Με τον παπα-Νικηφόρο
Προλάβαμε τον παπα-Νικηφόρο εν ζωή, όταν επισκεπτόμασταν τον Γέροντα από το 1971 ως το 1973 που κοιμήθηκε ο παππούς. Γεροντάκι μετρίου αναστήματος, σταφιδιασμένο, ακολουθούσε τον παπα-Εφραίμ όπως το παιδάκι τη μανούλα του. Καθώς έπασχε από αμνησία, δεν μπορούσε να κάνει ούτε στιγμή χωρίς εκείνον. Τον ζητούσε με λυγμούς. Πέντε χρόνια δεν βγήκε καθόλου ο Γέροντας από το σπίτι, υπηρετώντας τον άρρωστο παπα-Νικηφόρο με άοκνη αγάπη.
Είχαμε ακούσει για τις δυσκολίες του χαρακτήρα του παππού και την υπομονή και την σκληρή υπακοή που έκανε ο Γέροντας σε παλαιότερα χρόνια, και νομίζαμε ότι περιποιόταν τον άρρωστο από τυπική υποχρέωση, μια και δεν υπήρχε άλλος στο κελλί. Έτσι εκπλαγήκαμε, όταν διαπιστώσαμε την αγάπη, αλλά και περισσότερο την τρυφερότητα με την οποία του φερόταν. Τον τάϊζε, τον έπλενε, τον άλλαζε, του διάβαζε τις ακολουθίες –ο παππούς βέβαια ήταν τελείως κουφός, αλλά συμμετείχε επαναλαμβάνοντας φωναχτά την ευχή που έβλεπε γραμμένη με μεγάλα γράμματα σ’ ένα χαρτονάκι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έπαιζε τρυφερά μαζί του σαν με παιδάκι ο τόσο σοβαρός και αρχοντικός παπα-Εφραίμ.
Όταν μετά τον θάνατό του ένα πνευματικό του παιδί έγραψε στον Γέροντα ότι ξεκουράστηκε επιτέλους από τις δυσκολίες του παπα-Νικηφόρου, χωρίς να σκεφθεί ότι για τους κεκοιμημένους ευχόμαστε ανάπαυση της ψυχής λησμονώντας τις αδυναμίες τους, εισέπραξε ένα από τα πιο αυστηρά γράμματα του Γέροντα.
Ο παπα-Νικηφόρος καταγόταν από προάστειο της Θήβας, το Πυρί. Ήρθε κοντά στον συμπολίτη του γερο-Εφραίμ, στα Κατουνάκια, στα μέσα της δεκαετίες του 1910. Το 1924 χειροτονήθηκε ιερέας σε κελλί των Καρυών. Ήταν προσεκτικός λειτουργός, καλλιφωνότατος ψάλτης, επιδέξιος ξυλογλύπτης, καλός νοικοκύρης και αυστηρός γέροντας. Είχε πρόβλημα με την ακοή του -χρησιμοποιούσε συσκευή με μπαταρίες- και έτσι φαινόταν πιο σκληρός και εξουσιαστικός απ’ ό,τι ήταν. Όλοι στη γειτονιά τον υπολόγιζαν και τον σέβονταν. Χαμογελούσαν όμως, όταν ψάλλοντας στις αγρυπνίες τον πολυέλεο* κατ’ αντιφωνία με τον τυφλό καλλικέλαδο ψάλτη π. Δοσίθεο, έλεγε ο μεν κουφός παπα-Νικηφόρος «ώτα έχουσι και ουκ ενωτισθήσονται», ο δε τυφλός «οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται».
Ήταν απλός άνθρωπος και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις πνευματικές αναζητήσεις του παπα-Εφραίμ, αλλά τον αγαπούσε ως παιδί του και του χαριζόταν. Έτσι ο παπα-Εφραίμ μπορούσε να καρπώνεται πνευματικά οφέλη από τον γερο-Ιωσήφ, αλλά και να πείθει τον παπα-Νικηφόρο για τα καλύτερα. Επίσης, κατά τη γερμανική κατοχή, όταν όλοι οι πατέρες σκόρπισαν στις μονές αλλά και τον κόσμο, για να βρουν τα προς το ζην, έκανε τρόπο και κράτησε τη συνοδία του στα Κατουνάκια. Συνήθιζε να πηγαίνει κάθε χρόνο, καλοκαίρι στη Θήβα και γυρνώντας έφερνε σιτάρι και άλλα χρειώδη, που του έδιναν οι συγγενείς του σαν μέρος από την πατρική τους περιουσία. Μερικές φορές θύμωνε: «Τρώτε το ψωμί του πατέρα μου», φώναζε. Τον καταπράυνε όμως ο παπα-Εφραίμ με αγάπη και ταπείνωση.
Αφηγείται ο αδερφός του: «Είχε έρθει ο παπα-Νικηφόρος στο σπίτι μας και έλεγε στη μητέρα μας: ‘‘Τον Εφραίμ να μην τον ζητήσετε να κατεβεί στον κόσμο. Είναι τέλειος υποτακτικός∙ είναι πολύ καλός. Αν θα κατεβεί κάτω, θα τον αρπάξουν και θα τον κάνουμε αμέσως ιερέα και θα χάσει αυτά που ζει στο Άγιον Όρος. Ο Εφραίμ ζει, βλέπει από τώρα τον παράδεισο’’. Και άρχισε να διηγείται: ‘‘Ο Εφραίμ λειτουργούσε. Εγώ και ο Προκόπιος ψάλλαμε. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, ενώ περιμέναμε να κάνει τις προσφωνήσεις, κρατούσε σιγή. Περιμέναμε λίγο, αλλά ουδεμία απάντηση. Μπαίνω μέσα στο ιερό να ιδώ τι συμβαίνει, και βλέπω κατάπληκτος να είναι στην αγία Τράπεζα πεσμένος. Τον σκουντάω, τον κουνάω, και τότε συνήλθε. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά, ζητώντας να δει που βρισκόταν. Ήταν μούσκεμα από τα δάκρυα. Χωρίς να πει τίποτε, συνέχισε τη Λειτουργία. Όταν τελείωσε, με πλησιάζει και μου λέει: Γέροντα, ευλόγησον (έκλαιγε). Αν είναι ευλογημένο, άλλη φορά αν με δείτε σε τέτοια κατάσταση, αφήστε με, μη με σκουντάτε για να συνέλθω. Σήμερα, γέροντα, σας εξομολογούμαι τι μου συνέβη: Δεν ξέρω πως έγινε∙ βγήκα από τον εαυτό μου και έβλεπα αγγέλους να ανεβοκατεβαίνουν επί το θυσιαστήριο και να ψάλλουν. Βρισκόμουν σε μίαν απερίγραπτη μακαριότητα∙ ήμουν εκτός εαυτού. Συνήλθα με τα σκουντήματα και τις φωνές σας. Σας παρακαλώ, γέροντα, αν μου συμβεί άλλη φορά, αφήστε με όπως είμαι.’’».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000