Άλλοτε πάλι πήγαν με τον π. Νικηφόρο για δουλειές στην Αγία Άννα. Νομίζοντας ότι στην επιστροφή δεν θα φάνε, έφαγε μερικά σύκα περισσότερα. Όμως γυρνώντας στα Κατουνάκια πρόλαβαν την τράπεζα κι έφαγαν κανονικά. Η αγωνιστική συνείδηση του Ευάγγελου δεν αναπαύθηκε, μέχρι που βάζοντας το δάχτυλο στον λαιμό εξέμεσε ό,τι έφαγε. Κατόπιν τα ανέφερε όλα στον γερο- Εφραίμ.
----------------
Εκείνο τον καιρό έκαναν μονίμως ενάτη* . Ο Ευάγγελος ως νέος δυσκολευόταν όλη μέρα νηστικός, αλλά συστελλόταν να ζητήσει κάτι ιδιαίτερο για τον εαυτό του.
Από την άλλη κάθε λίγο έτρεχε στην Αγία Άννα για κηπουρικά και για να αλέσει το σιτάρι. Πήγαινε και στη Μονή Αγίου Παύλου, για να μεταφέρει ρούχα των μοναχών, καθότι εκείνα τα χρόνια το εργόχειρό τους ήταν η ραπτική. Αμάθητος στους σωματικούς κόπους κινδύνευσε να πάθει κήλη. Αλλά παρακάλεσε την αγία Παρασκευή, η οποία στον ύπνο του τον διαβεβαίωσε ότι δεν έχει τίποτε. Τον βοήθησε όμως και ο μακαριστός ηγούμενος του Αγίου Παύλου παπα-Σεραφείμ, δίνοντάς του έναν κηλεπίδεσμο που, έστω και χωρίς ιδιαίτερη ανάγκη, φορούσε μέχρι τελευταία.
----------------
Από την εποχή αυτή που πήγαινε στον Άγιο Παύλο, προέρχεται και μία μικρή διήγηση του Γέροντα για τη δύναμη που έχει το "ευλόγησον" (συγγνώμη).
Κάθε φορά που πήγαινε στο μοναστήρι, περνούσε από τον κήπο, και ο κηπουρός τον φόρτωνε με διάφορα κηπουρικά για τους γεροντάδες στα Κατουνάκια. Ο ηγούμενος παπα-Σεραφείμ του εφιστούσε την προσοχή: «Παιδί μου, με τον πατέρα Βενέδικτο, τον κηπουρό, μην έχεις πολλά, γιατί είναι λίγο δύσκολος άνθρωπος».
Κάποτε ο κηπουρός του έδωσε ένα παντελόνι για επιδιόρθωση. Όταν το επέστρεψε διορθωμένο, το άφησε μαζί με άλλα ρούχα στον ηγούμενο. Περνώντας από τον κήπο, ως συνήθως, τον είδε ο π. Βενέδικτος.
−Πού είναι το παντελόνι; ρώτησε επιτακτικά τον νεαρό Κατουνακιώτη που στεκόταν αποσβολωμένος στην κορυφή της πέτρινης μικρής σκάλας που κατεβάζει στον κήπο.
−Το άφησα στον ηγούμενο, απάντησε εκείνος μισοενοχλημένος από το ύφος του κηπουρού.
−Βρε, ο ηγούμενος σου το ‘δωσε; ξέσπασε με θυμό ο άλλος. Κουρασμένος από την οδοιπορία ο νέος δεν συγκρατήθηκε, αλλά σαν γνήσιος Αρβανίτης ανταπέδωσε τα ίσα.
−Καλά, είναι μακριά ο ηγούμενος, για να το πάρεις; Αντέτεινε με οξύτητα. Και ρίχνοντας λάδι στη φωτιά συνέχισε:
−Κι αν ήσουνα φιλότιμος άνθρωπος, θα μου ‘λεγες ευχαριστώ, που του διορθώσαμε, και θα μου ‘δινες δύο κηπουρικά, να πάω στη δουλειά μου.
Άφρισε ο άλλος και έξαλλος έσκυψε ψάχνοντας με τα χέρια να βρει πέτρες, για να πετροβολήσει τον τολμηρό νέο. Όμως εκείνος με φώτιση Θεού τον πρόλαβε. Έσκυψε χαμηλά βάζοντας μετάνοια.
−Ευλόγησον, έσφαλα, πάτερ, φώναξε.
«Να βλέπατε τι έγινε τότε», διηγείτο ο Γέροντας, θαυμάζοντας τη δύναμη του "ευλόγησον". «Σηκώθηκε όρθιος με τα χέρια κρεμασμένα άπραγα απ’ τους ώμους».
−Τι να σου κάνω τώρα, τι να σου κάνω τώρα, ξεφύσησε μαλακωμένος και αφοπλισμένος.
−Ευλόγησον, πάτερ, επανέλαβε ο νέος∙ σαν άνθρωπος μου ξέφυγε ένας λόγος παραπανίσιος, συγχώρεσέ με.
−Άντε, Θεός σχωρέσου, είπε μακρόθυμα πλέον ο κηπουρός, και από ‘κει και πέρα τον φόρτωνε με κηπουρικά, όταν πήγαινε.
-----------------
Όμως ο εχθρός δεν έπαψε να πολεμά τον αρχάριο μοναχό, παρουσιάζοντάς του δυσκολίες πιο μεγάλες και απαλείφοντας από τον νου του τις ευλογίες της μοναχικής ζωής. Έτσι, κάποιες μικροπαραξενιές των γεροντάδων τον σκανδάλιζαν και τον ταλαιπωρούσαν ψυχικά, δημιουργώντας του την επιθυμία να φύγει από τα Κατουνάκια. Έλεγε ότι πέντε χρόνια τον πολέμησε αυτός ο λογισμός. Κάποτε μάλιστα, καθώς καθόταν στεναχωρημένος στο πίσω μέρος της καλύβης, ένας περαστικός μοναχός τον ρώτησε τι έχει. «Να, στεναχωριέμαι με την κατάσταση εδώ», απάντησε. «Καπνίζουν κι άλλα τζάκια στο Άγιον Όρος», παρατήρησε ο άλλος. «Όχι, πάτερ», είπε ο νέος αποφασιστικά, «η Παναγία εδώ μ’ έφερε, εδώ θα μείνω έως τέλους». Και με τη βοήθεια της Παναγίας το πέτυχε.
-------------------------
Τα γεροντάκια ήταν απλοί άνθρωποι. Ο νεαρός Ευάγγελος με τη θέρμη της νεότητος και τη γνώση των τότε γυμνασιακών σπουδών ζητούσε περισσότερα. Πίσω από την πόρτα του κελλιού του χάραξε με μολύβι έναν τάφο και μερικές χαρακτηριστικές λέξεις: υπακοή, υπομονή, ευχή κτλ. Κάθε ώρα της ημέρας και κάθε σημείο του σπιτιού απόκτησε τη δική του προσευχή, συνήθως τροπάρια αγίων. Έτσι προσπαθούσε να έχει τον νου του διαρκώς απασχολημένο με την προσευχή. Ύστερα πρόσθεσε και την κατάνυξη. Πάντοτε, χωρίς να γίνεται αντιληπτός, είτε στις ακολουθίες είτε στο εργόχειρο είτε αλλού, καλλιεργούσε τα δάκρυα. Έλεγε αργότερα: «Έφθασα να κλαίω, όποτε ήθελα και όσο ήθελα. Κάποτε, ενώ διάβαζε άλλος αδερφός στην εκκλησία κι εγώ κατανυσσόμουν, είδα την ψυχή μου να βγαίνει απέναντι στα βράχια για να συγκαλεί όλη την κτίση σε δοξολογία Θεού». «Τώρα τι είναι αυτό; Ποιον να ρωτήσω;» σκεφτόταν. Αργότερα, διδάχτηκε από τον γερο-Ιωσήφ να αγωνίζεται προσευχόμενος με την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000