ΈΝΑΣ Ερημίτης που ασκήτευε στην έρημο του Ιορδάνου, είχε χρόνια πολλά να πειραχτή από το διάβολο. Αυτό του είχε δωσει θάρρος κι έλεγε συχνά πως ο εχθρός δεν τολμούσε να πειράξη τους αγωνιστάς, πήγαινε μόνο στους αμελείς και οκνηρούς.
Κάποτε παρουσιάστηκε μπροστά του ο διάβολος και του παραπονέθηκε:
— Τι σου έχω κάνει, Αββά, και μ' εξευτελίζεις έτσι; Μήπως ποτέ σ' επείραξα;
— Φύγε από δω, πονηρό πνεύμα, φώναξε άφοβα ο Ερημίτης, και σήκωσε το ραβδί του να τον χτυπήση. Δεν έχεις δικαίωμα να πειράζης τους δούλους του Χριστού. Πήγαινε σ' εκείνους, που με την απροσεξία τους σε προσκαλούν.
— Έτσι, λοιπόν, νομίζεις; έκανε ο διάβολος με κακία. Δε θα βρώ, λες, ευκαιρία να σε ρίξω στα σαράντα χρόνια, που έχεις να ζήσης ακόμη;
Βέβαιος τώρα πως το δόλωμα είχε κι όλας πετύχει, έγινε άφαντος, αφήνοντας στον αέρα ένα γέλιο ανατριχιαστικό. Από την ίδια στιγμή, λοιπόν, άρχισαν να συγχύζωνται οι λογισμοί του Ερημίτη.
— Σαράντα χρόνια ζωή ακόμη! Ω, είναι πάρα πολλά! μονολογούσε διαρκώς.
Κι ύστερα από λίγο:
— Δεν πηγαίνω στον κόσμο να ιδώ λίγο τους συγγενείς μου; Ας δώσω και μια μικρή ξεκούρασι στο βασανισμένο μου κορμί. Όταν γυρίσω, συνεχίζω την άσκησι. Έχω καιρό μπροστά μου. Σαράντα χρόνια ζωή!
Πήρε την απόφασι κι ένα πρωινό ξεκίνησε με το ραβδί στο χέρι για την πολιτεία.
Μα ο φιλάνθρωπος Θεός λυπήθηκε τόσων χρόνων κόπους κι έστειλε τον Άγγελό του να τον εμποδίση.
— Που πας, Αββά, ρώτησε ο Άγγελος, φράζοντάς του το δρόμο.
— Στην πόλι, βιάστηκε να πή ο Ερημίτης.
— Ευλογημένε άνθρωπε, τώρα στο τέλος της ζωής σου άφησες να σε ξεγελάση ο πονηρός; Βιάσου να γυρίσης στην καλύβα σου και κλαύσε την ανοησία σου, προτού να είναι πια πολύ αργά για σένα.
Ντροπιασμένος για το πάθημα του, ο γερο Ερημίτης, γύρισε πίσω στο κελλί του κι ύστερα από τρεις μέρες πέθανε.
* * *
ΌΤΑΝ πρόκειται ν' αρχίσης ένα οποιοδήποτε έργο, συμβουλεύει κάποιος Γέροντας, κάνε ευσυνείδητα αυτή την ερώτησι στον εαυτό σου:
— Αν αυτή τη στιγμή μ' επισκεφθή ο Κύριός μου, τι γίνεται;
Πρόσεχε ν' ακούσης καλά τι θα σου αποκριθή η συνείδησίς σου. Αν σε αποδοκιμάζη, παράτησε ευθύς εκείνο, που είχες αποφασίσει να κάνης, και άρχισε κάποιο άλλο, που θα το επιδοκιμάζη, για να το τελείωσης θαρρετά.
Ο εργάτης της αρετής πρέπει να είναι κάθε στιγμή έτοιμος να αντικρύση ήρεμα τον θάνατο.
Όταν πέφτης στο στρώμα για να κοιμηθής, ή σηκώνεσαι από τον ύπνο, όταν τρως ή εργάζεσαι, όταν στέκεσαι ή βαδίζης, να λες διαρκώς στο λογισμό σου:
— Αν αυτή τη στιγμή με καλέση ο Κύριός μου, είμαι άραγε έτοιμος;
Άκουε πάλι με προσοχή τι θα σε πληροφορήση η συνείδησίς σου και μη πάψης να συμμορφώνεσαι με τις οδηγίες της. Η καρδιά σου θα σε βεβαιώση ακόμη ότι ο Θεός έκανε έλεος για σε.
* * *
ΔΩΣΕ λίγη ξεκούραση στο βασανισμένο κορμί σου, Αββά, έλεγαν οι μαθηταί του σ' ένα πολύ ηλικιωμένο ασκητή, που εξακολουθούσε ν' αγωνίζεται με νεανικό ζήλο.
— Νομίζω, παιδιά μου, πως κι ο Πατριάρχης Αβραάμ ακόμη, βλέποντας τις θείες δωρεές, που ανθρώπινος νους δυσκολεύεται να συλλάβη, θα μετανοή, γιατί δεν αγωνίστηκε περισσότερο στην επίγεια ζωή του, αποκρινόταν μ' ενθουσιασμό ο Γέροντας.
* * *
ΕΙΝΑΙ συγκινητικά όσα διαβάζομε για το μακάριο τέλος των άγιων ψυχών που σαν φωτεινά μετέωρα πέρασαν από το γήινο κόσμο, για ν' αφήσουν σ' αυτόν την λάμψι του είναι τους, και να πέσουν ύστερα ορμητικά στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος.
Σαν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκηταί στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου πως ο Αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησί τους γι' αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της Ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα και τώρα στο θάνατό του έλαμψε σ' όλη της την πληρότητα.
Στην σεβάσμια μορφή του είχε χαραχτή μια έκφρασι ήρεμης ευτυχίας. Σαν ένοιωσε γύρω του τους συνασκητάς του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του, τα χείλη του αργοσάλεψαν, κάτι θέλησε να ειπή. Εκείνοι, Γέροντες και νεώτεροι, σεβάσμιοι Πατέρες κι αρχάριοι υποτακτικοί, όλοι τους δακρυσμένοι από βαθειά συγκίνησι, στέκονταν μ' ευλάβεια μπροστά σ' αυτή τη μυσταγωγία. Απόλυτη σιγή είχε απλωθή γύρω. Περίμεναν ν' ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου Αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. Μα εκείνος είχε μεταρσιωθή, δεν έβλεπε πια παρά μόνο τα ούρανια.
— Έρχεται ο Αββάς μου, τον άκουσαν να ψιθυρίζη.
Ρίγος πέρασε από τα λιπόσαρκα σώματα των ασκητών.
Είδαν για μια στιγμή, με τα μάτια της ψυχής τους, τη μεγάλη μορφή του «Καθηγητού των Μοναστών», τον Όσιο Αντώνιο ν' απλώνη το ευλογημένο χέρι του για να πάρη κοντά του τον πιο εκλεκτό από τους μαθητάς του, εκείνον που αντέγραψε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της παράδοξης ζωής του.
— Να ο χορός των Αποστόλων και των προφητών!
Το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου έλαμψε από φως ουράνιο, καθώς σιγοψιθύριζε αυτά τα λόγια. Τα χείλη του αργοσάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε.
— Με ποιόν συνομιλείς, Πάτερ; ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητάς του.
— Ο Άγιοι Άγγελοι θέλουν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω, είπε με κόπο και δυό δάκρυα κύλισαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρά του.
— Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, μακάριε Σισώη. Συ μετανοούσες σ' όλη σου τη ζωή, του αποκρίθηκαν οι Πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του.
— Δεν ξεύρω, Αδελφοί μου, να έχω βάλει ακόμη αρχή.
Καθώς έλεγε αυτά, άστραψε ξαφνικά το πρόσωπό του, λες κι έβλεπε σ' αυτό τον ίδιο τον ήλιο. Οι γύρω έμειναν εκστατικοί από θαυμασμό μαζί και φόβο.
— Ο Κύριος μου και ο Θεός μου! Δόξα σοι!
Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μ' αυτά πέταξε η ψυχή του στα ουράνια. Είχε ιδεί τον Ιησού που λάτρευε από τα βάθη της καρδιάς του; Κανείς δεν μπορούσε να ειπή, μα όλα το εβεβαίωναν. Το παράδοξο φως που έβλεπαν στην μορφή του, ή υπερκόσμια γαλήνη που είχε χυθή στην ταπεινή καλύβα, η άρρητη ευωδιά, όλα μαρτυρούσαν την επίσκεψι του Ουρανίου Βασιλέως στον εκλεκτό φίλο Του.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)