Υπακοή
Δόθηκε στην υπακοή και την αγάπη του γερο-Ιωσήφ με όλη την ατόφια καρδιά του. Μετά χαράς δεχόταν την καθοδήγησή του. Με ακρίβεια του εξέθετε τους λογισμούς του και την κατάσταση του την πνευματική. Άκοπα ανεβοκατέβαινε νυχτιάτικα στον Αη Βασίλη, και μετά το 1938 στις σπηλιές της Μικρής Αγίας Άννας όπου μετοίκησε ο Γέροντας, για να τον λειτουργήσει και να τον μεταλάβει. Αλλά και άλλους κόπους έκανε με ευγνώμονα διάθεση. Έτσι, όταν εγκατέλειψε τον Άγιο Βασίλειο ο γερο-Ιωσήφ και κατέβηκε στη Μικρή Αγία Άννα, προσπάθησε να κτίσει ένα καλυβάκι και μια μικρή εκκλησούλα στην εσοχή ενός βράχου, χρησιμοποιώντας για οικοδομικά υλικά ξύλα, μηλιάδα* και πλίνθους από κοκκινόχωμα. Τότε ο Γέροντας φορτωνόταν κοκκινόχωμα από τα Καρούλια κάθε δεύτερη μέρα και το πήγαινε στη Μικρή Αγία Άννα, όπου ο γερο-Αρσένιος κατασκεύαζε τους πλίνθους. Για να είναι ελεύθερος όμως από τις υποχρεώσεις του στον Άγιο Εφραίμ, όπου ο γερο-Προκόπιος "έγραφε" σφραγίδες, φρόντιζε να τορνάρει διπλάσιο αριθμός σφραγίδων. Έτσι, και ο γερο-Προκόπιος είχε κάθε μέρα έτοιμες σφραγίδες να σκαλίσει, και ο γερο-Αρσένιος αρκετό κοκκινόχωμα για τους πλίνθους. Η αγάπη του και η υπακοή του τον βοηθούσαν να δουλεύει διπλά.
-----------------
Επικαλούνταν συχνότητα την ευχή του γερο-Ιωσήφ και δίδασκε σε όλους να επικαλούνται την ευχή του γέροντα τους.
Του έγραψε αργότερα ένας αδελφός: «Τι ανεκδιήγητο μυστήριο είναι αυτό, προσκυνητέ μου Γέροντα; Τι δεσμός ιερός συνδέει τον υποτακτικό με τον γέροντά του! "Ο Θεός του γέροντός μου Ιωσήφ" μας λέγατε, και αισθανόμουν όλους τους γλυκασμούς του κόσμου να κρέμονται στη φράση αυτή»
------------------
Κάποτε χιόνιζε και φυσούσε παγωμένος βοριάς. Έπρεπε να πάει στη Μικρή Αγία Άννα να τους λειτουργήσει. Ο λάκκος των Κατουνάκιων "κατέβαζε καρφιά". Σφίχτηκε στα φτωχά του ράσα και ξεκίνησε αποφασιστικά. Πρώτα ο απότομος ανήφορος των Κατουνακίων με τον παγωμένο αέρα να τρυπάει ως τα βάθη τους τα λαχανιασμένα πνευμόνια. Κατόπιν το ίσωμα ψηλά να το δέρνει το χιόνι και να το ξυρίζει ο βοριάς. Ξεπάγιασε, δεν άντεξε. Έκανε μεταβολή και κατέβηκε χωρίς αναπνοή το μονοπάτι για το σπίτι πίσω. Μπήκε στην κουζίνα και μισολιπόθυμος έπεσε κάτω. Ο πατερ-Προκόπιος ανήσυχος παράτησε το εργόχειρο και φρόντισε να τον συνεφέρει. Τα ‘λεγε μετά από μέρες στον γερο-Ιωσήφ. Εκείνος καθόλου δεν τον κολάκευσε. «Παπά, αν έβαζες πιο πολύ δύναμη, θα σε βοηθούσε ο Θεός και θα ‘ρχόσουν», του παρατήρησε κρατώντας το ηθικό του ψηλά.
--------------------------
Ο πνευματικός του σύνδεσμος ήταν τόσο αληθινός, βαθύς και ισχυρός και η πνευματική κατάσταση του γερο-Ιωσήφ τόσο μεγάλη, που ο Θεός σφράγιζε τον λόγο του. Πολλές φορές του φιλούσε, φεύγοντας για τα Κατουνάκια, το χέρι και ζητούσε την ευχή του. «Πήγαινε», έλεγε ο γέροντας απ’ την καρδιά του και με νόημα, «πήγαινε και θα δεις». «Πλούτιζα στην προσευχή και τη χάρη», θυμόταν με ανάταση ψυχής ο παπα-Εφραίμ. «Άντε, πήγαινε τώρα», έλεγε με σκαιότητα, όταν τον είχε λυπήσει σε κάτι. «Ξηρασία, εγκατάλειψη», θυμόταν και ομολογούσε πικρά ο παπα-Εφραίμ.
--------------------------
Όταν θέλησαν να φύγουν από τους Ματθαιϊκούς, για να πάνε με τους Φλωρινικούς (οι δύο βασικές παρατάξεις των παλαιοημερολογιτών), επρόκειτο να συντάξουν ένα έγγραφο. Καθώς βρισκόταν στις καθημερινές εργασίες των Κατουνακίων, ο παπα-Εφραίμ σκέφτηκε ότι κάποια διατύπωση του εγγράφου έπρεπε να αλλάξει, γιατί δεν ήταν σωστή έτσι που την έγγραψε ο γερο-Ιωσήφ. Μετά από μέρες πήγε και λειτούργησε. Του λέει ο γέροντας μετά τη Θ. Λειτουργία: «Παπά, πρόσεχε, κάποιος λογισμός σε χωρίζει από μένα». Απόρησε ο παπα-Εφραίμ. Ούτε που θυμόταν. Σκαλίζοντας τη μνήμη του θυμήθηκε επιτέλους και θαύμασε.
--------------
Άλλοτε πάλι, φαίνεται, πίκρανε ως άνθρωπος σε κάτι τον γέροντα. Ζήτησε συγγνώμη, αλλά ο γέροντας δεν μαλάκωσε. «Πήγαινε», του είπε, «και μην έρθεις, αν δεν στείλω να σε καλέσω». Πέρασαν μέρες. Πνευματική νέκρα. Τελικά έστειλε τον π. Αθανάσιο και τον κάλεσε. Κατά τη Θ. Λειτουργία τον επισκίασε μετά τόσες μέρες η χάρις και χάρηκε. Ύστερα το ανέφερε στον γέροντα. «Καλά, παιδί μου», του είπε με το γλυκό πατρικό του ύφος, «δεν κατάλαβες ότι σε αγκάλιασα και σε ασπάστηκα εν πνεύματι;»
----------------
Κάποτε καθώς λειτουργούσε, στην εκφώνηση της ευλογίας «Ειρήνη πάσι» σκέφτηκε απορημένος: «Καλά, εγώ παίρνω από τον γέροντα τη χάρη∙ τώρα πώς τον ευλογώ;» «Εγώ ευλογώ», άκουσε φωνή από το πετραχήλι του, και κατάλαβε ότι το Πνεύμα το Άγιο, Αυτό ευλογεί δια του ιερουργού.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000