Κατουνάκια Αγίου Όρους τη 18-3-1963
Πολυαγαπημένη μου αδελφούλα μου Ε. και συ, Χ., και συ, Ν., και συ Ε., και συ, Β.
Όλους σας από μακριά σας αγκαλιάζω και σας γλυκοφιλώ, με αμέτρητα φιλιά, με αγάπην και δάκρυα.
Αδελφούλα μου Ε.
Ήθελα να σου γράψω από χθες αυτό μου το γράμμα και να σε παρηγορήσω, επειδή σε βλέπω πολύ καταβεβλημένην από τον πόνο της ψυχής σου και την λύπην δια την φυγήν της απειροσέβαστής μας μαννούλας. Αλλά και γω δεν μπορώ, πνίγομαι. Και τώρα που σου γράφω, προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτόν μου.
Αδελφούλα μου, αυτός είναι ο κόσμος: γεμάτος θλίψεις και βάσανα. Όποιος θέλη να ευχαριστήση τον Θεόν, θα λυπηθή σ’ αυτόν τον κόσμο. Ποιος Άγιος γέλασε εδώ;
Για θυμήσου αυτόν τον άγιον Ευστάθιον, τον πρώην Πλακίδα· πόσα πέρασε και αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του; Διάβασε τον βίο του και θα παρηγορηθής πολύ.
Και αυτός ο Ιώβ πόσο βασανίστηκε;
Και τώρα έρχομαι στην Γερόντισσα Μαρία.
Προτού ο Χ. μου γράψει ότι αρρώστησε, δηλαδή προτού λάβω το γράμμα του (πάντως αυτές τις ημέρες υπολογίζω που αρρώστησε), είδα την μητέρα στον ύπνο μου, ωσάν να έβγαινε από έναν τάφον, ωραιοτάτην, 17-18 χρονών κορίτσι, με υπερλάμποντας οφθαλμούς και με κοίταζε και μειδιούσε. Έλαμπε πολύ το πρόσωπόν της. Δεν μου μίλησε τίποτε, αλλά με κοίταζε και μειδιούσε. Την κοίταζα και γω και είπα μέσα μου: «Βρε, η Μητέρα».
Όταν ξύπνησα, διαλογιζόμουν τι άραγε να σημαίνη αυτό το όνειρο. Μετά από λίγες ημέρες λαμβάνω το πρώτο γράμμα από τον Χ. και μου ‘γραφε ότι η Μητέρα αρρώστησε κτλ.
Βυθίστηκα σε πολλήν λύπην, αλλά απρόοπτα αισθάνθηκα μεγάλην χαράν. «Κάτι καλό έγινε στο σπίτι μας», είπα.
Λαμβάνω και το δεύτερο, που μου γράφει ότι χειροτονήθηκε Μαρία. Μου το δώσανε στην αγρυπνία του Ακαθίστου Ύμνου. Την προηγουμένην όμως ημέραν πέθανε η ψυχή μου από την λύπην. Σας πήρα όλους με την σειράν και είδα ότι η Μητέρα μάλλον πάσχει- κάτι μεγάλο κακό έγινε.
Τις παραμονές του Ακαθίστου Ύμνου πληροφορούμαι ότι ήδη η Γερόντισσα Μαρία ανεχώρησε δια τον ωραιότατον Νυμφίον της.
Αδελφούλα μου, δεν μπορώ να σας γράψω καταλεπτώς το τι αισθάνομαι στην προσευχή μου δια την Μαννούλα μας- μόνο ένα σου λέω: Δεν μπορώ να ονομάσω τον εαυτό μου παιδί της!!! Και αυτήν την ψυχήν Μητέρα μου. Όχι -όχι.
Κρίμας τα χρόνια που κάθημαι σ’ αυτά τα βράχια, στην έρημο. Πάω να προσευχηθώ γι’ αυτήν και η ψυχή μου γεμίζει από χαρά: ξεχνώ όλην την λύπην που έχω γι’ αυτήν. Την βλέπω μέσα σε άπειρον φως, σε χαρά - σε αγαλλίασι. Η ψυχή μου σκιρτάει από χαρά.
------------------
Άγιον Όρος τη 26 Σεπτεμβρίου 1975
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000