την μετριοπαθή στάσι των Φλωρινικών.
Το τι έγινε στην συνέχεια διηγείται ο παπα- Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, που δείχνει και την λεπτότητα της πνευματικής υπακοής: «Ήταν ημέρα Τρίτη και το βράδυ μου ήρθαν λογισμοί κατακρίσεως για τον Γέροντα. Θυμήθηκα τότε εκείνο το γράμμα που γράψαμε στον Φλωρίνης, και τρόπον τινά ο διεφώνησα με τον Γέροντα. Δηλαδή, είπα με τον λογισμό μου, ότι εφ΄ όσον δηλούμεν ενυπογράφως ότι ακολουθούμε τον Φλωρίνης, εάν το φέρη αύριο, μεθαύριον η περίστασις και γυρίσωμεν με τα μοναστήρια, δηλαδή γυρίσωμε με το Πατριαρχείον, (όπως κι έγινε), θα πρέπη κατά δίκαιον λόγο να αναιρέσουμε την υπογραφή που δώσαμε στον Φλωρίνης, καθ’ ότι τώρα θα ακολουθήσωμε το Πατριαρχείο. Έτσι σκεπτόμουν με τον νου μου και έλεγα μέσα μου: Δεν έπρεπε κατ' αυτόν τον τρόπο να το γράψομε, αλλά την προσθήκη να την παραλείπαμε. Το Σάββατο πήγα στον Γέροντα να λειτουργήσω. Μόλις με είδε μου λέγει:
- Παπά, κάτι έχεις μέσα σου και σε χωρίζει από μένα. Μη χωρίζεσαι από τον Γέροντα, μη χωρίζεσαι από μένα.
Εγώ το ξέχασα από την Τρίτη μέχρι το Σάββατο που ήρθα να λειτουργήσω.
Τον ξέχασα αυτόν τον λογισμό μου και λέγω:
- Γέροντα, δεν θυμάμαι κανέναν λογισμό να έχω, που να με χωρίζη από σένα.
- Κάτι έχεις και σε χωρίζει από μένα. Μόλις σε είδα, πληροφορήθηκε αμέσως η ψυχή μου ότι έχεις κάποιον λογισμό, που σε χωρίζει από εμένα.
- Γέροντα, δεν θυμάμαι τίποτε.
- Να θυμηθής, λέγει ο Γέροντας.
Έκανα την Λειτουργία. Το πρωί, αφού έφαγα, ανέβηκα από την Μικράν Αγία Άννα τον ανήφορο, για να έρθω στην καλύβα μας. Αναβαίνοντας αδολέσχησα όλες τις ημέρες, οπότε το βρήκα, ότι αυτός ο λογισμός ήταν τρόπον τινά, χωριστικός από τον Γέροντα. Επέστρεψα πίσω και ζήτησα συγγνώμη με δάκρυα από τον Γέροντα Ιωσήφ και έγινε αποκατάστασις. Αυτό είναι το δείγμα της υπακοής, ότι δηλαδή ο άνθρωπος πρέπει να κάνη τυφλή υπακοή εις τον Γέροντά του, όχι διακριτική. Διότι η υπακοή δεν είναι απλώς να εκτελής διαταγές, αλλά η αληθινή πνευματική υπακοή συνίσταται στο να φρονή κανείς, όπως ακριβώς φρονεί ο Γέροντας του».
Έτσι, από το 1937 ο Γέροντας δεχόταν και τα δύο ημερολόγια, παρ’ όλο που παρέμενε ζηλωτής. Σ’ αυτή την θέση τον βρήκα κι' εγώ, όταν πήγα κοντά του. Λίγο καιρό αργότερα όμως, την 13-26η Μαρτίου 1950, εξεδόθη μία νέα εγκύκλιος (αριθ. έγκυκ. 13) υπογεγραμμένη από τέσσερεις παλαιοημερολογίτες επισκόπους: τους Χρυσόστομο Φλωρίνης, Γερμανό Κυκλάδων, Χριστοφόρο Χριστιανουπόλεως, και Πολύκαρπο Διαυλείας. Την εγκύκλιο την διάβασα εγώ, διότι ο Γέροντας ούτε να την διαβάση δεν δέχθηκε, κι ας ήταν και ζηλωτής! Μεταξύ των άλλων έγραφε και τα ακόλουθα: «...τα υπό των νεοημερολογιτών τελούμενα Μυστήρια, ως σχισματικών όντων τούτων, στερούνται αγιαστικής Χάριτος. Ωσαύτως ουδένα νεοημερολογίτην δέον να δέχεσθε εις τους κόλπους της καθ’ ημάς αγιωτάτης Eκκλησίας και κατά συνέπειαν να εξυπηρετήτε τούτον, άνευ προηγουμένης ομολογίας δι’ ης να καταδικάζη ούτος την καινοτομίαν των νεοημερολογιτών και να κηρύσση την Eκκλησίαν τούτων σχισματικήν. Προκειμένου δε περί βαπτισθέντων υπό καινοτόμων να μυρώνωνται δι Αγίου Μύρου Oρθοδόξου προελεύσεως, το οποίον ευρίσκεται εν αφθονία παρ’ ημιν...».
Όταν τα διάβασα αυτά με έπιασε ανατριχίλα. Θεώρησα αυτόν που έγραψε την εγκύκλιο ότι ήταν δήμιος. Οι παλαιοημερολογίτες απεκήρυξαν όχι έναν ή δύο επισκόπους, αλλά ολόκληρη την τοπική Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία ούτε προς στιγμήν δεν έπαυσε να έχη κανονικές σχέσεις με όλες τις Oρθόδοξες Εκκλησίες. Μόλις, λοιπόν, ανέγνωσα την εγκύκλιο, ήταν νύχτα και τελείωνε από την αγρυπνία του ο Γέροντας, πήγα και του είπα:
- Γέροντα, η εγκύκλιος γράφει αυτά κι αυτά.
- Τέρμα! Αποχωρούμε! Αυτοί έπεσαν έξω. Δεν μπορεί να είναι η αλήθεια του Θεού αυτή. Θα πρέπη να γυρίσουμε με τα μοναστήρια. Αλλά θα κάνουμε προσευχή πρώτα να δούμε τι ο Θεός θα μας πη. Παιδιά, προσευχή! Προσευχή πατέρες, να μας αποκάλυψη ο Θεός, να μην κάνουμε λάθος. Ό,τι μας αποκαλύψη ο Θεός θα αποδεχθούμε.
Ο Γέροντας δεν είχε πανεπιστημιακό πτυχίο διανοητικής θεολογίας. Ήταν όμως πραγματικό θεοδίδακτος και ως θεόπτης ήταν κάτοχος της πραγματικής Θεολογίας. Ποτέ μου δεν τον θυμάμαι να ενήργησε χωρίς να έχη πληροφορία. Σ’ αυτό το σημαντικώτατο ζήτημα μας έβαλε όλους μας και κάναμε τριήμερο νηστεία και προσευχή. Για τρείς μέρες δεν φάγαμε τίποτε, μόνο νεράκι ήπιαμε.
Την τρίτη μέρα κλείστηκε ο Γέροντας μέσα στην καλύβα του όλη την νύκτα κάνοντας δακρύβρεκτη ικετευτική προσευχή, κι' εμείς απ’ έξω τον περιμέναμε σαν τον Μωυσή να βγη και να μας πη τα αποτελέσματα της "συνόδου".
Μετά την προσευχή φαίνεται θα είδε αποκαλυπτική οπτασία και βγαίνοντας μας λέει:
- Όσοι πιστοί! Πατέρες, τέρμα. Η πληροφορία είναι να προχωρήσουμε με τα μοναστήρια κι αυτή είναι η αλήθεια! Οι ζηλωταί είναι πλανεμένοι!
Ήταν πράγματι μεγάλη και απότομη η στροφή του Γέροντος, διότι ήταν ζηλωτής και μάλιστα αυστηρός. Μέχρι τότε ήμασταν όλοι ζηλωτές: ο Γέρο-Αρσένιος, ο πατήρ Ιωσήφ ο νεώτερος, εγώ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, ο Γερο- Νικηφόρος και άλλοι... Μία τόσο, λοιπόν, απότομη μεταστροφή του Γέροντος Ιωσήφ στάθηκε «κεραυνός εν αιθρία». Αλλά επειδή ο Γέροντας ουδέποτε υπήρξε φανατικός και ουδέποτε ακολουθούσε κάτι με εμπάθεια, καταλάβαμε αμέσως πως εκείνο που μας έλεγε είναι η αλήθεια και η ορθοδοξία.
- Γέροντα, τι είδες;
- Δεν θα σας το πω. Το θέμα τελείωσε. Θα προχωρήσουμε με τα μοναστήρια και θα μνημονεύσουμε τον Πατριάρχη.
Πετάγεται ο πατήρ Αθανάσιος:
- Εγώ δεν μνημονεύω τον Πατριάρχη. Είναι αιρετικός! Ο Γερο-Αρσένιος, πήγε πίσω από τον Γέροντα και του λέει:
- Γέροντα, πολλοί πλανήθηκαν, ακόμα και μεγάλοι Άγιοι.
- Πάτερ Αρσένιε, αυτός ο δρόμος πάει προς τα εδώ και ο άλλος πάει προς τα εκεί, οποίον θέλης διάλεξε, ή θα πειθαρχήσης ή θα πάρης τον δρόμο σου. Εγώ θα ακολουθήσω τα μοναστήρια.
- Γέροντα, εγώ δυσκολεύομαι.
- Πάτερ Αρσένιε, ένα κι’ ένα κάνουν δύο.
Πάρε δρόμο και φύγε!
Αμέσως όλοι κοκκαλώσαμε. Μόλις άκουσε έτσι ο πατήρ Αρσένιος, λέει στον Γέροντα:
- Ευλόγησον! Ευλόγησον!
Ο πατήρ Αθανάσιος αντέταξε:
- Μα, αυτό κι αυτό.
- Εσύ, πάτερ Αθανάσιε, πάρε τον ντουρβά σου και πήγαινε στη Λαύρα και πες τους ότι θα υποταχθούμε στο μοναστήρι και στο Πατριαρχείο. Θα πάτε μέσα να γραφτήτε. Γρήγορα! Τελείωσε! Και θα πάρετε ταυτότητες, και θα γίνουμε μοναστηριακοί. Αυτός είναι ο δρόμος του Θεού. Οι παλαιοημερολογίτες βγήκαν έξω από τον δρόμο. Ακούς, να καταδικάσουν τα Μυστήρια ότι δεν έχουν Χάρι και ότι οι νεοημερολογίτες είναι κολασμένοι!
Ξεκίνησε, λοιπόν, ο πατήρ Αθανάσιος με τον ντουρβά του για την Λαύρα, γεμάτος λογισμούς. Σκεπτόταν: «Άραγε, λέει καλά ο Γέροντας: Δεν λέει καλά ο Γέροντας!!!» Και όπως περπατούσε μέσα στα ρουμάνια κουράστηκε και κάθησε να ξαποστάση λίγο. Και όπως βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάστασι, αποκοιμήθηκε λίγο και είδε κάποια οπτασία, η οποία τον πληροφόρησε πέρα για πέρα για την ορθότητα της θέσεως του Γέροντος. Γύρισε αμέσως πίσω και κατενθουσιασμένος λέει:
- Γέροντα, υπακούω! Και τον Πατριάρχη μνημονεύω και ό,τι θέλετε κάνω. Αυτό που είδα, είναι θέλημα Θεού.
Τώρα, τι είδε; Τότε ήμουν μικρός, δεν εξέτασα τι είχε δει. Και πράγματι πήγαμε στην Λαύρα να βγάλουμε ταυτότητες. Κλονίσθηκαν όμως μερικοί, διότι ήσαν ζηλωταί, και πολλά έλεγαν τότε. Ο Γερο-Νικηφόρος έβαλε τις φωνές, αλλά ο Γέροντας δεν υποχωρούσε με τίποτα. Ακόμα και ο παπα- Εφραίμ από τα Κατουνάκια του είπε:
- Γέροντα, πρόσεχε, γιατί είπαν οι Πατέρες ότι και οι εκλεκτοί θα πλανηθούν στις έσχατες ημέρες.
- Παπά, αν δεν θέλης να λειτουργήσης, φύγε! Eσύ να πας στον Γέροντά σου.
Eπειδή η πληροφορία ήταν από τον Θεό, ο Γέροντας δεν άκουγε κανέναν. Κι εμείς οι μικροί δεν είχαμε καμμιά αντίρρησι. Ο Γέροντας είπε «ναι»; Ναι! Είπε «όχι»; Όχι! Για εμάς τους νεώτερους δεν υπήρχε θέμα. Καμμία δυσπιστία στην απόφασι του Γέροντος. Οι μεγάλοι, που είχαν κάπως λόγο, έφεραν και οι τρεις τους δυσκολία, αλλά ο πατήρ Ιωσήφ ο νεώτερος κι εγώ δεν είχαμε καμμία ταραχή. Ακολουθήσαμε απόλυτα τον Γέροντα. Ο παπα-Χαράλαμπος δεν ήταν μαζί μας ακόμα, ήρθε μετά από πέντε μήνες.
Λίγο αργότερα ήρθε και ο παπα-Εφραίμ, ο πνευματικός μου από τον Βόλο, και τον ρώτησε ο Γέροντας:
- Δεν μου λες, παπά, αυτή η εγκύκλιος που έβγαλε η Σύνοδος, είναι αλήθεια;
Κατέβασε το κεφάλι και απάντησε:
- Δεν έπρεπε αυτή η εγκύκλιος να κυκλοφορήση. Δεν είναι σωστή.
- Επομένως, παπά μου, πέσαμε έξω, ε; Πέσαμε έξω. Εκτροχιασθήκαμε λοιπόν, και πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας.
Να παρεμβάλλω εδώ, πως σαν πέρασε κάμποσος καιρός, ο Γέροντας μας εκμυστηρεύθηκε το περιεχόμενο της οπτασίας, που τον πληροφόρησε για το θέμα του ημερολογίου:
Προσευχόμενος είδε μία φωτισμένη ωραία εκκλησία, που είχε μία μικρή έξοδο, όπου απ’ αυτήν έβγαιναν όλοι. Στην αυλή της όμως μάλωναν και φώναζε ο ένας πιστός στον άλλο:
- Εγώ είμαι σωστός!
- Εγώ είμαι σωστότερος! φώναζε ο δεύτερος.
- Εμείς είμαστε η Εκκλησία!, φώναζε ο τρίτος.
Και μας εξήγησε ο Γέροντας:
- Αυτό φανερώνει ότι ναι μεν μάλωναν, αλλά ανήκαν στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Είχαν κοινό το δόγμα και κοινή την Χάρι, αλλά δεν είχαν ελεύθερο πνεύμα και αγιασμό, οπότε μάλωναν. Πώς μπορώ να πω εγώ τώρα ότι η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος είναι κακόδοξη και ότι δεν έχει την Χάρι του Θεού; Να την πω κακόδοξη για το ημερολόγιο και μόνον; Και να πω ότι ο δεσπότης είναι κολασμένος; Είμαι με το παλιό, αλλά δεν φρονώ όπως φρονούν οι ζηλωτές.
Και πράγματι, το ημερολογιακό ζήτημα δεν επηρεάζει την σωτηρία των πιστών, διότι είναι θέμα εορτολογικό και όχι δογματικό. Με εξαίρεσι τα δογματικά ζητήματα, μπορεί να υπάρχουν στις τοπικές Εκκλησίες μεμονωμένες διαφορές διοικητικής και λειτουργικής φύσεως. Αυτό δεν στερεί την Χάρι του Θεού. Επειδή ο Γέροντας ήταν απαθής, χωρίς πείσμα και φανατισμό, μπορούσε να δη το λάθος του και να δεχθή και την διόρθωσι.
Όταν, λοιπόν, ακούσθηκε ότι ο πατήρ Ιωσήφ ο Σπηλιώτης γύρισε με τα μοναστήρια, οι γύρω ζηλωτές έλεγαν:
- Μίλησε ο Θεός. Αυτός μιλάει με τον Θεό και πήρε την πληροφορία. Επομένως, αυτό είναι η αλήθεια. Διότι η Χάρις του Θεού μέσα από πνευματικές και αγιασμένες ψυχές έρχεται και τις πληροφορεί την αλήθεια. Δεν πληροφορούνται άνθρωποι τυχαίοι.
Ορισμένοι όμως φανατικοί ζηλωτές, που είχαν υπερβολική εμπιστοσύνη στην λογική τους, άρχισαν να κοροϊδεύουν τον Γέροντα και μας.
- Οουυ! Πλανήθηκε, έλεγαν, ο πατήρ Ιωσήφ ο Σπηλιώτης.
Εν τούτοις, ο Γέροντας ποτέ δεν τους κατέκρινε και μάλιστα μας έλεγε:
- Δεν θα μιλήσουμε καθόλου. Εμείς θα προσέχουμε να κάνουμε την αγρυπνία μας, την προσευχούλα μας, κι' ας λένε, Θεός σχωρέσ’ τους!
Όταν κοιμήθηκε ο Γέροντας εν οσιότητι και αγιότητι και αξιωθήκαμε εμείς τα παιδιά του να αποκτήσουμε συνοδείες με μεγάλον αριθμό μοναχών, αναγκάσθηκαν από μόνοι τους να ομολογήσουν:
- Πω, πω! Τέτοια καλογέρια! Τόσα παιδιά ενάρετα! Πρέπει να παραδεχθούμε τον Γέροντα Ιωσήφ, γιατί δεν μπορεί να ήταν σάπια η ρίζα και να βγάλη τέτοιους καρπούς και να γίνουν αυτές οι συνοδείες. «Εκ των καρπών γινώσκεται το δένδρον». Άρα έχουμε λάθος και ο Γέρων Ιωσήφ ήταν σωστός και άγιος.
Όταν επιστρέψαμε με τους υπολοίπους Αγιορείτες πατέρες και αφήσαμε τους ζηλωτές, γνωρίσαμε έμπρακτα την δύναμι της Χάριτος των Μυστηρίων, που ετελούντο από τους νεοημερολογίτας. Και γι’ αυτό, όταν ο Γέροντας μας έλεγε ότι έβλεπε την Χάρι να γεμίζη την εκκλησία, δεν τον καταλαβαίναμε, μέχρι να την δούμε κι εμείς. Πάντως, όταν αφήσαμε τους ζηλωτές, όλοι μας είδαμε την Χάρι οφθαλμοφανώς.
Είχαμε και μια άλλη πληροφορία για το θέμα του ημερολογίου αργότερα, όταν ήδη είχαμε χειροτονηθή ιερείς, όπως την διηγείται ο παπα-Χαράλαμπος: «Όταν γυρίσαμε με τα μοναστήρια, δεν μνημονεύαμε ακόμα τον Πατριάρχην. Όταν ήλθαμε όμως στην Νέα Σκήτην, έπρεπε κάποτε να πάω να λειτουργήσω στην ιερά Μονή Αγίου Παύλου και θα έπρεπε ασφαλώς να μνημονεύσω τον Πατριάρχη.
- Τι να κάνω τώρα; ρώτησα τον Γέροντα.
- Πήγαινε, μου λέγει, και μνημόνευσε. Κι όταν έλθης θα μου ειπής τι αισθάνθηκες.
Ε!!! λοιπόν, σπανίως έχω λάβει τέτοια Χάριν κατά την θεία Λειτουργία! Δάκρυα ποτάμι καθ’ όλην την διάρκειά της. Δεν μπορούσα να εκφωνήσω τις αιτήσεις. Όταν επέστρεψα μου λέγει ο Γέροντας:
- Ασφαλώς θα πλημμύρισες από Χάρι.
- Ναι. Γέροντα, λέγω. Έτσι κι έτσι μου συνέβη.
- Βλέπεις, παιδί μου, ξανάλεει ο Γέροντας, ότι δεν αμαρτάνεις, όταν τον μνημονεύης ό,τι κι αν είπε ή έκανε ο Πατριάρχης, εφ΄ όσον δεν έχει καθαιρεθή και υπάρχει το κοινό Ποτήριο.
("Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής", 2011, σελ.315-325)