ΚΑΤΕΒΗΚΕ μια μέρα στην πόλι να πουλήση τα πανέρια του ένας γέρος Αββάς. Κατάκοπος από την οδοιπορία πήγε και κάθησε στο σκαλοπάτι ενός μεγάλου σπιτιού που βρέθηκε στο δρόμο του.
Τη στιγμή εκείνη ψυχορραγούσε ο πλούσιος νοικοκύρης του σπιτιού. Ενώ ο Αββάς ξεκουραζόταν, ανίδεος για ό,τι γινόταν μέσα, είδε ξαφνικά να έρχωνται καλπάζοντας πλήθος μαύροι καβαλλάρηδες, άγριοι στην όψι. Στην εξώθυρα κατέβηκαν από τα κατάμαυρα επίσης άλογά τους κι ώρμησαν στο σπίτι.
Ο Γέροντας κατάλαβε και τους ακολούθησε ως επάνω στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου. Σαν τους αντίκρυσε εκείνος, έβγαλε σπαρακτικές κραυγές:
— Θεέ μου, σώσε με.
Εκείνοι τον ειρωνεύτηκαν σκληρά:
— Τώρα στη δύσι της ζωής σου θυμάσαι τάχα το Θεό; Πολύ αργά το σκέφτηκες. Γιατί δεν τον φώναζες από την αυγή; Τώρα μας ανήκεις.
Καθώς έλεγαν αυτά εκείνοι οι απάνθρωποι απόσπασαν με βία την ψυχή του και με θριαμβευτικό αλαλαγμό απομακρύνθηκαν.
Ο Αββάς έμεινε σαν πεθαμένος από τη θλίψι και την τρομάρα του. Όταν ύστερα από πολλή ώρα συνήλθε, διηγήθηκε για ωφέλεια των άλλων, τι του είχε φανερώσει ο Θεός.
* * *
ΈΝΑΣ νέος πόθησε ν' αφιερώση τη ζωή του στο Θεό, ακολουθώντας τον ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δεν τον άφηνε κι' έκανε ό,τι μπορούσε να τον εμπόδιση.
— Αμαρτάνεις στον Θεό, της έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στο δρόμο του τόσα προσκόμματα. Θέλω να φύγω, να σώσω την ψυχή μου.
Τέλος, με τα πολλά κατάφερε να την πείση. Έφυγε ευθύς στην έρημο, βρήκε μια καλύβα κι έμεινε εκεί ν' ασκητεύη μόνος. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε κι η μητέρα του που δεν ήταν καθόλου καλή χριστιανή.
Στην αρχή ο νέος ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Με τον καιρό όμως άρχισε να χάνη τον πρώτο ζήλο του. Βαρέθηκε τη μοναξιά, παραμέλησε τα καθήκοντά του που είχε σαν μοναχός και στο τέλος κατάντησε να μη δίνη σημασία για τη σωτηρία του.
Κάποτε αρρώστησε βαρειά και λίγο έλειψε να πεθάνη. Ένας αδελφός, που από αγάπη τον φρόντιζε, τον είδε να πέφτη εξαντλημένος σε βαθειά λιποθυμία. Ο ίδιος, όπως διηγείτο αργότερα, ένοιωσε να χωρίζεται βίαια η ψυχή από το σώμα του και να βυθίζεται στη σκοτεινή άβυσσο της Κολάσεως. Εκεί, ανάμεσα στους άλλους κολασμένους, βρήκε τη μητέρα του. Τον είδε κι εκείνη η δυστυχισμένη και σάστισε.
— Κι εσύ, γυιέ μου, του είπε θρηνώντας, σε τούτο τον καταραμένο τόπο της απελπισίας καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τα λόγια που μου έλεγες, πως θέλεις να σώσης την ψυχή σου; Έγινες καλόγηρος, μα δεν την έσωσες.
Τόσο ντροπιάστηκε ο Μοναχός από τη δίκαιη εκείνη παρατήρησι, που δεν έβρισκε λόγια να δικαιολογηθή. Ευχόταν τη στιγμή εκείνη ν' άνοιγε πιο βαθειά ο Άδης να τον κρύψη, παρά ν' ακούη τον έλεγχο της μάνας του. Στη δύσκολη θέσι που βρισκόταν, του φάνηκε πως άκουσε την προσταγή:
— Πάρτε τον πίσω. του χαρίζεται λίγη προθεσμία να διορθωθή.
Ύστερα απ' αυτό ήρθε στις αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στον Αδελφό του όσα είχε ιδεί κι ακούσει. Σε λίγες μέρες έγινε καλά από την αρρώστια του, αλλά και ψυχικά αναγεννήθηκε. Κλείστηκε στην καλύβα του και φρόντιζε με φόβο και τρόμο για την σωτηρία της ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε με δάκρυα πικρά, βαθειά μετανοημένος για την περασμένη του αμέλεια.
— Μην κάνης έτσι, Αδελφέ, του έλεγαν οι Γέροντες, θ' αρρωστήσης πάλι από την υπερβολική σου θλίψι.
— Αν δεν υπέφερα, Πατέρες μου, τους έλεγε εκείνος, το ντρόπιασμα της μητέρας μου, πως θα υπομείνω τάχα την καταισχύνη που θα μου κάνη ο Κριτής μπροστά στους Αγγέλους, στους Δικαίους και σ' όλους τους συνανθρώπους μου τη φοβερή στιγμή που θα με κρίνη;
Με την μελέτη αυτή ο πρώην αμελής Ερημίτης έφτασε σε αγιότητα.
* * *
ΈΝΑΣ Γέροντας Ασκητής που δεν κατέβαινε ποτέ στον κόσμο, είχε διακονητή ένα καλό χριστιανό. Αυτός πουλούσε τα πανέρια του Γέροντος και του έφερνε το ψωμί του.
Στην πόλι που κατοικούσε ο διακονητής έμενε και κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν όμως κακότροπος και ασεβής άνθρωπος. Ξαφνικά μια μέρα πέθανε ο πλούσιος. Οι συγγενείς του για επίδειξι του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία. Όλη η πόλις και πρώτος ο Επίσκοπος μ' ολόκληρο τον κλήρο, συνώδευσαν το νεκρό στο κοιμητήριο. Τον έθαψαν σε καλλιμάρμαρο μνημείο, για το οποίο σπαταλήθηκε ασυλλόγιστα πολύ χρήμα.
Ύστερα από την κηδεία του πλουσίου, ξεκίνησε ο καλός χριστιανός να πάη στον Ασκητή στην έρημο. Λίγο πιο έξω από τη σπηλιά του όμως τον βρήκε νεκρό, φαγωμένον από κάποιο άγριο θηρίο.
Ο χριστιανός ταράχτηκε. Θεέ μου, συλλογίστηκε, τι μυστηριώδη γεγονότα συμβαίνουν σ' αυτόν το κόσμον; Ο ασεβής πλούσιος πέθανε ανώδυνα, ειρηνικά, και κηδεύτηκε με τιμές και δόξες, ενώ ο άγιος τούτος άνθρωπος που σου ήταν τόσο αφωσιωμένος, βρήκε τον πιο τραγικό θάνατο που μπορεί να φαντασθή κανείς. Γιατί να γίνωνται αυτά, Θεέ μου;
Ενώ συλλογιζόταν έτσι, άκουσε φωνή να του λέγη:
— Η δικαιοσύνη του Θεού είναι ακατανόητη από τον περιορισμένο ανθρώπινο νου. Εκείνος ο ασεβής είχε και κάποια καλά έργα πράξει στο διάστημα της ζωής του. Έλαβε την αμοιβή τους στον επίγειο κόσμο. Στον άλλο, μόνο τιμωρία τον περιμένει. Ο Ασκητής, σαν άνθρωπος, είχε μικρές ατέλειες. Τις πλήρωσε εδώ, για να παρουσιαστή τέλειος εμπρός στο Δημιουργό του.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)